Μια μάλλον… μέτρια «Ομορφιά»

C
Χρήστος Γραμματίδης

Μια μάλλον… μέτρια «Ομορφιά»

Μάθαμε τον Πάολο Σορεντίνο με τις «Συνέπειες του Έρωτα», μια αυτάρεσκη, υπερ-σκηνοθετημένη, ψευδο-υπαρξιακή γκανγκστερική ταινία που προσπαθεί να αναπλάσει τον Αντονιόνι του «Επάγγελμα: Ρεπόρτερ» μέσα από τη μανιέρα του cinéma du look των Μπεσόν και Μπενιέ.

Οι «Άσπονδοι Εραστές» που ακολούθησαν ήταν ένα σαφώς καλύτερο φιλμ, εν μέρει επειδή ο Σορεντίνο βουτάει ακάθεκτος προς τη βρομιά, προς την αλήθεια, και εν μέρει λόγω του μαύρου χιούμορ που κάνει τις ψευδοφελινικές υπερβολές του σκηνοθέτη συμπαθείς μέσα στην απελπισία τους.

Το «Il Divo», το καλύτερο φιλμ του Σορεντίνο μέχρι σήμερα (περιλαμβανομένου του «Youth» για το οποίο γράψαμε εδώ την περασμένη εβδομάδα), είναι ένα πορτρέτο της βαθιάς διαφθοράς στο εσωτερικό της ιταλικής πολιτικής ζωής, με το οργανωμένο έγκλημα στο επίκεντρο και με κεντρική φιγούρα τον πάλαι ποτέ πρωθυπουργό της Ιταλίας Τζούλιο Αντρεότι. Το φιλμ είναι μια αριστερή κραυγή αγωνίας, γυρισμένο την περίοδο παντοδυναμίας του Μπερλουσκόνι, και μέσω της καρναβαλικής αντιμετώπισης του Αντρεότι (του Ιταλού Ρέιγκαν) σκιαγραφεί τη θεμελιώδη κενότητα του νεοφιλελεύθερου πολιτικού. Τα υπερκινητικά ζουμ και οι υψηλές γωνίες λήψης του Σορεντίνο επιτείνουν την αίσθηση ότι όλη η ταινία στροβιλίζεται γύρω από ένα κενό: τον Αντρεότι.

Το «Εκεί που Χτυπά η Καρδιά μου» είναι η πρώτη απόπειρα του Σορεντίνο στην αγγλική γλώσσα, με σταρ τον Σον Πεν (ως γέρο ροκ σταρ με περούκα). Με εμφανή την επιρροή του Βέντερς («Παρίσι-Τέξας» κυρίως αλλά και με αναφορές στη «Γη της Ελευθερίας» και το «Million Dollar Hotel»), το φιλμ είναι εν τέλει ενδιαφέρον… εν αγνοία του. Το σκηνοθετικό στυλ του Σορεντίνο είναι εδώ τόσο επιθετικά α-νόητο (χωρίς νόημα), που πραγματικά προσφέρει μια συναρπαστική αναλογία με την κατάθλιψη που διακατέχει τους χαρακτήρες της ταινίας.

Και έρχομαι στην «Τέλεια Ομορφιά», που έκανε τον Σορεντίνο σταρ και του έδωσε το Όσκαρ. Το φιλμ αυτό συμπυκνώνει άψογα τα προβλήματα του στυλ και της εν γένει προσέγγισης του Σορεντίνο — είναι, θα ’λεγε κανείς, η λανθασμένη απάντηση του σκηνοθέτη σε μια ευρύτερη κρίση της σύγχρονης τέχνης του κινηματογράφου. Είναι μια ταινία-διατριβή που προτείνει την εξής θέση: ότι η ιστορία και η αισθητική δύναμη της Ρώμης είναι τόσο συντριπτική ώστε να προκαλεί παράλυση, ένα είδος συνδρόμου Σταντάλ από την ανάποδη. Αντί να θαυμάζει την πόλη και την ιστορία της, η ρωμαϊκή διανόηση έχει γίνει φυτό, σχεδόν ανίκανη για ουσιαστική δημιουργία. Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται πλήρως στην περίπτωση του Σορεντίνο.

Αυτό που κάνει ο Σορεντίνο στην «Τέλεια Ομορφιά» είναι να συνθέτει ένα είδος εγχειριδίου αισθητικής ανικανότητας, ένα μάνιουαλ για το πώς μπορεί κανείς (και δη ένας κινηματογραφιστής) να κινείται μέσα σε χώρους μεγαλείου χωρίς να προσφέρει καμία αίσθηση της συνοχής τους, χωρίς να παρέχει καμία αιτιολογία ή στοχασμό — πώς να μετατρέπει εντέλει τη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική και γλυπτική ιστορία σε ένα σύνολο κενών σημείων.

Η περίφημη «ειρωνική απόσταση» παρουσιάζεται ως μια διόλου αξιοζήλευτη απομόνωση (καμιά σχέση με Ρίτσαρντ Ρόρτι), η ρηχή ματιά του κεντρικού ήρωα είναι ενοχλητικά αυτάρεσκη (και λίγο μισογυνική — η «Τέλεια Ομορφιά» δεν ενδιαφέρεται για τις γυναίκες, εκτός αν είναι γηραλέες στρίπερ, νάνοι ή η Μητέρα Τερέζα). Ο Σορεντίνο ούτε καν υποβάλλει οποιαδήποτε άλλη θέση πέραν της «ψευδούς συνείδησης» του κεντρικού ήρωα, και, συνακόλουθα, πρέπει να δεχτούμε πως την υιοθετεί. Η κεντρική ιδέα του φιλμ είναι ότι οι καλλιτέχνες είναι γενικά απατεώνες: ο ήρωας το γνωρίζει και έχει πουλήσει την ψυχή του στη ρηχότητα εδώ και πολύ καιρό. Οποιοσδήποτε άλλος ισχυρίζεται ότι προσπαθεί να κάνει κάτι ουσιώδες μέσα σ’ αυτό τον βόθρο είναι —μας λέει— παραπλανημένος ή τσαρλατάνος ή και τα δύο. Reductio ad absurdum λέγεται αυτό.

Όσο για τις σκηνές στο πάρτι με τις υπερβολικές κινήσεις της κάμερας, το γρήγορο μοντάζ, το θόρυβο και τα φλας — όλα αυτά είναι ωραία και καλά μορφικά τεχνάσματα αν υπάρχει περιεχόμενο. Ακραίες γωνίες λήψης βρίσκουμε και στον Τέρι Γκίλιαμ ή στους αδελφούς Κοέν (για να μείνουμε στα σχετικώς πρόσφατα), αλλά το «Μπραζίλ» και το «Μπάρτον Φινκ» είχαν κάτι να πουν — και το είπαν. Τα γιγαντιαία μοτίβα που επιλέγει ο Σορεντίνο (στοές που απηχούν την τεχνητή κενότητα à la Αντονιόνι, προτομές και αγάλματα) όλα μοιάζουν σαν να λένε στον θεατή, «Κοίτα τι μπορώ να κάνω με δυο κάμερες, γερανούς και τράβελινγκ». Όχι ότι ο Σορεντίνο δεν έχει κινηματογραφική επάρκεια, αλλά η «Τέλεια Ομορφιά» αποτυγχάνει τόσο παταγωδώς, διότι στοχεύει με έπαρση πολύ πάνω από εκεί όπου μπορεί. Ο Σον Πεν με περούκα είναι όχι μόνο πολύ πιο κοντά στις ικανότητες του Σορεντίνο, αλλά και πολύ πιο κοντά στο αίσθημα που ο Σορεντίνο προφανώς θέλει να επιτύχει.

Όπως τόσο πολλοί έχουν ήδη σημειώσει, ο σκηνοθέτης πιθηκίζει τον Φελίνι (λίγη «Dolce Vita», λίγο «8½»), αλλά εκεί όπου ο Φελίνι μπορούσε ταυτόχρονα να παρασύρεται και να απωθείται από τη ρηχότητα της φήμης και του τζετ σετ, ο Σορεντίνο δημιουργεί πέραν και ερήμην τής οποιασδήποτε κριτικής. Ούτε ενδιαφέρεται να κάνει την τελετουργική πατροκτονία («σκοτώνοντας» τον Φελίνι), ούτε όμως κάνει ένα πραγματικό αφιέρωμα στον πληθωρικό ποιητή της οθόνης. Ο Σορεντίνο, όπως και τόσο πολλοί μανιερίστες, είναι καλός στη σάτιρα και το γκροτέσκο, αλλά με την «Τέλεια Ομορφιά», μια ταινία γεμάτη στυλιζαρισμένη, κενή μεγαλοπρέπεια, προσπαθεί προς τη λάθος κατεύθυνση. Η Ρώμη είναι όμορφη και αυτό θα μπορούσε να είναι το θέμα ενός φιλμ: αλλά και πάλι θα χρειαζόταν σενάριο.