Mission creep

P
Νικόλας Κατσαούνης

Mission creep

Στο βιβλίο του Bob Woodward «Obama’s Wars» o δημοσιογράφος αφηγείται το χρονικό του πολέμου κατά την Προεδρία του Ομπάμα και τις δυναμικές που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στον Λευκό Οίκο και τη στρατιωτική ηγεσία στην πολιτική επιδίωξη της απεμπλοκής από το Αφγανιστάν. Σε ένα κρίσιμο απόσπασμα, ο Woodward εξιστορεί πως οι στρατηγοί πρακτικά εκβίασαν τον Ομπάμα να παραμείνει στο Αφγανιστάν και να αυξήσει το στρατιωτικό αποτύπωμα των ΗΠΑ σε έναν πόλεμο χωρίς ξεκάθαρη αποστολή — και συνεπώς χωρίς ημερομηνία λήξης.

Η αντίθεση του Μπάιντεν, πάλι, στον πόλεμο και την παραμονή στην χώρα είναι καταγεγραμμένη, ενώ παρέμεινε κάθετα αντίθετος στην αμερικανική εμπλοκή στο Αφγανιστάν μέχρι και σήμερα. Υποψιάζομαι ότι ήταν απόλυτος με την ημερομηνία αποχώρησης, γιατί δεν ήθελε να έχει μπλεξίματα σε έναν πόλεμο που —εξ ορισμού— οι Αμερικανοί δεν θα κέρδιζαν.

Στη στρατιωτική ορολογία υπάρχει ο όρος mission creep: δηλαδή η τάση της επέκτασης και της διεύρυνσης των στόχων μιας επέμβασης μετά το πρώτο διάστημα των στρατιωτικών επιχειρήσεων, σε σημείο που οι στόχοι γίνονται ανέφικτοι. Αυτό γίνεται μέσα από μία διαδικασία διαρκούς κλιμάκωσης ώστε να επιτευχθεί η αποστολή· κάθε κλιμάκωση όμως απαιτεί νέους πόρους, οι οποίοι απαιτούν εκ νέου κλιμάκωση κ.ο.κ.

Στο Αφγανιστάν η τελική αποστολή ήταν άπιαστη και η παραμονή των Αμερικανών απλά ανέβαλλε το αναπόφευκτο. Ο εκδημοκρατισμός του κράτους ήταν αδύνατος, ειδικά για μία κοινωνία μεγάλο μέρος της οποίας ζει σε μεσαιωνικές συνθήκες με μεσαιωνικά έθιμα, και σε μία χώρα χωρίς κεντρικό δίκτυο άσκησης εξουσίας, αλλά με πολλά αποκεντρωμένα και αλληλοκαλυπτόμενα δίκτυα με τελείως διαφορετικό εθιμοτυπικό από το δυτικό. Η παραμονή των Αμερικανών σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν θα μπορούσε να έχει θετική έκβαση.

Ευρύτερα, εξετάζοντας κανείς το ιστορικό πολέμων σαν τον αφγανικό διαπιστώνει ότι σχεδόν ποτέ δεν έχουν θετική έκβαση για τη χώρα που επεμβαίνει. Ένας λόγος είναι ότι οι ντόπιοι έχουν τον χρόνο με το μέρος τους: το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να περιμένουν. Ένας δεύτερος είναι ότι συνήθως έχουν στήριξη από εξωτερικές γειτονικές δυνάμεις με τις οποίες έχουν ιδεολογική και πολιτισμική συγγένεια (στην περίπτωση του Αφγανιστάν, το Πακιστάν). Τρίτον, είναι αδύνατον να εμφυτεύσει κανείς αξίες που δεν συνάδουν με την παράδοση της χώρας στην οποία επεμβαίνει — στην οποία δηλαδή δεν υπάρχει ήδη θεσμικό δίκτυο να τη στηρίξει.

Ίσως πιο σημαντικό από όλα, όμως, είναι ότι οι πολιτικές και η γεωστρατηγική πραγματικότητα, και άρα το θεωρητικό πλαίσιο λήψεως αποφάσεων, έχουν αλλάξει ραγδαία από το 2001, και είναι σχεδόν βέβαιο ότι με τα σημερινά δεδομένα οι ΗΠΑ δεν θα είχαν επιλέξει να παραμείνουν μια εικοσαετία στο Αφγανιστάν. Η αρχική επέμβαση, όπως και η επέμβαση στο Ιράκ, έγινε μία περίοδο που οι ΗΠΑ δεν είχαν αντίπαλο, ενώ οι επεμβάσεις αποφασίστηκαν σε ένα γενικότερο πλαίσιο Δυτικής ιδεολογικής και στρατιωτικής θριαμβολογίας —και εν ολίγοις ύβρεως— λόγω της κατάρρευσης του Ανατολικού Μπλοκ.  Αυτό οδήγησε τις ΗΠΑ σε μία φοβερή κατασπατάληση πόρων, αλλά και του στρατηγικού κεφαλαίου της επικράτησής τους στον Ψυχρό Πόλεμο. Όπως είχε πει ένας Γάλλος κληρικός και σύμβουλος πολλών μοναρχών, «Δεν έχω γνωρίσει χώρα που να διαθέτει φοβερή ισχύ και να την έχει χρησιμοποιήσει με φειδώ και μέτρο για περισσότερο από ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα». Όπως άλλωστε είχε πει ο Χέγκελ: «Η ιστορία μάς μαθαίνει ότι δεν μαθαίνουμε από την ιστορία».

O Μπάιντεν, και ο Ομπάμα πριν από αυτόν, είχαν σωστά διαγνώσει τα στρατηγικά σφάλματα της προηγούμενης δεκαετίας και είχαν σωστά συμπεράνει ότι η παραμονή στο Αφγανιστάν στερούσε πολύτιμους πόρους, αποσπώντας παράλληλα τις ΗΠΑ από το κυρίως μέτωπο: την Κίνα. Η Κίνα, βέβαια, έτριβε τα χέρια (και τα μάτια της) βλέποντας τον γεωστρατηγικό της αντίπαλο να αναλώνει πόρους στο Αφγανιστάν και να κατασπαταλά το στρατηγικό κεφάλαιό της σε έναν μάταιο πόλεμο, ενώ η ίδια σιωπηρά αναπτυσσόταν.  Ο ανταγωνισμός των ΗΠΑ με την Κίνα δεν θα κριθεί στρατιωτικά βέβαια στο Αφγανιστάν, αλλά σε μακροπρόθεσμο τεχνολογικό ανταγωνισμό: ανταγωνισμό για τον οποίο χρειάζεται εσωτερική συσπείρωση, κοινωνική ανάπτυξη και οικονομική επένδυση σε τρίτες χώρες. 

Η ανάδυση άλλων δυνάμεων και ο διαφαινόμενος πολυπολικός κόσμος που σταδιακά προκύπτει απαιτεί από τις ΗΠΑ μία πολύ προσεκτικότερη ανάγνωση και ζύγισμα των διεθνών ισορροπιών. Η γενικότερη εικόνα που έχει αρχίσει να διαφαίνεται είναι ότι στην Ευρασία οι χώρες επιμερίζονται στις σφαίρες επιρροής όπου παραδοσιακά ανήκαν, με τη Λευκορωσία, τη Γεωργία και την Ουκρανία να επιστρέφουν στον έλεγχο της Ρωσίας, τις ΗΠΑ να στρέφονται προς τον Ειρηνικό, και τη δημιουργία περιφερειακών συμμαχιών μεταξύ μουσουλμανικών κρατών.

Στα καθ’ ημάς, η ανησυχία για τις ροές είναι εύλογη και αφορά απολύτως και τη χώρα μας —για μία ακόμα φορά οι Ευρωπαίοι θα πληρώσουν τον λογαριασμό ενός πολέμου στον όποιο είχαν μικρή ανάμειξη και κανέναν στρατηγικό ρόλο.

Η δικαιοσύνη δυστυχώς δεν βρίσκει ευεπίφορο έδαφος στην άσκηση της διεθνούς ισχύος. Και το Προσφυγικό αφορά κατ’ αποκλειστικότητα την Ευρώπη. (Αν και εδώ προκύπτει το εύλογο ερώτημα γιατί οι πρόσφυγες να μην απορροφηθούν από όμορες και πολιτισμικά πιο συγγενείς χώρες, όπως π.χ. το Πακιστάν, το οποίο με το ένα χέρι βοηθούσε την αμερικανική παρουσία στο Αφγανιστάν, ενώ παράλληλα μέσω των μυστικών υπηρεσιών του στήριζε και εξόπλιζε τους Ταλιμπάν).

Όπως και να έχει, η άμυνα της Ευρώπης απέναντι σε αυτούς που την επιβουλεύονται, αλλά και η μεταναστευτική πολιτική της, είναι στα χέρια της — όχι στα χέρια των Αμερικανών.

[ Πηγή φωτογραφίας ]