Μητρόπολη

L
Νίκος Δασκαλάκης

Μητρόπολη

Νίκος Δασκαλάκης, Αθήνα

Είναι η στιγμή που περπατάς και σκέφτεσαι, «Γιατί μένω εδώ;», φανάρι, προσοχή, κανείς δεν του δίνει σημασία, οι οδηγοί γκαζώνουν με λύσσα και οι πεζοί ανυπομονούν να περάσουν απέναντι λες και ο προσωπικός τους χρόνος, το κάθε τους δευτερόλεπτο, είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουν. Αθήνα, μητρόπολη του βαλκανικού Νότου, παραθαλάσσια πρωτεύουσα της ανατολικής Μεσογείου, με μεταπολεμική αρχιτεκτονική «αντιπαροχής» που θυμίζει το Τελ Αβίβ χωρίς τον Bauhaus μοντερνισμό του ή τη Βηρυτό χωρίς τις πληγές του λιβανέζικου εμφυλίου. Αθήνα, πόλη χωρίς γηγενείς, πόλη του μετοίκου που αρνείται τον χαρακτηρισμό «Αθηναίος» λες και ο όρος αυτός αφορά μόνο τους αρχαίους που κουβαλούσαν τους τόνους τα μάρμαρα από τα ορυχεία της Πεντέλης στον βράχο της Ακρόπολης τον 5ο π.Χ. αιώνα. Αθήνα, μια χαλαρή συνένωση χωριών, συνοικιών, ψιλικατζίδικων και βρόμικων τοίχων καλυμμένων με ατελείωτα συνθήματα και tagging, ήπιο κλίμα, εύκολα ξυπνήματα και 5 εκατομμύρια αγνώστους χωρίς την αίσθηση του τοπικού συνανήκειν, χωρίς εντοπιότητα, χωρίς ταυτότητα και ξεχωριστό couleur locale.

Επομένως, γιατί μένω εδώ; Δεν είναι ο τόπος μου με την κλασική του όρου έννοια, δεν έχει σημασία αν γεννήθηκα εδώ, κολύμπησα στις πικρά νερά του Σαρωνικού και πήγα φροντιστήριο μεταξύ Σόλωνος και Κάνιγγος, η πόλη αυτή είναι μια πόλη ξένων «κοντοχωριανών», ένα άναρχο άστυ, πολυκεντρικό, με σαφώς διαχωρισμένες αστικές φυλές και αντιφατικά ηχοχρώματα, από τα χαουζάκια που δονούν τις λωρίδες της Παραλιακής μέχρι τις τζαζιές των ακροβολισμένων μπαρ του Λυκαβηττού, μια ιδιαίτερη περιφερειακή μητρόπολη με κρυφές νησίδες τέχνης, γεύσης και εν γένει ευ ζην διεσπαρμένες σε μεγάλες «νεκρές» ζώνες αστικού no-man's land.

«Your confusion, my illusion», τραγουδάει ο Ian Curtis στο «Atmosphere, και, ακούγοντάς τον μέσα από τις «ψείρες» μου, την ώρα που διασχίζω τη λεωφόρο, νιώθω ότι περιγράφει τη σχέση μου με την Αθήνα, η δική της σύγχυση ως δική μου ψευδαίσθηση.

Η μητρόπολη δεν προσπαθεί να με κρατήσει ή να με διώξει, είναι αυτή που είναι, άσχημη αλλά ζωντανή, νευρωτική και ξενύχτικη, με πολλαπλά ερεθίσματα αλλά και συλλογικές παραιτήσεις, απρόβλεπτα εχθρική μέσα στον χαοτικό μικρομεγαλισμό της αλλά και απρόβλεπτα γενναιόδωρη προς τον επίμονο εξερευνητή της, αυτόν που τελικά επιλέγει να μείνει μαζί της χωρίς να ξέρει καλά-καλά το γιατί, ίσως για τα ένδοξα χειμερινά της δειλινά.