Μιλώντας στην ψυχή
Όπως η μια μέρα διαδεχόταν και συνεχίζει να διαδέχεται την επόμενη στην εποχή της πανδημίας, άρχισα να διαπιστώνω πως η απομόνωση δεν ευνοεί το διάβασμα. Βέβαια, ίσως να μη φταίει η κλεισούρα. Ίσως είναι ο φόβος· η ανησυχία γι’ αυτό που μας βρήκε και γι’ αυτό που οι οικονομικοί δείκτες προβλέπουν για το άμεσο μέλλον. Πάντως, όποια κι αν είναι η αιτία, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Έπιανα επανειλημμένα τον εαυτό μου να μην μπορεί να συγκεντρωθεί πολλή ώρα στις σελίδες ενός μυθιστορήματος. Αυτό, με τη σειρά του, επηρέασε με ακόμα χειρότερο τρόπο το ηθικό μου, βάζοντάς με σε έναν φαύλο κύκλο που με τραβούσε συνέχεια σε μια μαύρη τρύπα. Έπρεπε οπωσδήποτε να το πολεμήσω. Ξέθαψα, έτσι, διάφορες ασχολίες — άλλες που δεν χρειάζεται να βάζουμε το μυαλό μας να δουλεύει και άλλες που χρειάζονται ιδιαίτερη συγκέντρωση και απαιτητικούς υπολογισμούς. Θέλησα όμως να βρω οπωσδήποτε και κάποιο τέχνασμα για να ξεπεράσω τη δυσκολία συγκέντρωσης στο διάβασμα. Σκέφτηκα πως, ίσως, η λύση να βρισκόταν στη μικρή φόρμα, στη φόρμα του διηγήματος, και είπα να το δοκιμάσω. Πάνω που έλεγα να κατεβάσω όλα τα αδιάβαστα βιβλία για να βρω το κατάλληλο, μας επισκέφτηκε ο ταχυδρόμος. Και, σαν από θαύμα, ήρθε να φέρει το πιο κατάλληλο βιβλίο για να σπάσει η γρουσουζιά. Μια συλλογή διηγημάτων από έναν συγγραφέα που θαυμάζω για δεκάδες λόγους, και με θέμα αυτό που είχα περισσότερο ανάγκη από οτιδήποτε άλλο· τον περίπατο εκτός σπιτιού.
«Έξι περίπατοι – Προσκέφαλο με φύλλα λεμονιάς» είναι ο τίτλος του νέου λογοτεχνικού έργου του Αλέξανδρου Ίσαρη, και κυκλοφόρησε λίγο πριν την πανδημία από τις Εκδόσεις Κίχλη.
Ο Ίσαρης γράφει λογοτεχνία με τα πινέλα του. Κάθε παράγραφος είναι κι ένας ζωγραφικός πίνακας, μια εξαιρετική σύνθεση όπως εκείνες που μας έχει χαρίσει με τα χρωματιστά του μολύβια. Κάθε γραμμή και μια πινελιά, κάθε εικόνα και μια βουτιά στα βάθη της ψυχής και του μυαλού. Ο προικισμένος καλλιτέχνης και συγγραφέας έχει ένα ιδιαίτερα διεισδυτικό βλέμμα, που μπορεί να ταξιδεύει συγχρόνως σε πολλαπλά επίπεδα, εκεί όπου η δική μας ματιά δεν θα μπορούσε να πλησιάσει από μόνη της. Τα όνειρα, η πραγματικότητα του κόσμου που ζούμε, μαζί με αυτό το μεγάλο άγνωστο που ακολουθεί τον θάνατο, «γίνονται ένα μέσα σε ένα άχρονο σκηνικό». Το σκηνικό των ιστοριών του είναι ένας περίπατος στα μέρη που ο ίδιος αγάπησε και έζησε.
Ο Ίσαρης δεν φοβάται να κάνει το ταξίδι μέχρι την άκρη της κάθε πόλης ψάχνοντας τα απόκρυφά της, έτσι όπως ίσως να μην τα έχουν γνωρίσει ούτε και οι πιο παλιοί της κάτοικοι.
Μετά, η πόλη τελείωνε, τα σπίτια γίνονταν όλο και πιο αραιά, όπως οι άνθρωποι, που όσο περνούν τα χρόνια αραιώνουν με αυξανόμενη ταχύτητα, γιατί τους καταπίνουν η Νύχτα, η Αδιαφορία, η Λήθη ή η οριστική Απουσία. Κατεβαίνουν στο χώμα και μ’ ένα σάλτο βρίσκονται στην απέναντι όχθη, όπου τους λούζει μια αδιάκοπη θαλπωρή. Αρχίζουν να αιωρούνται με ιλιγγιώδεις ταχύτητες που μετριούνται σε έτη φωτός, διασχίζοντας με αδιανόητη για μας ευκολία αιώνες, πολιτισμούς και γεγονότα.
Οι έξι περίπατοι αποτελούν έξι ακτινογραφίες στην τόσο ενδιαφέρουσα ζωή του Αλέξανδρου Ίσαρη. Κι έτσι, κρατώντας μας από το χέρι, μας βάζει μέσα σ’ αυτές, δείχνοντάς μας ταυτόχρονα τον κόσμο:
Ο περίπατος από τον Πύργο ως αυτό το ψαροχώρι μοιάζει εξωπραγματικός, κυρίως όταν δύει ο ήλιος. Η γλαυκή ατμόσφαιρα πυκνώνει σιγά σιγά, καθώς εισβάλλουν από παντού σκιές μέσα σε μεθυστικές ευωδιές, το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία γίνεται μολυβί, οι ξερολιθιές κατρακυλούν αργά μέσα σε αρμονικούς σχηματισμούς, οι περιστερώνες σε υποδέχονται με διάτρητους χαιρετισμούς και οι αγροί τεντώνονται προς τη θάλασσα αποκαμωμένοι από το λιοπύρι της μέρας. […] Μια πολυφωνική μουσική ξεχύνεται στο τοπίο, κάνοντας την ψυχή μου να πεταρίζει.
Μαζί και τη δικιά μας.
Σε κάθε διήγημα, της συλλογής που έχω στα χέρια μου αλλά και σε προηγούμενα έργα του συγγραφέα, τα γραφόμενά του πιστοποιούν ένα πράγμα. Πως ο Ίσαρης δεν φοβάται τον θάνατο, τον έχει ξορκίσει. Γράφει πάντα γι’ αυτόν με μια απίστευτη εξοικείωση. Στο διήγημα «Σέρρες», μια επιστροφή, θα λέγαμε, στον γενέθλιο χώρο, διαβάζουμε:
Το κυρίαρχο αίσθημα σ’ όλες τις περιόδους της ζωής μου ήταν ο φόβος. Μικρός φοβόμουν τους δασκάλους, τους γονείς μου και τους νταήδες της τάξης. Αργότερα φοβόμουν τους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς, τους καθηγητές του Πολυτεχνείου, τους προϊσταμένους. Φοβόμουν την απόρριψη, την απώλεια αγαπημένων προσώπων, φοβόμουν τους ασυνείδητους εκδότες, τις πολύξερες διορθώτριες, τους φαντασμένους γκαλερίστες, τις αρρώστιες, τη μοναξιά την προδοσία, την κακία των στερημένων, τις συκοφαντίες. Αυτό που δεν με φόβισε ποτέ ήταν ο θάνατος.
Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, «Προσκέφαλο με φύλλα λεμονιάς», θα μας μυήσει στην παράδοξη απόφαση που πήρε να αγοράσει το δικό του κομμάτι γης, εκείνο που θα τον φιλοξενήσει όταν θα έρθει η ώρα για τον μεγάλο, τον τελευταίο περίπατο:
Ήθελα να με θάψουν σ’ εκείνο το σημείο, στο ωραιότερο νεκροταφείο των Κυκλάδων, δίπλα στα περήφανα κυπαρίσσια, τυλιγμένο με άνθη λεμονιάς, μέσα σ’ ένα πάλλευκο σεντόνι. Είδα την ψυχή μου να φτερουγίζει πάνω από τη γη της Τήνου, να χαμηλώνει πάνω από τον Πλάτανο, να εκτινάσσεται ως τη θάλασσα και να κάθεται μεταμορφωμένη σε γλάρο στο φάρο του Πλανήτη· να αναβοσβήνει πεταρίζοντας κι ύστερα να διαχέεται πάνω από τα φαλακρά βουνά.
Δεν είμαι κριτικός τέχνης, ούτε κριτικός της λογοτεχνίας. Ξέρω μόνο να διακρίνω τι με γεμίζει, τι ικανοποιεί τις αισθήσεις μου· τι είναι αυτό που «λέει κάτι» στην ψυχή μου. Αυτό ακριβώς καταφέρνει να κάνει πάντα ο Αλέξανδρος Ίσαρης με τα έργα του: να μου μιλά — και τον ευχαριστώ.