Μικρή ιστορία για σπασμένα φτερά
Το 2003, κατεβαίνοντας στην Αθήνα για το τυπικό τριήμερο αδιάλειπτης δουλειάς ώστε να κλείσει το τεύχος της Φράσης (του βραχύβιου περιοδικού για το βιβλίο που είχε εκδώσει τότε ο Νίκος Μεγαπάνος, με την καθολική φροντίδα της Αγγελικής Βασιλάκου), είχα στην τσάντα μου το βιβλίο του Τάσου Χατζητάτση, «Σα σπασμένα φτερά», όχι όμως και το κείμενο των 600 λέξεων που είχα υποσχεθεί ότι θα ετοίμαζα γι’ αυτό. Αν και είχα τελειώσει την ανάγνωση μονομιάς, βυθισμένος στον ασύλληπτο ρυθμό μιας γραφής που περιείχε στη στιβαρή πεζολογία της τόση ανόθευτη ποίηση, στριφογύριζα για δύο εβδομάδες στο μυαλό μου διατυπώσεις βαρύγδουπες σαν την προηγούμενη, και κατέληγα μονίμως σε μια δυσφορική αμηχανία να διαχειριστώ τις εντυπώσεις από το πρώτο μυθιστόρημα αυτού του Θεσσαλονικιού συγγραφέα, που είχε συστηθεί κάπως εντοπίως με διηγήματα πριν από τρία χρόνια, μα τώρα – τι στο καλό ήταν αυτό τώρα; με αυτό το μέγεθος, την ένταση, τη σκοτεινιά, τη νεωτερικότητα; Σημείωνα και διέγραφα λέξεις μέσα στο αεροπλάνο, στο λεωφορείο ώς το Σύνταγμα, αδύνατον, και, φτάνοντας στα γραφεία της Βαβέλ (τη μία άτυπη έδρα εργασίας της Φράσης, η άλλη ήταν το διαμέρισμα της Βασιλάκου στο Παγκράτι), μουρμούρισα κάτι δικαιολογίες, που φυσικά κατέληγαν στο ψέμα, «Εντάξει, αρκούν διακόσιες λέξεις, δεν είναι και το μυθιστόρημα της χρονιάς», και τόσες έγραψα. Σε λίγους μήνες το βιβλίο πήρε το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω (εμπαίζοντας τα ψέματα και τις δικαιολογίες μου). Παρακολούθησα προσεκτικά την πεζογραφική διαδρομή του Χατζητάτση έκτοτε, κάθε καινούργιο του βιβλίο το διάβαζα με τον τρόπο που περιμένουμε να γίνει κάτι που θα κλείσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς μας με μια αστοχία του παρελθόντος μας — ασφαλώς δεν έκλεισαν. Απέφυγα συστηματικά να τον γνωρίσω ή να του ζητήσω μια συνέντευξη, ώς το 2008, οπότε ένα κάπως περίπλοκο σχήμα που είχα επινοήσει για κάποιο δημοσίευμα στην Παράλλαξη και ενέπλεκε συγγραφείς σε ένα διάλογο μεταξύ τους, έδωσε την αφορμή για ένα εκ του ασφαλούς (υπολόγιζα) τηλεφώνημα. Ευγενώς, αλλά απερίφραστα, ο Χατζητάτσης μού απάντησε ότι αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας και δεν του απέμενε διάθεση ν’ ασχοληθεί με τέτοια πράγματα. Έκλεισα το τηλέφωνο σχεδόν με ντροπή. Λίγους μήνες αργότερα διαβάσαμε για τον θάνατό του, και, μολονότι δεν τον είχα δει από κοντά ούτε μια φορά, δεν είχαμε ανταλλάξει άλλες κουβέντες πέρα από τις μετρημένες σε κείνο το τηλεφώνημα, για μέρες είχα την αίσθηση της εκκρεμότητας που την προλαβαίνει η απώλεια. Η αίσθηση αυτή είναι και ένα από τα βασικά κίνητρα για τη συζήτηση που θα γίνει την Πέμπτη 24 Νοεμβρίου, στο καφέ Ζώγια (Αλ. Σβώλου 54): «Πίσω από το Μονόξυλο στο ποτάμι: Οκτώ χρόνια χωρίς τον Τάσο Χατζητάτση». Ο Δημήτρης Κόκορης, επίκουρος καθηγητής νεοελληνικής γραμματείας του ΑΠΘ, ο Γιώργος Κορδομενίδης, διευθυντής του περιοδικού Εντευκτήριο και των Εκδόσεων Εντευκτηρίου, η καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ Μαίρη Μικέ, και ο τοπογράφος-μηχανικός Στέλιος Κουτσοσίμος συζητούν για τη γραφή του Τάσου Χατζητάση, για όσα κόμισε στη νεότερη πεζογραφία ο πρόωρα χαμένος συγγραφέας. Τη συζήτηση συντονίζει αυτός που κάποτε έγραψε μόνο 200 λέξεις επειδή δεν κατάφερνε να βρει όσες χρειάζονταν.