Μικρό ημερολόγιο για την κατάθλιψη [7]

L
Λία Σκλαβενίτου

Μικρό ημερολόγιο για την κατάθλιψη [7]

[ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ] [ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ] [ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ ] [ ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ ] [ ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ ] [ ΕΚΤΟ ΜΕΡΟΣ ]

12 Σεπτεμβρίου

Η δύσπνοια. Η απαίσια δύσπνοια είναι το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί, όταν μάλιστα δεν οφείλεται και στα πνευμόνια σου αλλά στο καταραμένο άγχος σου! Άγια χαρτοσακούλα! Μη μου δίνετε και μεγάλη σημασία, συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια! Σας φιλώ, αύριο ίσως όλα να είναι καλύτερα, ίσως και όχι. Μπορεί μεθαύριο! Μην ξεχνάτε τη μασκούλα σας!

14 Σεπτεμβρίου

Είναι εκατό τοις εκατό σίγουρο ότι με τα φάρμακά μου κάνω ό,τι μού κατέβει. Η μόνη μου έγνοια είναι τα ψυχιατρικά μην κάνω λάθος. Τα υπόλοιπα; Ο Θεός βοηθός. Προ ολίγου, πριν καταπιώ τη χούφτα τη γεμάτη ροζ και πράσινα και τρία άσπρα πολύγωνα και ένα άσπρο στρόγγυλο και ουπς αυτό το σέπια είναι βραδινό βγάλ’ το, κοίταξα το εισπνεόμενο κορτιζονούχο με απορία: Τώρα, το πήρα αυτό ή δεν το πήρα; Και, δεν βαριέσαι… το ξαναπήρα. Είναι η υποβόσκουσα αυτοχειρία που τα κάνει αυτά, η φυσιολογική κόπωση μετά από τόσους μήνες ταλαιπωρία. Και τι ταλαιπωρία, όταν δεν πονάει η ψυχή, λέμε τώρα, πονάει πάντα, απαντάει, το σώμα. Σωματοποίηση παντού, τόσο που να μη θυμάσαι τι σε πονούσε χθες και τι σε πονάει σήμερα. Και το δέρμα; Αυτό το πολύπαθο δέρμα όπου κατοικεί η ψυχή μου γέμισε σπυριά, εκζέματα, μυκητιάσεις, ψωρίαση… απ’ όλα έχει ο μπαχτσές. Οι αλοιφές και οι κρέμες παρέλαση κάνουν, και σίγουρα και αυτές τις μπέρδεψα. Ευτυχώς το πνεύμα αντιστέκεται. Άραγε είμαι νους, σώμα, ψυχή ή ψυχή, σώμα, νους; Μάλλον το πρώτο — για αυτό ζω ακόμη! Το σώμα, όπως βλέπετε, ούτε καν το σκέφτηκα να το βάλω ως προτεραιότητα. Θλιβερό! Το καημένο, υποφέρει μαζί μου! Σας φιλώ και σας ευχαριστώ που με ακούτε, τι θα έκανα χωρίς εσάς;

15 Σεπτεμβρίου

Σήμερα έχουμε από το πρωί διακοπές ρεύματος. Η πρώτη κράτησε περί τις τέσσερις ώρες, οι άλλες δύο ήταν σύντομες, ένα τέταρτο το πολύ. Την πρώτη την αντιμετώπισα τη μισή ξάπλα και κουκουλωμένη στο κρεβάτι και μετά, ω! του θαύματος, η άλλη Ευθαλία επιτέλους βαρέθηκε και κατέβηκε, έκανε καφέ, κρύο δυστυχώς, και βγήκε στον κήπο. Ανάσταση! Μάλλον η λύση για εμένα είναι να με στείλετε στη Μάνη σε κανένα παλιό πυργόσπιτο χωρίς ρεύμα και τεχνολογικά θαύματα για να δω το φως το αληθινό. Για λίγο, γιατί δεν μπορώ για πολύ τα αγροτουριστικά, είμαι γκατζετάκιας, λάτρης της τεχνολογίας και της Παγκοσμιοποίησης, κομφορμίστρια με άποψη λέμε. Καθόμουν λοιπόν στον πάγκο με τα μαξιλαράκια που στόλισε ο επίμονος κηπουρός μου και απολάμβανα την ησυχία και ένα αεράκι που έρχονταν από τις λίμνες και πήγαινε προς τη θάλασσα. Είχε και μυρωδιά θαρρείς. Η κατάλπη φουντωτή κάνει επιτέλους σκιά, και εδώ που κάθομαι μπορώ και βλέπω τα έργα μου υπό γωνία και τις ακακίες Κωνσταντινουπόλεως. Γιατί τρεις φύτεψα, δύο στο προηγούμενο σπίτι απέναντι και μία σ’ αυτό. Παρατηρούσα κάτι λεπτομέρειες, την ντουλαπίτσα, ας πούμε, που προσέθεσα τελευταία ώρα, για να κρύβω τις σκούπες και τον κουβά και τα διάφορα, που τα σιχαίνομαι να τα βλέπω να περιφέρονται στις βεράντες και τους κήπους αδέσποτα. Θυμήθηκα τον καβγά μου με τον αρχιμάστορα που του ζήτησα να της κάνει άλλο σοβά και δέκα πόντους απόσταση αριστερά δεξιά από τους όγκους που κολλούσε. «Δεν θέλω περασιές», του φώναζα, «να το γκρεμίσεις». Έξαλλος έγινε. Όλες οι λεπτομέρειες έγιναν έτσι. Αυτός γίνονταν έξαλλος και εγώ έκανα αυτό που ήθελα. Πεταμένα λεφτά, αλλά οι λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά και αυτές απολαμβάνεις. Αυτές απόλαυσα σήμερα και με πήραν τα κλάματα. Τα κλάματα πάντα συνοδεύουν τα ταξίδια στο παρελθόν. Ίσως για αυτό να κλείστηκα μέσα και πιο μέσα από μέσα… Σας φιλώ και σας ευχαριστώ που μου κάνετε παρέα! Σήμερα δεν ήμουν και τόσο θλιβερή!

16 Σεπτεμβρίου

Από τις οκτώ που ξύπνησα στριφογυρνάω στο κρεβάτι! Εχθές κατέβασα από τη βιβλιοθήκη τού κάτω ορόφου το βιβλίο του Γιάλομ, Στον κήπο του Επίκουρου /Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου. Το είχα διαβάσει το 2008. Έχω διαβάσει όλα τα βιβλία του. Παλιά ονειρευόμουν δέκα συνεδρίες με τον Γιάλομ, και ξαφνικά μού πέρασε. Εχθές με τη διακοπή έψαχνα στη βιβλιοθήκη να τον βρω· να βρω αυτό το συγκεκριμένο. Δύο τινά συμβαίνουν. Το ένα το γνωρίζουμε, είμαι άρρωστη και σε όλα αυτά τα αναγνώσματα ψάχνω να βρω τη λύση. Το δεύτερο και το πιο βάσιμο είναι ότι είμαι σε πολύ καλό δρόμο, βρήκα τον πυροδότη! Και τώρα θα του αλλάξω τα φώτα! Σας φιλώ, τα νεότερα από το ανατολικό μέτωπο σήμερα καλά, καλύτερα δεν θα μπορούσε!

18 Σεπτεμβρίου

Τον τέλειωσα τον Κήπο του Επίκουρου. Καλός ο άτιμος ο Γιάλομ και τόσο φιλέλληνας. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσεις έναν άνθρωπο Αμερικάνο που γράφει: «Πράγματι στη θεραπευτική μου δουλειά θεωρώ πνευματικούς μου προγόνους όχι τόσο τους μεγάλους ψυχιάτρους και ψυχολόγους του τέλους του δέκατου ένατου αιώνα […] όσο τους κλασικούς Έλληνες φιλοσόφους και ιδίως τον Επίκουρο». Για αυτό ταιριάξαμε με τον Γιάλομ· αλλά και για άλλα. Αυτό που διαπραγματεύεται σε αυτό το βιβλίο, το άγχος του θανάτου, θεωρητικά το είχα αντιμετωπίσει σε σχέση με τον εαυτό μου, αλλά όχι σε σχέση με τους αγαπημένους μου. Και βέβαια και με τον εαυτό μου το κουτσοέλυσα καταπώς φαίνεται. Άλλωστε αυτό πάει κι έρχεται μαζί με τη ζωή αγκαλιά, πάντα, κι εγώ αυτό, με την αλαζονεία του νικητή τής ΜΕΘ, το παρέβλεψα. Είναι όπως αυτό που είπε η Θεοπούλα στο Παρά πέντε: «Άντε καλέ… κόβεται το σεξ;» Έτσι και το άγχος του θανάτου, δυστυχώς, πολύ δυστυχώς και ίσως και ευτυχώς — φανταστείτε να ήμασταν αθάνατοι! Φρίκη! Και άντε τώρα να βρεις, Ευθαλίτσα, που όλα τα σκαλίζεις εκτός από αυτά που πρέπει, π.χ. τις γλάστρες σου ή το συρτάρι του ψυγείου σου που θέλει όλο πέταμα, πώς στον διάολο θα φτάσεις ξανά σε εκείνο το ωραίο σημείο που ήσουν και χάθηκες. Μου αρέσει που μου μιλάω στο τρίτο πρόσωπο, αυτόν τον καιρό τουλάχιστον, τον καιρό του μεγάλου χαμού. Το κάνω συνέχεια μόλις ο νους φτάσει στο διά ταύτα. Γιατί εκεί είναι που σκοντάφτω, στο διά ταύτα και στις τελείες. Δυσκολεύομαι με τις τελείες και τώρα βάζω συνέχεια τελείες, τελείες οριστικές. Σας φιλώ, συνοδοιπόροι μου καλοί, να προσέχετε και τον ιό και τους Τούρκους και τον κυκλώνα Ιανό!

19 Σεπτεμβρίου

Η ημέρα ξεκίνησε με θάνατο. [Αναφορά στον θάνατο της Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ]. Γέμισε θλίψη ο τόπος! Ανάμεσα στα πολλά διάβασα και μία ανάρτηση του ψυχιάτρου μου να αναφέρεται στον Γιάλομ: «Γράφει ο Γιάλομ ότι αυτό που φοβίζει τον άνθρωπο δεν είναι τόσο ο θάνατος, όσο το ότι μπορεί να πεθάνει μόνος, χωρίς ένας άνθρωπος να του κρατά το χέρι». Τραντάχτηκα. Μα είναι δυνατόν όλων τα μυαλά εκεί να τριγυρνούν; Πόσες συμπτώσεις ακόμη; Η πεθερά μου ξεψύχησε στην αγκαλιά μου. Την κρατούσα μισοκαθισμένη και η γυναίκα που τη φρόντιζε (αχ πόσο ντρέπομαι που δεν θυμάμαι το όνομά σου, πόσο ντρέπομαι), της άλλαζε το μουσκεμένο από ιδρώτα φανελάκι. Μέχρι να την ξαπλώσουμε ξανά στα καθαρά ακούσαμε την τελευταία της πνοή, ήσυχη, μικρή σαν να έσβηνε κεράκι. Εγώ αμέσως, τρέμοντας, σηκώθηκα και άρπαξα το τηλέφωνο να φωνάξω την Express Service, και τότε η γυναίκα μού έπιασε το χέρι και μου είπε: «Έφυγε, Λία». Περιμέναμε σιωπηλές τη γιατρό που πιστοποίησε τον θάνατο… Η μαμά μου πέθανε στη ΜΕΘ ολομόναχη με έναν τεράστιο σωλήνα στο στόμα και τη γλώσσα λοξά στο πλάι. Είναι το πιο απαίσιο πράγμα που μπορεί να σου συμβεί και είναι τόσο κρίμα που δεν μπορούσα να την πάρω στην αγκαλιά μου και να της βγάλω εκείνο τον απαίσιο σωλήνα που λίγους μήνες αργότερα μου πέρασαν και εμένα και άφησαν το παιδί μου να με δει και να με θυμάται μια ζωή με τρόμο ότι θα με χάσει. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά που κάνει τη διαφορά: το χέρι που δεν σε κρατάει. Και είστε και εσείς οι αρνητές της επιστήμης που δεν ξέρετε τι σημαίνει διασωληνωμένος στη ΜΕΘ και βγάζετε γλώσσα και δεν φοράτε μια μάσκα, τον Θεό σας δεν έχετε, μόνο άγνοια θανάτου έχετε. Ηλίθιοι κακομοίρηδες! Άρχισα να κλαίω με λυγμούς, με ανακουφιστικούς λυγμούς. Αυτός ο ιός είναι ένας ιός τέρας όπως είπε η Μιμή και αυτός μας έφερε μπροστά σε όλα μας τα διλήμματα, ηθικά και υπαρξιακά. Σάμπως να είμαστε και λίγο τυχεροί που μας δόθηκε αυτή η ευκαιρία να βάλουμε σωστές προτεραιότητες. Σας φιλώ και να προσέχετε! Σήμερα είναι μία σπουδαία ημέρα, θλίψης μεν, σπουδαία δε!

21 Σεπτεμβρίου (α΄)

Προχθές κοιμήθηκα στις τέσσερις και εχθές ξύπνησα στις εννιά, νύσταζα όμως πολύ και ξανακοιμήθηκα, με αποτέλεσμα να ξυπνήσω στις δύο και μισή το μεσημέρι. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των ηλιθιοτήτων είναι να είμαι άυπνη μέχρι τώρα, ένα πτώμα, με αναγούλα από το πολύ νερό, με πονοκέφαλο από τον πολύ υπολογιστή και με μία απογοήτευση άνευ ορίων. Τώρα θα προσπαθήσω να περιμένω τη νύχτα για να κοιμηθώ και να μην κάνω ξανά την ίδια ανοησία. Μακάρι να τα καταφέρω. Είναι λυπηρό το πόσο εύθραυστη είναι ακόμη η ισορροπία μου. Δεν αντέχει κανέναν αυθορμητισμό, όλα πρέπει να γίνονται με το ρολόι. Εγώ ήμουν πάντα τόσο παρορμητική… πάει κι αυτό. Αυτή η αρρώστια μού στερεί σιγά-σιγά όλη μου την ελευθερία, αυτό νιώθω. Με περιμένει στη γωνία να με βρει λάσκα. Δύσκολο να ζεις μαζί της, αλλά δεν είναι και θάνατος, ούτε χρειάζεται νοσηλεία στη ΜΕΘ. Σας φιλώ, όταν είμαι έτσι ακόμη πιο πολύ! Να προσέχετε!

21 Σεπτεμβρίου (β΄)

Αυτή τη φορά με λογόκρινα, και μάλιστα πολλές φορές. Αιτία ένα μήνυμα που πήρα, ένα μήνυμα ειρωνικό και κακό που μου εξηγεί μέσες-άκρες ότι ο κόσμος πνίγεται κι εγώ στην καρακοσμάρα μου. «Είσαι κι απ’ τη Λευκάδα, σαν δεν ντρέπεσαι». Παίρνω πολλά από τότε που ξεκίνησα αυτή τη δημόσια καταγραφή χωρίς φόβο και πάθος, χαχαχά εδώ γελάμε, για την ικανοποίηση πρωτίστως δικών μου αναγκών, όπως πολλές φορές έγραψα, όμως πρώτη φορά πήρα ένα σαν κι αυτό, εξ ου και το σχολιάζω. Θα μου πείτε: Θα απολογηθείς; Όχι, δεν έχω αυτή την πρόθεση. Προσπαθώ να καταλάβω τι από τη συμπεριφορά μου προκάλεσε όλον αυτό τον θυμό. Πόσο κακό είναι να περιγράφεις την αυπνία σου; Είναι έως και χαζό να το συζητάς στην ηλικία μας, πλησιάζω τα εξήντα, οι περισσότεροι κοιμόμαστε «περίεργα» είτε λόγω των συγκυριών, είτε λόγω των διουρητικών για την υπέρταση. Και θεώρησα υπεύθυνη την άγνοια, τη γνωστή μετάφραση των δικών σου συμπτωμάτων ως οικεία από τον κάθε ένα, και την επακόλουθη συμπεριφορά, από πρακτικές συμβουλές μέχρι και πρόταση για φάρμακα. Θυμήθηκα τότε, πόσες φορές στο παρελθόν αλλά και τώρα, ήμουν έτοιμη να κάνω οτιδήποτε, «αρκεί να σταματούσε αυτό που με κατάπινε». Μόνο ο νους ήταν ικανός να με συγκρατήσει· και ο σεβασμός μου στην επιστήμη. Το αντιμετώπισα πολλές φορές και στη δουλειά μου. Η οικειότητα με το αντικείμενο —όλοι ζουν σε ένα σπίτι, όπως όλοι έχουν πονοκέφαλο— οδηγεί τους ανθρώπους στην πλάνη ότι τάχα γνωρίζουν και πώς γίνεται. Γιατί ο ειδικός συνήθως προσαρμόζει την επεξήγηση των προτάσεών του σε αυτόν που έχει απέναντι και λέει τόσα όσα χρειάζεται να πει, δεν είναι δυνατόν να εξηγήσει πώς κατέληξε σε αυτήν τη λύση που προτείνει σαν βέλτιστη, δηλαδή τι, θα μετέδιδε κάθε φορά τα έτη των σπουδών του, τα βιβλία που διάβασε και διαβάζει, τη γνώση που αποκόμισε από την εμπειρία του; Είναι ποτέ δυνατόν; Δεν είναι! Αυτή η άγνοια φταίει, η άγνοια ότι εγώ δεν κατέγραψα μία αυπνία, κατέγραψα μία διαταραχή ύπνου που είναι σύμπτωμα της κατάθλιψής μου και που έχει διορθωθεί χάρη στη φαρμακευτική αγωγή και την ψυχοθεραπεία, μετά από κόπο του ειδικού ψυχιάτρου που με παρακολουθεί και μετά από δύο μπορεί και τρία σχήματα που προσάρμοσε στην περίπτωσή μου. Κάθε φορά που διαταράσσεται αυτό, αναστατώνομαι και ταλαιπωρούμαι και πηγαίνει πίσω την ίαση που τόσο προσδοκώ. Στο κλείσιμο αυτής της περίεργης σήμερα εξομολόγησης, να πω ότι δεν κοιμήθηκα γιατί περνώντας βιαστικά από το σαλόνι είδα μία σκηνή από την αγαπημένη μου Βασιλική στη Λευκάδα, όπου πέρασα τα περισσότερα παιδικά μου καλοκαίρια και διαπίστωσα με οδύνη ότι ακόμη δεν είμαι σε θέση να σηκώσω το τηλέφωνο και να πάρω να μάθω τα νέα τους, ούτε καν στις ειδήσεις δεν μπορώ να τους δω. Διαπίστωσα επίσης γιατί μπήκα στον κόπο να σχολιάσω αυτό το μήνυμα· για το: «Είσαι κι απ’ τη Λευκάδα, σαν δεν ντρέπεσαι», το έκανα. Όχι, δεν με πλήγωσε, καθόλου. Αντίθετα, ένιωσα ένα αίσθημα υπεροχής, ξέρετε: αυτό που έχουν όσοι έχουν πάθει και έχουν μάθει, απέναντι σε έναν αδαή. Σας φιλώ και σας ευχαριστώ, εμείς μόνο αγάπη μπορούμε να προσφέρουμε ο ένας στον άλλο, τα άλλα είναι δουλειά των ειδικών. Να τους εμπιστεύεστε, δεν απέκτησαν εύκολα αυτό τον τίτλο.

21 Σεπτεμβρίου (γ΄)

Η νύχτα προβλέπεται μακριά και σήμερα. Σκέφτηκα να σας πω την ιστορία με την ακακία που τελικά δεν είναι μία είναι τρεις. Η μία εξακολουθεί να είναι ακόμη δικιά μου, οι άλλες δύο έμειναν στο πρώτο σπίτι που έχασα μαζί με τα λείψανα του πρώτου μας σκύλου, του Βάσια μας. Λένε πως οικογένεια γίνεται το ζευγάρι όταν αποκτήσει το πρώτο του παιδί, εμείς γίναμε οικογένεια όταν αποκτήσαμε το πρώτο μας σκυλί. Μου τον χάρισε στη γιορτή μου η Ελένη, ένα κανίς τεριέ μπασταρδάκι κουκλάκι. Έντεκα χρόνια έζησε μαζί μας ο Βάσιας μας που τον είχαμε σχεδόν εξανθρωπίσει τον κακομοίρη, τα πέντε σε διαμέρισμα και τα τελευταία του έξι χρόνια τα πέρασε στις αυλές του Χορτιάτη αλητεύοντας ευτυχισμένος. Τον θάψαμε στο οικόπεδο που αγοράσαμε για να χτίσουμε το σπίτι μας, κάτω από μια μουριά. Το μέρος του στολίστηκε με ένα παρτέρι στρόγγυλο όπου φύτευα τουλίπες, κάθε χρόνο φρέσκες! Όταν έκανα το σχέδιο, καθοριστικό ρόλο στην τοποθέτηση του κτίσματος ήταν να μην αναστατωθεί ο Βάσιας με την εκσκαφή, και να δημιουργήσω δύο θέσεις: μία μπροστά και μία πίσω για τις ακακίες Κωνσταντινουπόλεως. Μετά σχεδιάστηκε το κτίριο που έγινε το πρώτο μας σπίτι. Καταλαβαίνετε ελπίζω από τα γραφόμενα το μέγεθος των συναισθημάτων που με κατέκλυσαν όταν το έχασα. «Άφησα πίσω μου μνήματα και μνημεία», έγραφε ο πεθερός μου για τη Σάντα στον Πόντο, νοσταλγώντας τον τόπο όπου γεννήθηκε. Έτσι αισθάνομαι κι εγώ μέχρι σήμερα. Δεν θυμάμαι τίποτε πέρα από το παρτέρι του Βάσια και τις δύο ακακίες. Γιατί όλα τα άλλα γίνονται εκτός από αυτά. Τώρα θα αναρωτιέστε γιατί σημαίνουν κάτι οι ακακίες; Πρώτα-πρώτα το όνομά τους, α-κακία, υπέροχο! Το δεύτερο είναι οι παιδικές μου αναμνήσεις, οι παιδικές μου μυρωδιές που ήθελα να κουβαλήσω μαζί μου στον Χορτιάτη. Μικρό παιδί ακόμη διασχίζοντας την Κωνσταντινουπόλεως για να πάω είτε στο σχολείο, είτε στο σπίτι της γιαγιάς μου τρελαινόμουν με αυτό το κατάφυτο από ακακίες δροσερό κομμάτι της Κωνσταντινουπόλεως από την Μαρασλή μέχρι τη Μαρτίου. Έφτιαχναν μία στοά από φύλλα και φουξ φουντίτσες που μοσχοβολούσαν. Ήθελα λοιπόν σαν επιστρέφουμε στο σπίτι μας να αντικρίζουμε από μακριά τις φουξ φουντίτσες και να μυρίζουμε τη μοσχοβολιά τους. Είναι μία ιδιαίτερη αίσθηση η όσφρηση του σπιτιού σου από μακριά, αλησμόνητη. Σας φιλώ για τώρα, σαν να νύσταξα. Η συνέχεια αύριο!

23 Σεπτεμβρίου (α΄)

Δεν υπάρχει τίποτε ωραιότερο από το να ξυπνάς ευδιάθετος το πρωί. Μην το υποτιμάτε! Εγώ μόνο με φάρμακα μπορώ να το νιώσω, και αυτό όχι πάντα. Ακόμα και έτσι όμως το απολαμβάνω. Έκλεισα χρόνο που την έχασα αυτή την πρωινή ευφορία και ένιωσα σαν να ορφάνεψα από την αρχή. Σήμερα την απολαμβάνω εδώ και τρεις ώρες μετά μουσικής! Σας φιλώ και να προσέχετε, συνοδοιπόροι μου! ΥΓ. Αντιδράστε ενεργητικά στους ανόητους, όχι με επικρίσεις και παρατηρήσεις, αλλά με έργο. Εγώ φορώ μάσκα και απομακρύνομαι γρήγορα από εσένα που δεν φοράς ολοφάνερα δυσαρεστημένη, χωρίς να πω τίποτε.

23 Σεπτεμβρίου (β΄)

Εγώ δεν είμαι λογοτέχνης, δεν είμαι συγγραφέας, και ούτε θέλω να γίνω. Είμαι αρχιτέκτονας και αυτό θέλω να είμαι μέχρι να πεθάνω. Είναι ένα από τα πράγματα που δεν θα αναθεωρήσω ποτέ, όπως και τις αξίες μου. Εδώ λοιπόν δεν κάνω μυθοπλασία, δεν με λογοκρίνω, γράφω ό,τι αισθάνομαι γιατί το έχω μεγάλη ανάγκη. Είναι η αγκαλιά που μου λείπει όλο αυτό. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, γράφω χωρίς να σκέφτομαι τους άλλους αλλά τον εαυτό μου. Του έχω εμπιστοσύνη και πάλι για πρώτη φορά, ότι δεν θα πληγώσει τους αγαπημένους του, γιατί τους αγαπάει πολύ και δεν έχει τέτοια αισθήματα κρυμμένα μέσα του. Πιστεύω πως πρώτη φορά τούς λέω ποια είμαι και τους δίνω την ευκαιρία της επιλογής. Αυτή είμαι! Ένα αερικό! Αυτό ήμουν πάντα! Όσο και αν ανησυχούν αυτοί που με νοιάζονται ότι η αποκάλυψη είναι επικίνδυνη, εγώ δεν ανησυχώ. Δεν με ενδιαφέρουν αυτοί που θα χρησιμοποιήσουν αυτά που μαθαίνουν για εμένα με κακία. Άλλωστε εγώ πάντα θα έχω μία α-κακία κοντά μου! Εμένα με ενδιαφέρει αυτό το ξαλάφρωμα της ψυχής που είναι σαν αγίασμα, σαν ευχή μάνας στο παιδί της, σαν την αγκαλιά του συντρόφου σου τα βράδια, σαν τα πιο απολαυστικά πράγματα που δοκίμασαν οι αισθήσεις μου, μόνο αυτό! Όλοι οι καταθλιπτικοί άνθρωποι γίνονται με κάποιον τρόπο καλλιτέχνες, γιατί δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν αλλιώς. Εγώ είχα την τύχη να κάνω μία δουλειά με έντονο άρωμα καλλιτεχνίας. Τώρα που δεν την έχω, δεν έχω άλλο τρόπο να εκφραστώ! Ποτέ δεν μπορούσα να μιλήσω, μπορούσα μόνο να σιωπώ! Και όλη αυτή η σιωπή μου ξόδεψε την πολύτιμη μία ζωή μου! Για αυτό για όσο καιρό θα είμαι ακόμη εδώ δεν θα σιωπήσω ξανά. Αν λοιπόν με αγαπάτε, μην προσπαθείτε μάταια να με κάνετε να σιωπήσω φοβίζοντάς με. Δεν είναι ότι είμαι ατρόμητη, γιατί δεν είμαι. Είμαι ένα πλάσμα γεμάτο φόβους, φοβίες, ενοχές, διλήμματα, βαθιά αυτοκαταστροφικό που σήμερα ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ αισθάνεται πως ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Τι να προσέξω λοιπόν όταν ο εχθρός είναι μέσα μου; Ποιον άλλο; Δεν νομίζω πως έμεινε κάτι κακό που να μη μου έκανα. Τα έχω κάνει όλα! Παρ’ όλα αυτά η κακία δεν με ακούμπησε, ούτε ο φθόνος. Δεν τα αισθάνομαι, για αυτό και δεν τα φοβάμαι! Με πονούν όταν τα εισπράττω, αλλά δεν τα φοβάμαι, δεν μου κάνουν τίποτα, μου έχω κάνει χειρότερα. Το μόνο που έμεινε υγιές είναι το μυαλό μου και αυτό θα το προσέχω σαν τα μάτια μου, έτσι αισθάνομαι. Θα γράφω, και αν ντρέπεστε μπορείτε να αποχωρήσετε! Ακούστε με, συνοδοιπόροι, σήμερα που ζούμε όλοι κάτω από το βαρύ χέρι του θανάτου, δεν έχουμε την πολυτέλεια της σιωπής και της βαριάς ψυχής. Έχουμε μόνο τον χρόνο να σκεφτούμε, να μας προστατέψουμε και να πούμε αυτά που δεν είπαμε. Σας φιλώ και σας αγαπώ, γιατί η φύση μου είναι ν' αγαπώ και όχι να μισώ όπως απάντησε η Αντιγόνη στον Κρέοντα!

24 Σεπτεμβρίου

Απόψε θέλω να αποχαιρετήσω το Μικρό Ημερολόγιο για την Κατάθλιψη. Όχι γιατί πέρασε η κατάθλιψη, αυτή δεν περνάει, απλά όπως συμβαίνει και με το πένθος μετά από ένα διάστημα, δεν πονάει. Έχεις πάντα μία μελαγχολία που εύκολα μπορεί να γίνει δάκρυ ή κόμπος στον λαιμό, αλλά δεν κρατάει, δεν σε παραλύει, μέχρι την επόμενη κρίση που, ποιος ξέρει, μπορεί και να μην ξανάρθει έτσι ορμητική όπως φέτος. Πριν όμως, θέλω να σας διηγηθώ την ιστορία της τρίτης ακακίας, αυτή που με πόνεσε πιο πολύ. Όταν «έχασα τα μνήματα και τα μνημεία», μετακόμισα ακριβώς απέναντι στο τελευταίο μας σπίτι. Αυτό το έκανα υπό συνθήκες πολύ δύσκολες, το σχέδιό του είχε ολοκληρωθεί, απευθυνόταν σε έναν άγνωστο χρήστη και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν μικρές παρεμβάσεις για να το κάνω δικό μας. Μία από αυτές ήταν να μη βάλω πόρτες παρά μόνο στα μπάνια και στο δωμάτιο του γιου μου, και να γκρεμίσω τους περισσότερους τοίχους. Ήταν αστείο άμα το καλοσκεφτείς, αλλά είχα ανάγκη να του δώσω ταυτότητα για να ξεχάσω την απώλεια του άλλου σπιτιού που σχεδιάστηκε αποκλειστικά για εμάς. Είπα λοιπόν ας το κάνω σαν λοφτ. (Ένα Loft Apartment γενικά ορίζεται σαν ένας μεγάλος, ανοιχτός χώρος, συνήθως χωρίς εσωτερικούς τοίχους, εκτός από το μπάνιο, και εφαρμόζεται μέχρι σχετικά πρόσφατα, συνήθως σε εμπορικά ή βιομηχανικά κτίρια που έχουν μετατραπεί σε οικιστικά διαμερίσματα). Όλα αυτά που σας λέω σήμερα δεν τα έχω ξαναπεί, ούτε στην οικογένειά μου. Έδινα αόριστες απαντήσεις και άφηνα να πλανιέται το μυστήριο. Στον κήπο, έψαξα να βρω το μέρος της ακακίας, το βρήκα και έκανα γύρω της μία διαμόρφωση υπαίθριου καθιστικού. Μετακομίσαμε με ταχύτητα απίστευτη λόγω της υποχρέωσης παράδοσης του απέναντι σπιτιού και μπήκαμε σε ένα χώρο όπου οι τοίχοι ακόμη στέγνωναν. Τέλος πάντων, πέρασαν αυτά με έναν επαγγελματικό αφυγραντήρα που δούλευε ολημερίς, έκανε έναν αναθεματισμένο θόρυβο και κόστισε ένα κάρο χρήματα. Όλο το υπόλοιπο συγκρότημα ήταν εργοτάξιο, ο κήπος για περισσότερο από τρεις μήνες είχε κοτετσόσυρμα για να μη φεύγουν τα σκυλιά, μία φρίκη. Η ακακία δυστυχώς δεν πρόκοβε, ταλαιπωρήθηκε πολύ από τους οικοδόμους και τα λήμματά τους, και μετά δύο χρόνια ο κηπουρός πρότεινε την αντικατάστασή της. Μου ήταν αδύνατο να την ξεριζώσω και να την πετάξω. Όταν την φυτεύαμε, την έταξα κληρονομιά στον γιο μου. Ευτυχώς από μέσα μου. Ζήτησα να τη μεταφυτεύσουμε στον πίσω κήπο μπροστά στο υπνοδωμάτιό μου μπας και της αρέσει η μεσημβρία καλύτερα. Και το κορίτσι μου σαν να κατάλαβε, ποιος την ξέρει, έγινε μέσα σε μια εποχή τεράστια και φούντωσε και άνθισε και γέμισε ο τόπος σκιά, δροσιά και φουξ φουντίτσες. Τα καλοκαίρια η μοσχοβολιά της γέμιζε το σπίτι και η ίδια γέμιζε αηδόνια και καρδερίνες που σου έπαιρναν τα αυτιά. Όταν ξέσπασε αυτή η τρομερή οικονομική κρίση το 2008 και άρχισαν να τρέμουν τα πόδια της δουλειάς μου και αυτή συνέχιζε και συνέχιζε μέχρι την απόλυτη καταστροφή, που όμως δεν είναι το θέμα μας εδώ, φτάσαμε και στο περίφημο δικαστήριο για το οποίο σας έχω ήδη μιλήσει και τότε μετά τη δίκη και την οδυνηρή για εμένα κατάθεσή μου, γύρισα την πλάτη στην ακακία μου. Δεν άντεχα την ιδέα του αποχωρισμού και την αποχωρίστηκα πριν έρθει η ώρα. Έχασα τόσα καλοκαίρια μαζί της, θαρρείς και θα γλίτωνα τον πόνο. Ευτυχώς, μέσα στη μεγάλη μου θλίψη, φέτος πρόλαβα και τα είπαμε λιγάκι πριν την αποχωριστώ. Της είχα δώσει και όνομα, την αποκαλούσα Ακακία Ρωμανία. Αυτά λοιπόν τα μυαλά κουβαλώ που, όπως έλεγε και η μαμά μου, ήταν μυαλά του τύπου «Θα σε καταστρέψει το μυαλό σου». Σήμερα μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι όχι μόνο δεν με κατέστρεψαν αλλά μου χάρισαν τόσο πολλά και όλα τόσο τρυφερά και αγαπησιάρικα που δεν θα τα άλλαζα με τίποτα. Έτσι λοιπόν ας κλείσουμε αυτό το μικρό ημερολόγιο γιατί πλέον νιώθω μόνο κούραση από την ταλαιπωρία μου, που θα περάσει, νιώθω τα πόδια μου στερεά στη γη, και όλα όσα μένουν να κάνω, που είναι πολλά ακόμη, θα γίνουν με τον καιρό. Εγώ θα συνεχίζω να γράφω γιατί είναι η μόνη μου διέξοδος, θα μιλάω για αυτά που έχω μέσα μου, θα προσπαθήσω να σας δώσω κουράγιο τον δύσκολο χειμώνα που μας περιμένει, αλλά θα σταματήσω να μιλάω για την κατάθλιψη. Τη βαρέθηκα, δεν παίζει πια τόσο μεγάλο ρόλο στην καθημερινότητά μου. Σας ευχαριστώ που με ακούγατε τόσους μήνες, ευτυχώς που υπάρχετε, δεν ξέρω τι θα είχα απογίνει χωρίς εσάς! Από εδώ και στο εξής οι ιστορίες θα έχουν τίτλο: Στα Χρόνια του Κορονοϊού. Σας φιλώ!

ΥΓ. Με ρωτάτε γιατί ήταν η ιστορία με την Ακακία Ρωμανία η πιο οδυνηρή. Αν και δεν είχα σκοπό σήμερα να γράψω κάτι ανάλογο, δεν μπορώ παρά να σας κάνω τη χάρη ως απάντηση στις τόσες χάρες που μου κάνατε όλον αυτόν τον καιρό. Έτσι και αλλιώς εγώ είμαι εγώ και δεν θα μεταλλαχθώ ξαφνικά σε κάτι που θα γράφει άλλα από τα λόγια της ψυχής μου. Αυτή η ιστορία λοιπόν ήταν και η πιο οδυνηρή γιατί αυτή ήταν η τελευταία μου ευκαιρία. Δεν θα μπορέσω να ανακτήσω τη δουλειά μου, να χτίσω ένα καινούργιο σπίτι για εμάς, να ψάξω να βρω τον χώρο της ακακίας, να την ξανατάξω στον γιο μου. Δεν θα ξαναμπορέσω να φυτέψω άλλη ακακία. Τέλος! Οριστικό και αμετάκλητο όπως ο θάνατος. Για αυτό τής γύρισα την πλάτη. Αυτή δεν με άφησε ποτέ, εγώ την άφησα και έχασα πολύτιμο χρόνο και κουβέντες και σκέψεις για κάτι που θα τέλειωνε αλλά δεν είχε ακόμη τελειώσει. Έχασα το δάνειο της ζωής από τον φόβο του θανάτου, όπως λέει και ο Γιάλομ. Αυτό όταν το συνειδητοποιήσεις σου αφήνει μία ολόπικρη γεύση στο στόμα και συνήθως το συνειδητοποιείς αργά. Ευτυχώς εγώ έχω ακόμη λίγο χρόνο για να τα πούμε. Όλοι όσοι πάσχουμε από χρόνιες ασθένειες —κι εγώ δόξα τω Θεώ τα κατάφερα να τα έχω όλα χαλασμένα— σιγά-σιγά αποκτούμε μία στωικότητα που ξενίζει τους υγιείς. Αν αυτές μάς περιορίζουν στον χώρο, καταφεύγουμε σε σχέσεις με αντικείμενα, αναγνώσματα και αναμνήσεις που, όταν τα στερηθούμε ή κινδυνεύσουμε να τα στερηθούμε, χάνουμε όλο το πλαίσιο στο οποίο εκπαιδεύσαμε τον εαυτό μας να προσαρμοστεί για να επιβιώσει. Είναι κάτι πολύ σκληρό και βίαιο. Και πάλι όμως ο άνθρωπος αντέχει! Βάζει κάτω τα δυο του χέρια και σηκώνεται. Μέχρι το τέλος! Αυτή είναι η ζωή και εγώ από μικρή είχα το χάρισμα —να ’ναι καλά η μαμά μου που μου το έμαθε— να μην κλαίω χαμένους Παραδείσους, να μετατρέπω την ατυχία σε τύχη και να βρίσκω το καλό μέσα στο κακό. Είχα διαβάσει έναν μύθο, δεν θυμάμαι πού, πιθανώς στους μύθους του Πλάτωνα, όπου η τύχη παρομοιαζόταν με έναν ωραίο έφηβο που έτρεχε σε ένα στάδιο γεμάτο κόσμο αλλά τα μαλλιά του ανέμιζαν μπροστά και όχι πίσω. Όσοι λοιπόν τον κυνηγούσαν δεν μπορούσαν να τον αρπάξουν από τα μαλλιά και όσοι τον πρόσμεναν να έρθει είχαν μοναχά κάποια λεπτά όταν βρίσκονταν δίπλα του. Τόσο δύσκολο ήταν να αρπάξεις την τύχη. Ποτέ δεν στηρίχτηκα στην τύχη, πολλές φορές τη γεύτηκα και ακόμη περισσότερες την έχασα. Πάντα τον θυμάμαι αυτόν τον μύθο όταν είμαι στα πατώματα και ανθρώπινα φωνάζω: «Γιατί, γιατί πάλι;» Γιατί έτσι! Γιατί, αν δεν υπάρχει λύπη, δεν θα υπάρχει ούτε χαρά. Για αυτό! Σας φιλώ, συνοδοιπόροι μου. Να προσέχετε!

[ Εικ.: Vincenzo Irolli, Lady At A Window ]