Το μικροσκοπικό ίχνος

C
Μαρία Ξυλούρη

Το μικροσκοπικό ίχνος

Κατακαλόκαιρο στα μέσα της δεκαετίας του ’80, η έφηβη Χόλι Σάικς καβγαδίζει με τη μητέρα της και το σκάει απ’ το σπίτι – μια κοινότοπη απόπειρα εφηβικής επανάστασης με ηχητική επένδυση από τους Talking Heads που θα αποτελέσει το πρώτο βήμα μιας επώδυνης ενηλικίωσης, καθώς και ένα επεισόδιο του μακρόχρονου πολέμου που μαίνεται στις παρυφές αυτού που στο βιβλίο λογίζεται ως κανονικός κόσμος. Η ιστορία της Χόλι Σάικς –αλλά κι αυτός ο σκιώδης πόλεμος– αποτελούν τους βασικούς άξονες του μυθιστορήματος του Μίτσελ.

Η ιστορία ενός ανθρώπου, όμως, είναι πάντα η ιστορία πολλών ανθρώπων και πολλών εποχών· είναι πάντα μια ιστορία με ρίζες στο παρελθόν και φύτρες στο μέλλον: με χίλιους τρόπους, ορατούς κι αόρατους, με χίλια νήματα, πλέκεται ο βίος του καθενός στον «δίχως υφάντρες αργαλειό της μοίρας», για να θυμηθούμε μια φράση από τα Χίλια φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ· κι έτσι το βιβλίο δεν είναι απλώς αφήγηση μιας ζωής αλλά αφήγηση ενός, ή ίσως και περισσότερων, κόσμων: ένα ταξίδι σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους –κάποιες αφηγήσεις πάνε εκατονταετίες, χιλιετίες πίσω–, σε διαφορετικά πρόσωπα, ακόμα και σε διαφορετικά λογοτεχνικά είδη, που ξεκινά από τον ρεαλισμό (βεβαίως, στον Μίτσελ ο όποιος ρεαλισμός είναι πάντα πειραγμένος ρεαλισμός) και καταλήγει να φλερτάρει με τη λογοτεχνία του φανταστικού, ίσως ταυτόχρονα πλαγίως παρωδώντας την, και τη δυστοπία. Χειρισμός χαρακτηριστικά μιτσελικός, όπως χαρακτηριστικά μιτσελική –γνώριμη τόσο από τον Άτλαντα του ουρανού όσο και από το Δέντρο της τύχης, αλλά και από το σατανικό μικρό αδελφάκι των Κοκάλινων ρολογιών, το Slade House, που ακολούθησε είναι και η διαδοχή πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και ως νουβέλες: από τη Χόλι περνάμε σε αφηγήσεις ανθρώπων –ή πλασμάτων– που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διασταυρώνονται με αυτήν (και με τον πόλεμο που, χωρίς η Χόλι να το ξέρει στην αρχή, είναι και βαθιά δικός της): του Χιούγκο Λαμ (που τον πρωτογνωρίσαμε ως ενοχλητικό ξάδελφο του Τζέισον Τέιλορ στον Μαύρο κύκνο), φοιτητή του Κέμπριτζ στις αρχές του ’90, αποφασισμένου να μη ζήσει τη ζωή των τιποτένιων Κανονικών· του Εντ Μπρούμπεκ, πολεμικού ανταποκριτή που βασανίζεται από τις αναμνήσεις του από τον εν εξελίξει δεύτερο πόλεμο στο Ιράκ, και προσπαθεί να συμβιβάσει την οικογενειακή ζωή του με το καθήκον του να λειτουργήσει ως αρχειοφύλακας του μέλλοντος, καταγραφέας της φρίκης· του Κρίσπιν Χέρσι, ίσως του πλέον πολυσυζητημένου χαρακτήρα του βιβλίου,[1] του σεξιστή, αλαζόνα συγγραφέα που, το 2015, επιχειρεί τη μεγάλη λογοτεχνική του επιστροφή, αλλά, αντιθέτως, αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως δεν περνάει πια η μπογιά του· και της Άιρις Φένμπι-Μαρίνους, στο 2025, που συνδέεται με τη Χόλι με περισσότερους από έναν τρόπους – και σε ένα βάθος χρόνου πολύ μεγαλύτερο από τον βίο της Χόλι (το όνομα Μαρίνους είναι φυσικά κι αυτό πολύ γνωστό στον μιτσελικό αναγνώστη, όπως και αρκετά ακόμα ονόματα του βιβλίου). Για να επιστρέψουμε, το 2043, στη Χόλι, που, ενώ δεν έμοιαζε προορισμένη για σπουδαία πράγματα –ή, τουλάχιστον, δεν φέρθηκε ποτέ σαν άνθρωπος που νομίζει πως προορίζεται για σπουδαία πράγματα, όπως μερικοί από τους υπόλοιπους ήρωες της ιστορίας της–, αναδεικνύεται, μέχρι τέλους, με όλα τα ψεγάδια κι όλη τη φλόγα της, σε πλάσμα θαυμαστό, αποφασισμένο να υπερασπίσει όσους αγαπά με όποιον τρόπο μπορεί, ακόμα και σ’ έναν κόσμο ρημαγμένο από τα λάθη, τις σπατάλες, τις υπερβολές και την αφροσύνη των ανθρώπων.

Πλάι στους θνητούς ανθρώπους που παλεύουν για την αθανασία όπως την αντιλαμβάνονται –άλλος σαν υπέρβαση της θανάσιμης κοινοτοπίας της ζωής των «κανονικών ανθρώπων», άλλος σαν διατήρηση της μνήμης, άλλος σαν λογοτεχνική υστεροφημία–, υπάρχουν άλλοι που επιζητούν την κυριολεκτική αθανασία, πατώντας επί πτωμάτων (εδώ ο Μίτσελ εξελίσσει μια ιδέα από τα Χίλια φθινόπωρα· μαύρο λάδι αποστάζει η σέκτα του Ενομότο, μαύρο κρασί αποστάζουν οι Αναχωρητές των Κοκάλινων ρολογιών: σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους, βρήκαν έναν παρόμοιο τρόπο να ζήσουν αιώνια)· και άλλοι στους οποίους η αθανασία αυτή –μια υπό όρους και προϋποθέσεις εκδοχή της, έστω– δόθηκε δίχως να τη ζητήσουν, και την αφιερώνουν στην υπεράσπιση των κοινών θνητών. Ωστόσο, τα αθάνατα αυτά πλάσματα είναι παρόντα για να υπογραμμίσουν ότι πραγματικοί πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι πάντοτε οι θνητοί – τα τιποτένια κοκάλινα ρολόγια του τίτλου· η αθανασία είναι μια αυταπάτη, μια τερατώδης μετάλλαξη, εξ ου κι ο κόσμος της, απατηλός και καρτουνίστικος, παράλογος και συχνά διαποτισμένος με άφατη θλίψη, δεν φαίνεται να αξίζει την αιματοχυσία που είναι διατεθειμένοι κάποιοι να εξαπολύσουν για χάρη του. Μόνο για τους ανθρώπους, τους θνητούς, τους σάρκινους, αξίζει να παλεύει κανείς (όταν η Χόλι βλέπει το επέκεινα, καταλήγει πως μόνο τούτη η ζωή μετρά, ό,τι κι αν λένε οι θρησκείες)· ο κόσμος τους είναι πιο ζωηρός, πιο αληθινός. Τα κοκάλινα ρολόγια δεν είναι τέλεια, όμως η μεγαλύτερή τους ατέλεια ίσως να μην είναι η θνητότητά τους: συχνά, ο εχθρός τους είναι ο ίδιος τους ο εαυτός. Όλοι έχουν πράγματα για τα οποία μετανιώνουν, και κάθε κεφάλαιο αναπτύσσει αυτά τα λάθη, αυτές τις τύψεις: κανένας δεν είναι αθώος απέναντι στον κόσμο· κάθε τους πράξη έχει επιπτώσεις που διακλαδίζονται. (Άκρως σποϊλερούχες επεξηγήσεις βλέπε στη σημείωση 2).

Αν κάτι, λοιπόν, υπερβαίνει τη θνητότητα δεν είναι η αθανασία, αλλά η συνέχεια: στην καρδιά του βιβλίου βρίσκεται, νομίζω, η ιδέα ότι, ως τα ταπεινά, φθαρτά κοκάλινα ρολόγια που είμαστε, υπερβαίνουμε τον θάνατο μέσω των άλλων – ή μέσω αυτής που, γράφοντας για τα Χίλια φθινόπωρα, είχα αποκαλέσει διαχρονική ευθύνη μας απέναντι στην ανθρωπότητα: την ευθύνη μας απέναντι σε όσους προηγήθηκαν αλλά και –κυρίως– σε όσους ακολουθούν· την ευθύνη μας απέναντι στον ίδιο τον, επίσης θνητό, κόσμο που μας περιβάλλει. (Ακόμα και ο τρόπος που τα βιβλία του συγγραφέα συνδέονται μεταξύ τους για να συστήσουν το μιτσελικό υπερ-βιβλίο ή υπερ-μυθιστόρημα, ένα έργο εν εξελίξει που εμπλουτίζεται και μεταμορφώνεται τόμο τον τόμο, μοιάζει να υπηρετεί αυτή την ιδέα).

Στο ύστατο κεφάλαιο του βιβλίου, όπως συμβαίνει συχνά με τα κείμενα που φαντάζονται ένα ζοφερό μέλλον για την ανθρωπότητα, οι αναλογίες με τον πραγματικό, τον τωρινό κόσμο, είναι τόσο βαθιές, που η μυθοπλασία μοιάζει να προσγειώνεται απότομα μέσα στα συντρίμμια της ίδιας της πραγματικότητας και από εικασία να μετατρέπεται σχεδόν σε χρονικό. Διόρθωνα την ιστορία του μικρού προσφυγόπουλου, του Ραφίκ, στις αρχές του Σεπτέμβρη του 2015, όταν έκανε τον γύρο του κόσμου η φωτογραφία του Αλάν Κουρντί, νεκρού στην άμμο· νά οι ρημαγμένοι άνθρωποι του Μίτσελ· και λίγο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά, το καλοκαίρι που μας πέρασε, διαδοχικοί κυκλώνες σάρωναν την Καραϊβική και τα παράλια των ΗΠΑ: παρακολουθούσα τις εικόνες κι αισθανόμουν ότι ζούμε, πλέον, σε αυτό το ύστατο, μελλοντολογικό τάχα, κεφάλαιο του βιβλίου. Η γραφή του Μίτσελ ανέκαθεν μου έδινε μιαν αίσθηση κατεπείγοντος –την εντύπωση ότι η ιστορία γράφεται επειδή ο συγγραφέας της νιώθει πως πρέπει οπωσδήποτε να ειπωθεί–, εδώ όμως η αίσθηση αυτή εντείνεται ακόμα περισσότερο: ο ίδιος ο κόσμος μας είναι ένα κοκάλινο ρολόι. Οι ιστορίες του πρέπει να ειπωθούν – έστω και για να υπάρχουν ως «μικροσκοπικό ίχνος».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Πολυσυζητημένος, επειδή φαίνεται να παραπέμπει στον συγγραφέα Μάρτιν Έιμις (η διαρκής του σύγκρουση με τον διάσημο πατέρα του· το βραβείο Μπρίταν που «σκανδαλωδώς» δεν έχει κερδίσει· το όνομα του ατζέντη του, Χαλ «Η Ύαινα» Γκράντι, που θυμίζει τον Άντριου «Το Τσακάλι» Γουάιλι, ατζέντη του Έιμις, κ.ά.). Κι ωστόσο, ερωτηθείς για την ταυτότητα του Χέρσι, ο Μίτσελ απαντά ότι ο χαρακτήρας του παραπέμπει στον μεγαλομανή Μίτσελ: «Ο Χέρσι λέει πράγματα που εγώ παραέχω τακτ για να πω. Είναι το τέρας στον καθρέφτη. […] Αν υπάρχει σύνδεση [σ.σ. με τον Έιμις] είναι ασυνείδητη. Ξέρω ότι δεν μπορώ να έχω την τελευταία λέξη στο πώς ερμηνεύομαι, αλλά θα έχω την τελευταία λέξη στο τι εννοούσα». Η παρουσία του Χέρσι στο βιβλίο δίνει την ευκαιρία, μεταξύ άλλων, και για μια διασκεδαστική σάτιρα του εκδοτικού κόσμου, του οποίου ο Μίτσελ γνωρίζει πολύ καλά ότι αποτελεί κομμάτι: στη δική μου ανάγνωση, τουλάχιστον, ο Χέρσι πράγματι αποτελεί τέρας στον καθρέφτη παρά απόπειρα «επίθεσης» σε άλλον συγγραφέα. Είναι χαρακτηριστικός, νομίζω, και ο τρόπος που το μυθιστόρημα ενσωματώνει την κριτική του ήδη πριν αυτή γραφτεί, ο τρόπος που την προλαβαίνει (είναι φανερό, για παράδειγμα, σε πολλά σημεία του βιβλίου, ότι ο Μίτσελ γνωρίζει πως, όπως σε προηγούμενά του βιβλία, έτσι και σε αυτό, ο συγκερασμός του φάνταζι στοιχείου με το ρεαλιστικό στοιχείο δεν πρόκειται να «κάτσει καλά» σε κάποιους). Το μυθιστόρημα λοιπόν γράφεται εν πλήρει συνειδήσει της κριτικής που θα δεχτεί και παρά την κριτική που θα δεχτεί.

[2] Η Χόλι βασανίζεται από τον ρόλο της στην εξαφάνιση του αδελφού της· ο Εντ, από τον ρόλο του στον θάνατο των συνεργατών του στο Ιράκ· ο Κρίσπιν, από τις συνέπειες της προσπάθειάς του να εκδικηθεί έναν κριτικό που τον κακολόγησε· ακόμα και ο Χιούγκο φαίνεται να βασανίζεται από τον ρόλο του στην αυτοκτονία ενός συμφοιτητή του – και αργότερα, από τον ρόλο του στον όλο πόλεμο. Στο κεφάλαιο της ύστατης μάχης μεταξύ Καλών και Κακών (Ωρολόγων –και δεν μου φαίνεται τυχαίο που οι καλοί, οι υπερασπιστές των κοκάλινων ρολογιών, ονομάζονται Ωρολόγοι, κι ας μη μοιάζουν τόσο οι αγγλικές λέξεις Horologists και Clocks όσο τα ελληνικά αντίστοιχά τους εκ πρώτης όψεως– και Αναχωρητών) το θέμα αυτό της μεταμέλειας, των τύψεων, επανέρχεται ως τέχνασμα των Αναχωρητών.

[ Εικονογράφηση: Sachin Teng, για τον New Yorker, 8.9.24 ]