Μια κάθοδος στην Κόλαση
Η λέξη «φονταμενταλισμός» συνήθως μας πηγαίνει συνειρμικά στον ισλαμισμό, ειδικά τα τελευταία χρόνια. Σχεδόν αυτόματα ξεπροβάλλουν οι Ταλιμπάν και, πιο πρόσφατα, το Ισλαμικό Κράτος. Σκεφτόμαστε γυναίκες καλυμμένες με χιτζάμπ, νικάμπ ή ακόμα και μπούρκα. Κι όμως: φονταμενταλιστές συναντάμε σε όλες τις θρησκείες. Τι να πούμε για τους Μορμόνους, π.χ., στην Αμερική; Για τους ορθόδοξους Εβραίους; Ή για τους ορθόδοξους προτεστάντες που περιγράφει με γλαφυρό τρόπο ο Γιαν Σίμπελινκ σ’ αυτό το βιβλίο, που πρωτοκυκλοφόρησε το 2005 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Ολλανδία, αν και ταυτόχρονα δέχτηκε σφοδρή κριτική από την πλευρά ακριβώς των προτεσταντικών κύκλων που περιγράφονται σ’ αυτό; Ο Σίμπελινκ κατηγορείται για ανακριβή απεικόνιση του καλβινιστικού περιβάλλοντος που περιγράφει. Οι ήρωές του, λένε, είναι «καρικατούρες», πολλά από αυτά που περιγράφει δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα. Κατηγορίες που ενδεχομένως αφήνουν αδιάφορο τον μέσο αναγνώστη!
Αθροίζοντας όλα τα διάφορα δόγματα, σχίσματα, ομάδες και υπο-ομάδες, η προτεσταντική κοινότητα στην Ολλανδία μετρά περίπου 2,5 εκατομμύρια μέλη. Σε έναν πληθυσμό άνω των 16 εκατομμυρίων, αυτό μπορεί να φαίνεται μικρός αριθμός. Πάνω από το 50% των Ολλανδών δηλώνουν άθρησκοι. Περίπου 24% είναι καθολικοί και 16% είναι προτεστάντες. Τα δε μέλη της ορθόδοξης προτεσταντικής κοινότητας ανέρχονται μόλις σε 18.000. Οι τελευταίοι αποφεύγουν σε μεγάλο βαθμό τις επίσημες εκκλησίες, μαζεύονται σε σπίτια και αναγνωρίζουν ως μόνους γνήσιους εκπροσώπους της πίστης τους «πατέρες» του 16ου και του 17ου αιώνα. Η πρώτη επίσημη προτεσταντική εκκλησία των Κάτω Χωρών ιδρύθηκε το 1571 στο Έμντεν (πόλη που βρίσκεται τώρα στη βορειοδυτική Γερμανία, κοντά στα σύνορα με την Ολλανδία), αλλά πολύ γρήγορα διάφορες ομάδες αποσχίστηκαν. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το 2004, όταν τα κυριότερα δόγματα ενώθηκαν στην Προτεσταντική Εκκλησία της Ολλανδίας. Αλλά τα μικρότερα ορθόδοξα σχήματα συνεχίζουν να υφίστανται, όπως η λεγόμενη Εκκλησία με τις Μαύρες Κάλτσες. Η τελευταία ονομάζεται έτσι λόγω των αυστηρών κανόνων ένδυσης των γυναικών, που μοιάζουν αρκετά με αυτούς των ορθόδοξων εβραίων ή ακόμα και των μουσουλμάνων!
Καλό είναι να έχει ο Έλληνας αναγνώστης υπόψη του τα παραπάνω, μιας και είναι χρήσιμα για να καταλάβει κανείς το περιβάλλον στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία του Σίμπελινκ. Το βιβλίο είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό και περιγράφει το αυστηρό καλβινιστικό περιβάλλον όπου κινείται ο πρωταγωνιστής, ο Χανς Σίβες. Ο τελευταίος είναι στην πραγματικότητα ο πατέρας του συγγραφέα, ο οποίος διατηρούσε το φυτώριο Sempervirens στην πόλη του Βελπ. Ο δε γιος του, Ρούμπεν στο βιβλίο, είναι ο ίδιος ο συγγραφέας.
Πάμε λοιπόν στην ιστορία. Ο Χανς γεννήθηκε σε μια πολύ φτωχή ορθόδοξη προτεσταντική οικογένεια στα ανατολικά της χώρας. Η μητέρα του πεθαίνει όταν ο Χανς είναι δώδεκα χρονών, και ο πατέρας του γίνεται όλο και πιο βίαιος. Έτσι, στα δεκατέσσερά του, ο Χανς αποφασίζει να εγκαταλείψει το σπίτι του και να φτιάξει τη ζωή του μακριά από την καταπίεση του πατέρα και της θρησκείας. Πηγαίνει λοιπόν στη Χάγη, όπου βρίσκει δουλειά ως μαθητευόμενος σε ένα φυτώριο. Εκεί κάνει τη γνωριμία του ορθόδοξου προτεστάντη Γιόζεφ Μίρας, ο οποίος αμέσως προσπαθεί να τον προσηλυτίσει. Λες και η θρησκεία τον καταδιώκει… Σημειωτέον ότι υπήρξε υπαρκτό πρόσωπο ονόματι Μίρας, ο αιδεσιμότατος Μαρίνες Άμπραχαμ Μίρας (1915-1981). Σίγουρα η επιλογή του επιθέτου από τον Σίμπελινκ δεν είναι τυχαία.
Παρά τις προσπάθειες του Μίρας, ο Χανς αντιστέκεται και διακόπτει κάθε σχέση μαζί του. Παντρεύεται τη Μάρχιε, την κοπέλα που αγαπούσε από παιδί, και μαζί ανοίγουν το φυτώριο στο Βελπ. Κάνουν δύο παιδιά, δύο αγόρια. Το φυτώριο όμως δεν πηγαίνει και τόσο καλά — ο Χανς είναι αφελής και ανασφαλής. Η Μάρχιε δείχνει να είναι πιο δυναμική, αλλά την εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία μας οι γυναίκες ασχολούνταν κυρίως με το σπίτι και τα παιδιά. Το φυτώριο φυτοζωεί. Έτσι ευάλωτο τον ξαναβρίσκει ο Γιόζεφ Μίρας, ο οποίος, μαζί με μερικούς ομόθρησκούς του, σταδιακά τυλίγει τον Χανς σε ένα ολοένα πιο ασφυκτικό δίχτυ, απ’ όπου δεν μπορεί να απελευθερωθεί. Η Μάρχιε αντιδρά, μάταια όμως. Μπροστά στον φόβο μιας αιώνιας καταδίκης στην Κόλαση, ο Χανς παραμελεί την οικογένειά του και τη δουλειά του. Παρά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, ξοδεύει, κρυφά από τη Μάρχιε, μια περιουσία σε παλιά μουχλιασμένα βιβλία που του πλασάρει ο Γιόζεφ. Μόνο όταν η Μάρχιε τον εγκαταλείπει και τον βάζει μπροστά στην επιλογή: ή εγώ ή αυτοί, ο Χανς διώχνει τους ιεροκήρυκες από το σπίτι του.
Ο Χανς και η οικογένειά του αντιμετωπίζουν κι άλλα προβλήματα. Ο γείτονάς του, ένας nouveau riche εργολάβος που έβγαλε χοντρά λεφτά στην ανοικοδόμηση της περιοχής μετά τον πόλεμο, προτείνει να αγοράσει ένα χωραφάκι του Χανς, δήθεν για να φτιάξει μια οικογενειακή πισίνα. Ο Χανς, στριμωγμένος οικονομικά, δέχεται. Τότε βλέπει έντρομος να κατασκευάζεται μια τεράστια πισίνα τεχνητών κυμάτων, που δημιουργεί πολλούς πονοκεφάλους στην οικογένεια Σίβες. Δεν είναι μόνο η φασαρία που κάνουν τα μηχανήματα, είναι και οι πελάτες που νομίζουν ότι το φυτώριο είναι μέρος της επιχείρησης και σουλατσάρουν στον κήπο, ποδοπατώντας τα νεαρά φιντάνια.
Η ζωή συνεχίζεται, ο Ρούμπεν αρραβωνιάζεται, ο Τομ εγκαταλείπει το σχολείο και πιάνει δουλειά στην πισίνα του γείτονα. Ο Χανς γοητεύεται από την όμορφη νύφη του· φαντασιώνεται μάλιστα πως την κάνει δική του. Πώς συμβιβάζεται αυτό με τα πιστεύω του και τον φόβο της αιώνιας κατάρας; Διαβάζει τα παλιά βιβλία για να βρει παρηγοριά, αυτοτιμωρείται. Και τότε αρρωσταίνει. Καρκίνος του πνεύμονα, αποφαίνονται τελικά οι γιατροί. Δεν μπορούν πια να κάνουν οτιδήποτε, η αρρώστια είναι πολύ προχωρημένη. Αναγκάζονται να κλείσουν το φυτώριο. Τώρα εξαρτώνται από το επίδομα της πρόνοιας — τι ταπείνωση! Έτσι το βιώνει ο Χανς.
Και τότε στρέφεται ξανά στη θρησκεία. Καθώς πλησιάζει το τέλος της ζωής του, στέλνει κρυφά από τη Μάρχιε ένα μήνυμα στους «αδελφούς», οι οποίοι σπεύδουν κοντά του και εξορίζουν μάλιστα τη γυναίκα του από την κρεβατοκάμαρα, μιας κι εκείνη είναι «αλλόθρησκη». Προτεστάντισσα κι αυτή, αλλά όχι του φανατικού ορθόδοξου δόγματος στο οποίο ανήκουν εκείνοι. Με όλο και πιο φλογερές προσευχές και ξόρκια συνοδεύουν τον Χανς στην τελευταία του κατοικία. Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν μπορεί να αποκλειστεί η κάθοδός του στην Κόλαση!
Κι η Μάρχιε; Μετά τον θάνατο του Χανς, της λέει ο γιος της ο Ρούμπεν:
«Μαμά, για σένα ήταν συχνά πολύ δύσκολο με τον μπαμπά…» Η Μάρχιε τον κοίταξε ενοχλημένη. δεν τον κατάλαβε, δεν ήθελε να τον καταλάβει. Σε τι αναφερόταν; […] Ανάμεσα στον μπαμπά και την ίδια τα πράγματα ήταν πάντα αρμονικά.
Λες και η Μάρχιε ήθελε να διαγράψει από το μυαλό της οτιδήποτε αρνητικό, τώρα που ο Χανς είχε πεθάνει. Σαν να ξέχασε πια τους ιεροκήρυκες που σαν κοράκια κατέβαιναν στον κήπο τους και στο σπίτι τους. Που ξεζούμιζαν τον άντρα της πουλώντας του άχρηστα, στα δικά της μάτια, βιβλία. Ήθελε να θυμάται μόνο τα καλά; Να σβήσει τον θυμό τώρα που δεν υπήρχε πια αποδέκτης;
Σε απλή γλώσσα ο Σίμπελινκ περιγράφει την πορεία της ζωής του ήρωά του στη μεταπολεμική Ολλανδία και τη σταδιακή κάθοδό του στη «μαυρίλα» του πιο ακραίου ορθόδοξου καλβινισμού.
Ο Γιαν Σίμπελινκ, που στις 13 Φεβρουαρίου έκλεισε τα 80 του χρόνια, πρωτοεμφανίστηκε στα ολλανδικά γράμματα το 1975 με τη συλλογή διηγημάτων Nachtschade. Ακολούθησαν άλλα βιβλία, αλλά η μεγάλη επιτυχία ήρθε το 2005 με το μυθιστόρημά του Ο κήπος του Θεού, το οποίο την ίδια χρονιά κέρδισε το λογοτεχνικό βραβείο ΑΚΟ. Πρόπερσι γυρίστηκε ταινία βασισμένη στο βιβλίο.