Μια λίμνη από μέλι πικρό

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Μια λίμνη από μέλι πικρό

Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη, Αλέξανδρος Ίσαρης, Εκδόσεις Στερέωμα

Δεν ξέρω αν συμβαίνει και σε σας, εγώ πάντως είναι φορές που έχω την απόλυτη ανάγκη να ξεφύγω από τους κανόνες, να βρεθώ για λίγο εκεί όπου η συνέπεια και η λογική υποχωρούν και δίνουν τη θέση τους στη φαντασίωση. Ένα τέτοιο ταξίδι στην ευτυχία, αυτήν τη χωρίς όρια συγκίνηση, ανακάλυψα, εδώ και πολλά χρόνια, πως μου δίνει η περιπλάνηση στις σελίδες ενός συγκεκριμένου βιβλίου που έχουμε στη βιβλιοθήκη μας: ένα μικρό σχετικά τεύχος με ζωγραφικούς πίνακες του Αλέξανδρου Ίσαρη από την περίοδο 1994-1999. Αυτές οι δυνατές εικόνες, τα εκπληκτικά έργα με χρωματιστά μολύβια στα οποία η αρμονία —περιέργως— είναι κυρίαρχο στοιχείο, τόσο στα χρώματα όσο και στις φόρμες, νιώθω πως μ’ αφήνουν ελεύθερη να ονειρεύομαι, πως μου επιτρέπουν να «ξεφεύγω»· την ίδια στιγμή, όμως, μου επιτρέπουν να αναπολώ και να νοσταλγώ. Ενώ από τη μια οι φόρμες με φέρνουν σε εγρήγορση, από την άλλη νιώθω πως το συνολικό αποτέλεσμα καταπραΰνει το σύνολο των αισθήσεών μου. Τα έργα αυτά του ζωγράφου Ίσαρη μού λένε κάθε φορά και μια διαφορετική ιστορία, πάντα ενταγμένη στη σφαίρα του ονειρικού.

Πριν μερικές εβδομάδες έμαθα ότι έχει εκδοθεί ένα λογοτεχνικό έργο του προικισμένου καλλιτέχνη και πως η βάση των μικρών κειμένων που περιλαμβάνει είναι κάποια του όνειρα. Έπρεπε οπωσδήποτε να το διαβάσω. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Στερέωμα και φέρει τον τίτλο «Ονειρολόγιο». Για να θυμίζει το «Μαρτυρολόγιο» του μεγάλου Ρώσου σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι, μας λέει ο Αλέξανδρος Ίσαρης, βιβλίο που άλλωστε είχε μεταφέρει ο ίδιος στην ελληνική γλώσσα το 2006.

Όπως αναφέρει ο καλλιτέχνης-συγγραφέας στο εισαγωγικό κείμενο του βιβλίου, πρόκειται ουσιαστικά για ένα σταχυολόγημα κειμένων από το ανέκδοτο ημερολόγιο που διατηρεί από το 1981. Ένα ημερολόγιο που αποτελείται από 1.800 σελίδες, στο οποίο καταθέτει ανελλιπώς όσα του συμβαίνουν την ημέρα αλλά και τη νύχτα:

Έπρεπε αυτά τα άνισα, ασαφή, αποσπασματικά, θολά κείμενα να αποχτήσουν λογοτεχνική υπόσταση, ώστε να μπορούν να διαβάζονται σαν διηγήματα. Πολλές φορές αναγκάστηκα να ενώσω δυο και τρία όνειρα ή να προσθέσω κάποιες σκηνές για να μετατρέψω αυτά τα κείμενα σε πεζογραφήματα που θα είχαν αρχή, μέση και τέλος.

Σαράντα έξι μικρά κείμενα, σαράντα έξι —ή και περισσότερα— παιγνίδια του μυαλού. Όνειρα, όπου η ρεαλιστική λεπτομέρεια, η νοσταλγία και τα δυνατά συναισθήματα διασταυρώνονται με ζωντανές σουρεαλιστικές εικόνες, ντυμένες με υπέροχους ήχους από έργα κλασικής μουσικής. Αναμφισβήτητα αλλοπρόσαλλες ιστορίες χωρίς λογική αλληλουχία, γι’ αυτό όμως και ελεύθερες.

Τα όνειρα διαδραματίζονται κυρίως σε πόλεις όπου έχει ζήσει ο συγγραφέας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Βιέννη, ή κάπου αλλού, στη Μονεμβασιά, φέρ’ ειπείν, ή στη Χαϊδελβέργη) σε πολύ συγκεκριμένες γειτονιές. Η λεπτομερής περιγραφή των χώρων που επισκέπτεται ο συγγραφέας στα όνειρά του αναπόφευκτα υπενθυμίζει τη σχέση του με την αρχιτεκτονική:

Ήταν ένα οικοδόμημα με πολλά δωμάτια, πολλές αποθήκες, πλυσταριά, σκάλες και αίθρια με λουλούδια.

Πολλές είναι οι «συναντήσεις» του με επωνύμους· καλλιτέχνες, ανθρώπους του πνεύματος που θαυμάζει, συγγραφείς των οποίων το έργο μελέτησε ιδιαίτερα ή και μετέφρασε. Ανάμεσά τους ο Γιώργος Χειμωνάς, ο Ταρκόφσκι, ο Καρυωτάκης, ο Ντοστογιέφσκι, η Μαρία Κάλλας, η Λαμπέτη, ο Τσέχοφ, ο Καβάφης, ο Ρόμπερτ Μούζιλ, ο Φραντς Κάφκα, ο Στέφαν Γεόργκε, ο Στέφαν Τσβάιχ. Δεν είναι λίγες οι φορές που το όνειρο είναι μια περιπλάνηση σε σκηνές των έργων τους.

Με έκπληξη —ίσως και λίγη ζήλια, μια και προσωπικά πάντα ξυπνάω μετά από κάποιο μου όνειρο με την εντύπωση πως στ’ αυτιά μου ηχούσε για ώρα ένας ιδιαίτερα εκκωφαντικός θόρυβος— είδα πως αρκετά από τα όνειρά του είναι ντυμένα με συγκεκριμένα όμορφα μουσικά ακούσματα, έργα του Καρλ Ορφ, του Σοπέν, του Μπερλιόζ.

Ζώα και ερπετά είναι τακτικοί νυκτερινοί του επισκέπτες, πολλές δε φορές τον στοιχειώνουν:

Μόλις άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου είδα μια τεράστια σαλαμάνδρα, που κάλυπτε μεγάλο μέρος του τοίχου.

Ο χρόνος παίζει τα δικά του παιγνίδια στα όνειρά του, και ο ίδιος φαίνεται να συνειδητοποιεί την παραδοξότητα:

Οι αριθμοί [στο ρολόι] εξαφανίστηκαν και έμεινε το λευκό καντράν, σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος. Βγήκα έξω στο δρόμο και ενώ σκεφτόμουν πως έπρεπε να αγοράσω καινούργιο ρολόι…

Καταστάσεις που προκαλούν υπερβολικό άγχος, ταραχή ή ακόμα και φόβο, περιγράφονται με ιδιαίτερη γλαφυρότητα, με τον ίδιο ιδιαίτερο προσωπικό τρόπο που ο Ίσαρης αποδίδει σουρεαλιστικές απεικονίσεις στα ζωγραφικά του έργα. Διαβάζουμε:

Πλησίασα διστακτικά σε απόσταση μικρότερη του μέτρου για να θαυμάσω από κοντά την καθηλωτική ομορφιά αυτού του ζώου. Όμως εκείνο ξύπνησε, όρθωσε το κεφάλι του και με κοίταξε στα μάτια. Το βλέμμα μου κομματιάστηκε γιατί ήταν τόσος ο μαγνητισμός που εκτοξευόταν από τα μάτια του, που μια κουρτίνα σκέπασε τα δικά μου.

Ο θάνατος και η επίσκεψη των νεκρών —επώνυμων, δικών του αγαπημένων ανθρώπων, ή ακόμα και εντελώς άγνωστων— είναι πολύ συχνό, αν όχι κυρίαρχο θέμα στα όνειρά του. Πολλές φορές, είναι λες και συνεχίζει έναν παλιό διάλογο που είχε μαζί τους, πραγματικά ή νοερά, όσο εκείνοι βρίσκονταν στη ζωή. Διαβάζουμε στο κείμενο που τιτλοφορείται «Ριζωμένοι άνθρωποι»:

Ο κάθε πεθαμένος διηγιόταν την ιστορία της ζωής του και όταν έφτανε στην περιγραφή του θανάτου του, άρχιζε πάλι από την αρχή, από τη στιγμή που πρωτοαντίκρισε το φως. Αυτό το μουρμουρητό με τις δεκάδες ιστορίες που ακούγονταν ταυτόχρονα, έμοιαζε με παράξενη χορωδία, με απίθανες φωνητικές διακυμάνσεις.

Και, λίγο πιο κάτω, ένας νεκρός μονολογεί λέγοντας:

Μέσα στο χειμώνα και μες στη νύχτα ψάχνουμε να βρούμε από πού θα περάσουμε στον ουρανό, όπου τίποτα δεν ακούγεται και τίποτα δεν φέγγει.

Όμως και η βία εμφανίζεται σποραδικά στα όνειρά του. Κάποτε προς κάποιους άλλους…

Κατόπιν έβγαλε ένα μυτερό μαχαίρι και το βύθισε αργά-αργά στην αριστερή ρώγα του γυμνού σώματος. Μετά το γύρισε δυο φορές προς τα αριστερά και το τράβηξε απότομα. Σαν σκυλί, ψιθύρισε ο Φραντς Κάφκα και έκλεισε τα μάτια.

…και άλλοτε προς τον ίδιο του τον εαυτό:

Τότε εκείνοι έσκασαν στα γέλια κι άρχισαν να με χτυπούν με λύσσα στο πρόσωπο, στην κοιλιά και στα γόνατα. Από τη μύτη μου έτρεχε αίμα, ενώ το ένα μου μάτι ήταν κλειστό.

Μεταφέρω εδώ αυτούσιο ένα σύντομο κείμενο-ποίημα με τίτλο «Το πικρό μέλι», γιατί πιστεύω πως χαρακτηρίζει ολόκληρο το βιβλίο:

Είδα στον ύπνο μου τα περιστέρια που μπαινόβγαιναν στο παλιό καμπαναριό. Τα αεροπλάνα που διαιρούσαν τον αέρα. Τα καρφιά που μπήγονταν στο σώμα του Χριστού. Τα αυτοκίνητα που πετούσαν χωρίς φτερά. Την κουρτίνα που σκέπαζε τους ήχους του βραδινού. Τον καλπασμό των αλόγων. Τα τρένα που διαλύονταν στην κοιλάδα. Τα είδα όλα αυτά κι έπειτα πλάγιασα σε μια λίμνη από μέλι πικρό.

Σε ένα άλλο κείμενο, ε τίτλο «Το θαύμα», καταλήγει:

Σκεφτόμουν διαρκώς πως ήμουν ο μοναδικός άνθρωπος πάνω στη γη που έζησε τέτοιες μοναδικές στιγμές σπάνιου μεγαλείου. Είχα φτάσει σ’ ένα ύψωμα όταν χαμηλώνοντας το βλέμμα είδα ένα πλατύ ποτάμι που κατέληγε στη θάλασσα. Πέταξα αμέσως ως εκεί και μπήκα σ’ ένα ποταμόπλοιο που με πήγε στον Πειραιά. Όλα μού φαίνονταν αλλαγμένα, γιατί είχα ζήσει ένα θαύμα.

Κι όμως, ο εξαιρετικός συγγραφέας-καλλιτέχνης δεν είναι ο μοναδικός, κι ας το λέει· γιατί τις μοναδικές στιγμές σπάνιου μεγαλείου που έζησε ο ίδιος, καταφέρνει πάντα να μας τις μεταδίδει στο ακέραιο, είτε μέσα από τα ζωγραφικά του έργα, είτε, όπως στο «Ονειρολόγιο», με την πένα του.

Τελειώνοντας το βιβλίο, στάθηκα για λίγο στο κέντρο του σαλονιού μας και παρατήρησα για πολλοστή φορά το μοναδικό ζωγραφικό του έργο που κοσμεί τον τοίχο του σπιτιού μας. Έχει τον τίτλο «Βερενίκη», είναι φτιαγμένο με χρωματιστά μολύβια και ανήκει στη δουλειά του καλλιτέχνη από το 1998. Το μπούστο της Βερενίκης, τοποθετημένο σε δυο ανεξάρτητα τετράγωνα, ίσως για να τονίσει το μαντιλοδεμένο κεφάλι και την απουσία της κόμης, σε μαγνητίζει. Τα κατάμαυρα μάτια της τα κυριεύει μια απέραντη θλίψη. Προσπάθησα, όπως κάνω πάντα, να αποκωδικοποιήσω το σχέδιο που εμφανίζεται στο στήθος της· μοιάζουν με δάχτυλα δεμένα με χοντρό σκοινί, όσα κι αν διάβασα όμως αναφορικά με την Βερενίκη, δεν κατόρθωσα να καταλάβω τη σημασία τους. Αυτή τη φορά δεν επέμεινα πολύ. Είμαι σίγουρη πια πως η Βερενίκη του Αλέξανδρου Ίσαρη έχει τη δική της ιστορία. Ελπίζω κάποια φορά να μας την εκμυστηρευτεί.

Ο Αλέξανδρος Ίσαρης γεννήθηκε το 1941 στις Σέρρες. Είναι συγγραφέας, μεταφραστής, ζωγράφος, γραφίστας και φωτογράφος. Πολυτάλαντος, με υπέροχα δείγματα δουλειάς σε όποιον τομέα έχει ασχοληθεί. Για το έργο του τιμήθηκε επανειλημμένα με πολλά βραβεία.