Μιλφέιγ, μαραθόριζα και ευγένεια
Χρηστικές οδηγίες προς επίδοξους αναγνώστες του «Ένας Τζέντλεμαν στη Μόσχα»: Αν ανήκετε σ’ εκείνους που διαβάζουν με ρυθμό καλάσνικοφ (αντί «πολυβόλου» — pun intended), ήτοι πέντ’-έξι βιβλία την εβδομάδα, προσπεράστε άμεσα αυτό το βιβλίο. Αν, αντιθέτως, σας αρέσει να εξαντλείτε κάθε κόμμα, κάθε τελεία, γραμμή και λέξη, διαβάζοντας μόνο 20 σελίδες κάθε φορά ώστε να εμπεδώσετε αυτό που μόλις διαβάσατε, ανυπομονώντας για τις επόμενες 20 σελίδες που περιμένουν, αλλά συγκρατείστε μέχρι να ξημερώσει η επόμενη μέρα και σας αρέσουν τα ιστορικά μυθιστορήματα, τότε ΑΥΤΟ είναι το βιβλίο σας. Γιατί —στην καρδιά του— το «Ένας Τζέντλεμαν στη Μόσχα» είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, καθώς από τις σελίδες του παρελαύνουν μέσα σε τριάντα χρόνια γεγονότα που άλλαξαν τόσο τη ρωσική όσο και την παγκόσμια Ιστορία: η άνοδος του Στάλιν, η Μεγάλη Εκκαθάριση, η κατάρρευση του μετώπου το καλοκαίρι του ’41, η νίκη επί του Άξονα και η γεωπολιτική μοιρασιά της Ευρώπης, τα γκουλάγκ, οι εκτοπισμοί, ο Ψυχρός Πόλεμος.
Η υπόθεση φαίνεται, στην αρχή τουλάχιστον, απλή: Ο Κόμης Αλεξάντρ Ίλιτς Ροστόφ καταδικάζεται από το νεοσυσταθέν κομουνιστικό κράτος σε ισόβιο εγκλεισμό στο ξενοδοχείο Μετροπόλ της Μόσχας. Η κάπως «ελαφριά» ποινή του —θα μπορούσε να σταλεί άνετα σε κάποιο γκουλάγκ ή να εκτελεστεί— οφείλεται στο γεγονός ότι μερικά χρόνια πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση έγραψε ένα ποίημα που θεωρήθηκε προάγγελός της. Μεταφέρεται, λοιπόν, από τα άνετα διαμερίσματά του σε μία σοφίτα, παρέα με λίγα προσωπικά αναμνηστικά αντικείμενα. Και εκεί, στην πιο κακοφωτισμένη γωνιά του Μετροπόλ, παρέα με έναν μπλε γάτο, ξεκινούν όλα.
Υπάρχουν δεκάδες λόγοι για να ερωτευτεί κανείς αυτό το βιβλίο.
Ο πρώτος είναι φυσικά ο πρωταγωνιστής του. Ο Κόμης Ροστόφ είναι ένας μορφωμένος, πολυταξιδεμένος, εκλεπτυσμένος bon viveur, με ραφιναρισμένο γούστο: αντιπροσωπεύει όλα αυτά που μισούν οι Μπολσεβίκοι. Παρ’ όλη την ανωτερότητά του, πάντως, δεν θεωρεί την καταγωγή του ως προτέρημα και συχνά-πυκνά υπερασπίζεται το προλεταριάτο, αλλά και το ίδιο το κράτος που τον περιόρισε μέσα σε τέσσερις τοίχους. Ενίοτε ο χαρακτήρας του παρουσιάζεται σαν καρικατούρα, εξαιρετικά επιτηδευμένος σε σημείο που να γίνεται αντιπαθής, όμως παραμένει ένας πραγματικός τζέντλεμαν με όλη την έννοια της λέξεως. Δεν θα μιλήσω για τους άλλους χαρακτήρες, γιατί, αν και υπέροχοι, δεν είναι Ροστόφ! Και ίσως είναι υπέροχοι γιατί περιτριγυρίζουν και περιτριγυρίζονται από τον Αλεξάντρ Ίλιτς.
(Μία μικρή παρένθεση εδώ: πείτε με παλαιών αρχών, αλλά θεωρώ την ευγένεια έναν από τους πυλώνες του πολιτισμού. Ζούμε σε μία εποχή που τη χαρακτηρίζει η αγένεια σε όλες τις εκφάνσεις της· από εκείνον που δεν σηκώνεται στο μετρό για να κάτσει μία γιαγιά ή μία έγκυος, μέχρι εκείνον που μιλά με ύφος και στον ενικό στην εκάστοτε πωλήτρια ή τον δημόσιο υπάλληλο που κοιτάζει δήθεν απεγνωσμένα το ταβάνι όταν του απευθύνει τον λόγο ένας γέρος συνταξιούχος. Αυτό το βιβλίο και ο χαρακτήρας του Ροστόφ ήταν για μένα μία αποκάλυψη που μου θύμισε ότι οι καλοί τρόποι δεν είναι απλώς μία σειρά από κοινωνικές νόρμες αλλά ο αντικατοπτρισμός του χαρακτήρα ενός ατόμου και του σεβασμού του προς τους άλλους).
Ο δεύτερος λόγος για να ερωτευτείτε αυτό το βιβλίο είναι το ίδιο το Μετροπόλ. Ο Towles περιγράφει ένα ξενοδοχείο που θα μπορούσε να είναι ένας πραγματικός χαρακτήρας και που, αν δεν υπήρχε, δεν θα μπορούσε να υπάρχει και αυτό το βιβλίο. Οι πλούσια στολισμένες αίθουσές του, το προσωπικό, τα μυστικά του, δίνουν την εντύπωση μίας καλολαδωμένης μηχανής που, αν και αντιμετώπισε δυσκολίες, συνέχισε να δουλεύει. Είναι λες και πίσω από τις πόρτες του Μετροπόλ υπάρχει ένας άλλος κόσμος, ένας κόσμος που χάνεται μόλις πατήσεις το πόδι σου στο πεζοδρόμιο. Ο έξω κόσμος αλλάζει με κάθε λεπτό που περνά — το Μετροπόλ ποτέ!
Για να μη μιλήσω για τις γαστριμαργικές αναφορές. Μon Dieu! που θα αναφωνούσε και ο Κόμης. Όλο το βιβλίο είναι ένας ύμνος στο καλό φαγητό και στο καλό κρασί — και μία λιχούδα σαν εμένα δεν θα μπορούσε παρά να το εκτιμήσει!
Στην αρχή, αυτό που γεύεται κάποιος είναι ο ζωμός – αυτό το απόσταγμα από τα κόκαλα των ψαριών, τη μαραθόριζα και τις ντομάτες που έχει σιγοβράσει, με τις έντονες νότες Προβηγκίας. Στη συνέχεια, γεύεται τις τρυφερές μπουκιές του μπακαλιάρου και τη στιβαρή σάρκα των μυδιών που αγοράστηκαν από τον ψαρά στον μόλο. Θαυμάζει την τόλμη των πορτοκαλιών που έρχονται από την Ισπανία και το αψέντι που πίνεται στις ταβέρνες. Και όλες αυτές οι διαφορετικές εντυπώσεις με κάποιο μαγικό τρόπο δένονται, συνδυάζονται και αναδεικνύονται από τον κρόκο – αυτή την πεμπτουσία καλοκαιριού που, αφού συλλέχθηκε στους λόφους της Ελλάδας και μεταφέρθηκε με μουλάρια στην Αθήνα, πέρασε με καΐκι τη Μεσόγειο και έφτασε στη Μασσαλία – εκεί όπου οι δρόμοι ξεχειλίζουν από ναύτες, κλέφτες και μαντόνες, λιακάδα και καλοκαίρι, γλώσσες και ζωή…
Και κάτι ακόμα: μιλώντας κάποτε με έναν φίλο, έναν από τους καλύτερους γνώστες της Ρωσίας και της ρωσικής κουλτούρας, καταλήξαμε αμφότεροι στο συμπέρασμα ότι η Ρωσία δεν έχει αλλάξει εδώ και 1.000 χρόνια. Η Ρωσία του Πούτιν είναι ακόμη η Ρωσία του Ιβάν του Τρομερού, του Μεγάλου Πέτρου, των Ρομανόφ, του Στάλιν, του Μπρέζνιεφ, του Γκορμπατσόφ. Η ρωσική ψυχή παραμένει ίδια. Και είναι αυτή η τυραννισμένη από τις κακουχίες, τη διαφθορά, την πείνα και τη σκληρότητα ψυχή που μεγαλουργεί. Και έτσι μέσα από ένα βιβλίο που έγραψε ένας Αμερικανός γνωρίζουμε τον Ντοστογιέφσκι, τον Μπουλγκάνοφ, τον Σολζενίτσιν, τον Τολστόι, τον Ραχμάνινοφ, τον Σοστακόβιτς, την Αχμάτοβα, τον Μαγιακόφσκι αλλά και τον Λοκ, τον Τσέχοφ, τον Ρουσό, ακόμη και τον πρώιμο αμερικανικό κινηματογράφο. Γι’ αυτό και μόνο αξίζει να το διαβάσει κάποιος.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει, ασφαλώς, στην εξαιρετική μετάφραση της Ρηγούλας Γεωργιάδου. Της δόθηκε ένα αριστούργημα και το μετέφρασε σαν να κρατούσε στα χέρια της κρύσταλλα Βοημίας.
Φτάνοντας στο τέλος, δηλώνω ότι ανήκω σ’ εκείνους που δεν γκρινιάζουν αν κάτι τελειώνει απότομα ή διαφορετικά απ’ ό,τι περίμενα, γιατί το ταξίδι ήταν υπέροχο. Όμως, τι εκπληκτικές και ικανοποιητικές ήταν οι τελευταίες 10 αράδες...
Γνέφοντας φιλικά σε όσους έκαναν τον κόπο να σηκώσουν τα μάτια από το πιάτο τους, ο άνδρας προχώρησε προς το εσωτερικό της ταβερνούλας με την παλιά ρωσική σόμπα στο βάθος. Κι εκεί, στη γωνία, σε ένα τραπέζι για δύο, με τα μαλλιά της πια γκριζαρισμένα, τον περίμενε η λυγερόκορμη γυναίκα...
Και, όχι, δεν κάνουμε σπόιλερ.