Like: μια σημειολογία
Προχθές ένας φίλος μου στο Facebook είχε αναρτήσει ένα άρθρο του με την υποσημείωση: «Είναι πολύ καλό ε;» Πέντε ώρες αργότερα, δεν είχε ούτε ένα like. Καταστενοχωρήθηκα. Όταν παρατηρώ κάτι τέτοια, πάντα κάνω ένα like, το επονομαζόμενο «του οίκτου». Ακούγεται αισχρό και κυνικό, αλλά δεν μπορώ να σκέφτομαι έναν άνθρωπο καρφωμένο στην οθόνη του επί ώρες, περιμένοντας να βρει επιτέλους την αποδοχή των υπολοίπων. Σκέφτομαι την αγωνία του καθώς θα βλέπει το κόκκινο της ειδοποίησης στο πάνω μέρος της οθόνης — φευ όμως, θα πρόκειται για μια ακόμη πρόσκληση σε έναν αγώνα Candy Crash.
Μετά, είναι τα «like της αμοιβαιότητας». Δεν μπορεί ο άλλος να με λούζει με κομπλιμέντα και να με βομβαρδίζει με like σε κάθε ανάρτηση κι εγώ να είμαι γαϊδούρα. Οι κανόνες καλής συμπεριφοράς επιτάσσουν ανταπόδοση. Υπάρχουν εξάλλου φίλοι μου που με παίρνουν τηλέφωνο ή μου στέλνουν μήνυμα: «Μπορείς να μου κάνεις like σε αυτό που μόλις ανέβασα;»
Υπάρχει ένα άλλο είδος, το «like της κεκτημένης ταχύτητας», όταν, επειδή συνήθως συμφωνώ με κάποιον, σπεύδω να διακηρύξω ότι μου αρέσει, χωρίς να έχω φτάσει μέχρι το τέλος του ποστ. Όταν συνειδητοποιώ πλέον ότι «δεν μου αρέσει», είτε κάνω ξε-like, το οποίο μπορεί να περάσει απαρατήρητο αν έχουν προηγηθεί πολλά άλλα, είτε το αφήνω ως έχει και εύχομαι να μην το δει κανείς.
Ένα άλλο ενδιαφέρον είδος είναι το «πολλαπλό like». Όταν απολαμβάνω ένα άρθρο παθιασμένα, πάω και κάνω like σε οποιονδήποτε το έχει ποστάρει, ενώ για παράδειγμα έχω παρατηρήσει ότι οι περισσότεροι κάνουν άπαξ like στα δικά μου άρθρα. Λογικό, έχουν και δουλειές οι άνθρωποι.
Το «like του φλερτ», τώρα, μπορεί να έχει διττό ρόλο. Μπορεί να γίνει ή μη γίνει, δηλαδή η παρουσία του μπορεί να υποδηλώνει ενδιαφέρον ή η απουσία του μπορεί να έχει στόχο να κινήσει το ενδιαφέρον. Αληθινός διάλογος με φίλη: «Μα γιατί δεν μου κάνει like;» «Για να σου αποσπάσει την προσοχή, βρε κουτό. Είναι πολύ καλό σημάδι». Δεν ξέρω αν σκέφτονται όλοι έτσι, αλλά εμένα αυτό μου θυμίζει κάποια σημεία από το θεατρικό έργο «Με δύναμη από την Κηφισιά».
Το «οικογενειακό like» βασίζεται σε δεσμούς αίματος. Δεν μπορώ να μην κάνω like σε συγγενείς πρώτου βαθμού, παιδικούς φίλους, συναδέλφους, δανειστές ή εργοδότες με τους οποίους έχω σχέση οικονομικής εξάρτησης.
Το «εξυπνακίστικο like», από την άλλη, έχει την έννοια, «Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάς, αλλά, επειδή οι υπόλοιποι μοιάζουν να έχουν καταλάβει κι επειδή το λες και με έναν περίτεχνο τρόπο, δεν πρόκειται εγώ να μείνω απέξω και να μην κάνω like». Κατά μία έννοια, αυτό θα μπορούσε να βαφτιστεί και «like της μύησης»: «Εμείς όλοι που μάς αρέσει το συγκεκριμένο ποστ είμαστε λίγοι και εκλεκτοί, μέλη μιας φεϊσμπουκικής φιλικής εταιρείας, έχουμε τους δικούς μας κώδικες που οι άσχετοι αδυνατούν να κατανοήσουν». Στην ίδια κατηγορία θα μπορούσε να ενταχθεί και το «κτητικό like»: «Αυτό το ποστ μού ανήκει, εσείς οι ανίδεοι κρατήστε απόσταση ασφαλείας», είναι το μότο σε αυτήν την περίπτωση.
Στο «like επίδειξης ισχύος», στόχος είναι περισσότερο η ποσότητα, παρά η ποιότητα. Υπάρχει εξάλλου το «like της αμηχανίας»: όταν μου πλέκουν το εγκώμιο, δεν ξέρω τι να κάνω και, επειδή δεν μπορούν οι άλλοι να δουν ότι κοκκινίζω, κάνω απλά like στα σχόλιά τους. «Κούκλα» — like. «Εύστοχο άρθρο» — like. «Η κόρη σου σου μοιάζει» — like. Όπως και το «like της πλήξης ή της αφωνίας». Επειδή βαριέμαι να απαντήσω οτιδήποτε, να αρθρώσω την παραμικρή κουβέντα, κάνω ένα like για να ξεφορτωθώ αυτόν που μου απευθύνεται, με σχολιάζει ή που απλώς μου εύχεται χρόνια πολλά.
Αν διαβάσω όλα τα παραπάνω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι κάνω ασταμάτητα like, που έχουν όμως διαφορετική χροιά, νόημα και ύφος. Θα είχε ενδιαφέρον να αναλύσει κανείς επιστημονικά, όχι τσαπατσούλικα, όπως εγώ, τη σημειολογία του like: πόσες λεπτές αποχρώσεις, πόσα σύμβολα, σκέψεις και συναισθήματα, ανασφάλειες, πόθοι και αγωνίες κρύβονται πίσω από έναν φαινομενικά ενιαίο μπλε υψωμένο αντίχειρα.
[ Εικονογράφηση, Diego Velázquez titled, Το γεύμα (1617) ].