Μόνο οι ανόητοι δανείζουν βιβλία

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Μόνο οι ανόητοι δανείζουν βιβλία

Για τους επίμονους και επιρρεπείς στην υπερβολή βιβλιόφιλους, μια υπολογίσιμη υποκατηγορία μεταξύ των συστηματικών αναγνωστών που κατεξοχήν με ενδιαφέρουν, ορισμένα πράγματα είναι πολύ απλά: οι άνθρωποι χωρίζονται για αυτούς σε δύο μεγάλες κατηγορίες, σε αυτούς που δανείζουν βιβλία και σ’ εκείνους που δεν δανείζουν βιβλία. «Μόνο οι ανόητοι δανείζουν βιβλία», παρατήρησε κάποτε σεσημασμένος βιβλιόφιλος της παλιάς σχολής σε μία από τις συνήθεις αφελείς απορίες που μπροστά σε μια μεγάλη βιβλιοθήκη δημιουργούνται σε ορισμένα μυαλά («Τα έχετε διαβάσει όλα αυτά τα βιβλία;» ή: «Δανείζετε ποτέ βιβλία;»). Για να συμπληρώσει αμέσως μετά, «Όλα αυτά τα βιβλία ανήκαν κάποτε σε ανόητους».

Όπως στ’ αλήθεια συμβαίνει δηλαδή· γιατί, μεταξύ πολλών άλλων ιδιοτήτων που έχουν τα βιβλία (διευρύνουν το πνεύμα, βλάπτουν την όραση, καταστρέφουν καριέρες και υπολήψεις, γκρεμίζουν καθεστώτα και ράφια βιβλιοθηκών, υποδαυλίζουν έρωτες και απορροφούν την υγρασία της ατμόσφαιρας), είναι και τούτη εδώ η χαρακτηριστική: από τη στιγμή που θα γίνουν αντικείμενα δανεισμού και θα βρεθούν σε ξένα χέρια, εγκλιματίζονται ταχύτατα στον περίγυρο, συμμορφώνονται σχεδόν απόλυτα προς τα έθιμα και τη στάση ζωής του νέου περιβάλλοντος χώρου και επίμονα αποφεύγουν την επιστροφή στα πάτρια ράφια — θαρρείς και αισθάνθηκαν τον δανεισμό σαν εσχάτη προδοσία και ο θιγμένος τους εγωισμός δεν επιτρέπει τη συγχώρεση.

Είναι στ’ αλήθεια εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο το δανεισμένο βιβλίο, που στην αρχή μένει μοναχικό επάνω στο κομοδίνο ή παράμερα στο γραφείο, μακριά από τους υπόλοιπους τόμους της άγνωστης βιβλιοθήκης, τρυπώνει, σιγά-σιγά, ανάμεσα σε αυτούς και σε λίγο δεν ξεχωρίζει πια ως ξένο σώμα ούτε καν σε αυτά τα μάτια του ευεργετηθέντος νέου κατόχου του. Και είναι, παρομοίως, εκπληκτική η λανθάνουσα δύναμη που αποδεσμεύεται από τις σελίδες και το εξώφυλλο οποιουδήποτε βιβλίου τη στιγμή που, υφιστάμενο δανεισμό, αλλάζει χέρια· δύναμη η οποία μεταμορφώνει ακόμη και έμπιστους φίλους και αναγνώστες υπεράνω κάθε υποψίας σε καταχραστές ξένης περιουσίας.

Στην αρχή κρατάμε το δανεισμένο βιβλίο σε κοινή θέα (ακουμπισμένο πλάι στην αγαπημένη μας πολυθρόνα, όπου συνήθως διαβάζουμε, ή, ίσως, στο τραπέζι της κουζίνας μαζί με τα ένθετα των κυριακάτικων εφημερίδων που προορίζονται για άμεση ανάγνωση), πολύ γρήγορα άλλα ένθετα και άλλα βιβλία θα προστεθούν στην ίδια στοίβα, η οποία αναπόφευκτα θα μεταφερθεί, κάποια στιγμή, αυτούσια στο γραφείο ή σε κάποιο χαμηλό ντουλάπι ή θα τοποθετηθεί στα ράφια της βιβλιοθήκης — το δανεισμένο βιβλίο θα έχει ήδη συγχωνευτεί, τόσο στη συνείδησή μας όσο και στην πράξη, με τα υπόλοιπα και όταν, ύστερα από καιρό, θα το πιάσουμε πάλι στα χέρια μας, κανένα σημάδι πάνω του δεν θα μαρτυρά την προέλευσή του· απορημένοι και ενοχλημένοι για τη λανθασμένη τοποθέτησή του (ένα μυθιστόρημα του Καλβίνο ανάμεσα στη βιογραφία της Αχμάτοβα και στα ποιήματα του Μαγιακόφσκι!), θα το τακτοποιήσουμε πια στην οριστική του θέση, κάνοντας, ίσως, τη σκέψη ότι μπορεί το βιβλίο αυτό να ενδιέφερε τον φίλο μας εκείνον που, τώρα το συνειδητοποιούμε, έχει μήνες να μας τηλεφωνήσει — τι τον έχει πειράξει άραγε;

Έχοντας ο έμπειρος βιβλιόφιλος ιδίαν πικράν πείραν του γεγονότος, και από τη δεινή θέση του δανειστή αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, και από αυτήν του δανεισθέντος, αποφεύγει συστηματικά να βρεθεί αντιμέτωπος με οποιοδήποτε αίτημα για δανεισμό βιβλίου από την προσωπική του βιβλιοθήκη, αποθαρρύνοντας επιδέξια, με «τυχαίες» πυκνές νύξεις κατά τη συζήτηση, κάθε επίδοξο σφετεριστή. Φέρνοντας, λόγου χάριν, την κουβέντα σε κοινό φίλο, που έχει καιρό να δώσει σημεία ζωής, μπορεί τάχα να υποθέσει ότι έχει εξαφανιστεί από φόβο ή ντροπή, επειδή άργησε να του επιστρέψει ένα δανεισμένο βιβλίο ή μπορεί, με την ίδια αφορμή, να διατυπώσει, χαμογελώντας διφορούμενα, απειλές για τη σωματική του ακεραιότητα, σε περίπτωση που καθυστερήσει λίγο ακόμη να επιστρέψει με το εν λόγω βιβλίο ανά χείρας (τακτική αρκούντως αποτελεσματική, στις περισσότερες περιπτώσεις). Άλλοι βιβλιόφιλοι, τρομοκρατημένοι και μόνο από την προοπτική ενός ανάλογου αιτήματος και γι’ αυτό υπέρμετρα προνοητικοί, κρύβουν επιμελώς τη βιβλιοθήκη τους από τα μάτια των επισκεπτών τους ή ακόμη αποσιωπούν παντελώς την ενασχόλησή τους με την τέχνη της συλλογής και της ανάγνωσης βιβλίων, υποδυόμενοι διάφορους άλλους ρόλους, τους μανιώδεις συλλέκτες γραμματοσήμων, για παράδειγμα, τους ποδοσφαιρόφιλους ή τους πιστούς της σαϊεντολογίας.

Αλίμονο, όμως, για τους περισσότερους, αργά ή γρήγορα, έρχεται η δύσκολη στιγμή που θα βρεθούν αντιμέτωποι με το αδυσώπητο ερώτημα και τότε θα πρέπει πια να πουν το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι. Και το χειρότερο είναι ότι, συνήθως, καταλαμβάνονται εξαπίνης, κυρίως επειδή ο νους τους αρνείται να παραδεχτεί την πιθανότητα ενός τέτοιου εξωφρενικού αιτήματος: «Μήπως έχεις να μου δανείσεις κανένα βιβλίο για να πάρω μαζί μου στις διακοπές;», ή: «Εσύ που διαβάζεις, μπορείς μήπως να μου δανείσεις ένα βιβλίο για να το δώσω στον ανιψιό μου μπας και ξεστραβωθεί λιγάκι και αυτός;», ή ακόμη: «Διάβασες τελευταία κανένα καλό καινούριο μυθιστόρημα για να μου το δανείσεις και μένα;», γιατί, υπονοείται, έχω εξαντλήσει όλον τον Προυστ, τον Χέμινγουεϊ, τον Τόμας Μπέρνχαρντ και τον Κάφκα και χρειάζομαι κάτι άλλο.

Αδυνατώντας ο απροετοίμαστος βιβλιόφιλος να αντιδράσει ψύχραιμα και συγκροτημένα, αρνείται ευθέως και κατηγορηματικά να δανείσει οποιοδήποτε έντυπο της συλλογής του, προτιμώντας τη διάλυση μιας γνωριμίας ή και φιλίας από τη διάσπαση της συνοχής της βιβλιοθήκης του. Άλλοτε, πάλι, επινοεί δικαιολογίες της στιγμής, που σπανίως, όμως, πείθουν τον επίμονο συνομιλητή του: «Είμαι στη μέση της ετήσιας καταμέτρησης των βιβλίων μου και δεν μπορώ να απομακρύνω κανένα από τη θέση του τους προσεχείς πέντε μήνες», ή: «Όλοι οι τόμοι της βιβλιοθήκης μου έχουν προσβληθεί από βιβλιοφάγα έντομα (Liposcelidae και Dermestidae) και ποικίλους άλλους μύκητες (Aspergillus και Trichoderma), οπότε, για το δικό σου καλό, θα ήταν συνετό να κρατηθείς μακριά τους».

Καμιά φορά πρόκειται, απλώς, για ανθρώπινη αδυναμία αντίδρασης ή για ανεπίτρεπτη απρονοησία, άλλοτε πάλι κάποια παροδική κρίση αφροσύνης είναι η αιτία ή μια συγγνωστή διαφωτιστική διάθεση, ενώ ακόμη και κάποιου είδους παιδική περιέργεια ή προδιάθεση για σκανδαλιά μπορεί να οδηγήσει ανθρώπους καθ’ όλα συνετούς στην εκχώρηση κάποιου τόμου από τη βιβλιοθήκη τους: «Πώς θα αντιδράσει, άραγε, η Μαίρη αν της δανείσω το Εκκρεμές του Φουκώ, την Αρπαγή της κούτας ή το Γυμνό γεύμα;» Όπως κι αν έχει, πάντως, δεν είναι καθόλου απίθανο να βρεθεί κάποτε ένα από τα πολύτιμα βιβλία της συλλογής μας (οποιοδήποτε βιβλίο μας, σαν να λέμε) σε ξένα χέρια.

Καταρχάς, θα πρόκειται για το βιβλίο ακριβώς στο οποίο, ακόμη κι αν έχουμε χρόνια να το κατεβάσουμε από το ράφι, πολύ σύντομα (αμέσως, στην πραγματικότητα) θα χρειαστεί να ανατρέξουμε ή από το οποίο θα θελήσουμε απεγνωσμένα, κάποια νύχτα (την ίδια εκείνη νύχτα), να διαβάσουμε μια φράση ή μια σελίδα. Όσο για τη βιβλιοθήκη μας, ποτέ ξανά δεν θα είναι η ίδια, μέχρι τουλάχιστον να επιστρέψει ο άσωτος τόμος στη θέση του. Η κενή θέση στο ράφι θα τραβάει τη ματιά και τον νου σαν τη μικρή φλούδα της ντομάτας που έχει κολλήσει στα αστραφτερά δόντια της εκθαμβωτικής κοκκινομάλλας που μας μιλάει και από την οποία δεν μπορούμε να ξεκολλήσουμε το βλέμμα μας, η αρμονία των βιβλίων μας θα έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα, η ισορροπία και η ειρήνη θα είναι παρελθόν, το χάος θα επεκταθεί παντού, τα βιβλία του Καβάφη θα μετακινηθούν δίπλα σε αυτά του Παλαμά, και του Χέγκελ δίπλα στου Σοπενχάουερ.

Κι όμως: τα χειρότερα δεν έχουν ακόμη φτάσει. Η στιγμή της επιστροφής ενός δανεισμένου βιβλίου είναι για τον αφοσιωμένο βιβλιόφιλο εξίσου δύσκολη όσο και αυτή του αποχωρισμού. Έχοντας, σε σχήμα βιβλίου μικρό ή μεγάλο, προσφέρει αγάπη, ποίηση και ομορφιά μέσα σε ζοφερούς καιρούς, έχοντας χαρίσει ένα, μικρό έστω, βάλσαμο για τις αδικίες της ζωής, έχοντας υποδείξει την οδό για την ευτυχία, περιμένουμε να δούμε μια εκδήλωση αναγνώρισης και ευγνωμοσύνης ή, ίσως, ένα σημάδι ότι η μεταμόρφωση πραγματοποιήθηκε. Και αντί γι’ αυτό ακούμε συνήθως: «Δεν πρόλαβα δυστυχώς να το διαβάσω ολόκληρο, γιατί είχα πολλά τρεχάματα τους τελευταίους οχτώ μήνες», ή, ακόμη χειρότερα: «Ήταν πολύ βαρύ για μένα — προτιμώ κάτι που να με χαλαρώνει το βράδυ στο κρεβάτι», ή κι αυτό: «Καλό ήταν το βιβλίο που μου δάνεισες, δεν λέω· τώρα, όμως, ξεκίνησα ένα άλλο που είναι στ’ αλήθεια εκπληκτικό και σ’ το προτείνω. Δεν θυμάμαι τον τίτλο του, αλλά εκτυλίσσεται στη Σμύρνη. Υπέροχο!»

Ο Φίλιπ Ροθ το έχει πει με λιγότερα λόγια: «Ξέρεις γιατί παντρεύτηκα την Κάρολ;» διαβάζουμε στη σελίδα 378 του μυθιστορήματός του «Ζούκερμαν Δεσμώτης». «Όχι», αποκρίθηκε ο Ζούκερμαν, στον οποίο η Κάρολ πάντα φαινόταν όμορφη, αλλά βαρετή, «δεν ξέρω». «Δεν ήτανε επειδή έβαλε τα κλάματα. Δεν ήτανε επειδή τα φτιάξαμε και της χάρισα την καρφίτσα μου και μετά αρραβωνιαστήκαμε και της χάρισα το δαχτυλίδι. Δεν ήταν καν επειδή αυτό περιμένανε να κάνουμε οι γονείς ολονών… Της δάνεισα ένα βιβλίο. Της δάνεισα ένα βιβλίο κι ήξερα πως αν δεν την παντρευόμουν δεν θα το έβλεπα ποτέ ξανά».

Εγώ δεν δανείζω ποτέ βιβλία. Τα χαρίζω. Ακόμα κι όταν ο ευεργετούμενος νομίζει πως του τα δανείζω, εγώ ξέρω πως στην πραγματικότητα τού τα έχω χαρίσει.

Κι έτσι είμαστε όλοι ικανοποιημένοι.