Μουλιάζουμε

L
Νίκος Δασκαλάκης

Μουλιάζουμε

— Τελικά, αλλάζουμε ή βουλιάζουμε;

— Ούτε αλλάζουμε, ούτε βουλιάζουμε.

— Και δυο χρόνια εδώ τι διάολο κάνουμε;

— Μουλιάζουμε.

Το μπαταρισμένο σκαρί της «Παναγιάς Τήνου», ο πρώην «Άγιος Γεώργιος», συνέχιζε να γέρνει μεγαλοπρεπώς μέσα στο λιμάνι του Πειραιά και να ενσαρκώνει με έναν παράδοξο εικονοπλαστικό τρόπο εκείνο το διάσημο σκίτσο του Δημήτρη Χατζόπουλου από το 2012, με τον ως άνω σαρκαστικό διάλογο, ο οποίος παρέθετε έναν σαφή συμβολισμό της ελληνικής στασιμοχρεοκοπίας που βιώνουμε εδώ και, όχι πλέον δύο, αλλά έξι ολόκληρα χρόνια.

Στη χώρα μας, δείχνουμε μια κάποια εμμονή με τους καραβίσιους συμβολισμούς σχετικά με τη συνεχιζόμενη κρίση: «Να περάσουμε τον κάβο», «Να κοπάσει η θύελλα», «Να δέσουμε σε απάνεμο λιμάνι» — κάποιες από τις φράσεις που χρησιμοποιεί, σαν άλλος Νίκος Καββαδίας, κάθε πολιτικός, δημοσιογράφος ή αναλυτής που θέλει να περιγράψει την πορεία της ελληνικής Κρίσης, παρομοιάζοντας την καθημερινή οικονομική δυσπραγία σαν σπασμένο κατάρτι και την επανακάμπτουσα εγχώρια ύφεση σαν πλημμυρισμένη μπουκαπόρτα.

Παρατηρώ το μισοβυθισμένο πλοίο και με πιάνει ένα σφίξιμο, όχι για τον κλισεδιάρικο σχεδόν συμβολισμό της μισοβυθισμένης χώρας μας, αλλά για το ίδιο το καράβι. Σαράντα τεσσάρων ετών πλεούμενο, μας μετέφερε άπειρες φορές στο κατάστρωμά του με προορισμό τα νησάκια των δυτικών Κυκλάδων, το σκαρί του άντεξε σε αυγουστιάτικα μελτέμια και έδεσε τόσες φορές, με άπειρες δυσκολίες, στις πιο κακοσχεδιασμένες λιμανίσιες αποβάθρες. Γερμένοι στα κάγκελά του, χαζέψαμε τα πιο καρτποσταλικά ηλιοβασιλέματα, ακούσαμε τις πιο βιωματικές μας μουσικές, συνταξιδέψαμε συντροφιά με ανθρώπους που γέμισαν όσο λίγοι τις σελίδες της προσωπικής μας ιστορίας, σχηματίσαμε μνήμες μιας εποχής χωρίς πολλά προβλήματα, μιας περιόδου ψυχικής αγρανάπαυσης, με το καράβι αυτό να λειτουργεί σαν το όχημα της φαντασιακής μας διαφυγής, της ετήσιας καλοκαιρινής επανένωσής μας με τη θάλασσα.

Σκέφτομαι ότι δεν του αξίζει αυτό το σάπισμα, αποσυνάγωγο από τα άλλα πλοία μέσα στο λιμάνι των άλλοτε αφετηριακών του διαδρομών, να γέρνει περιχαρακωμένο και για πάντα δεμένο, περιμένοντας το οριστικό του τέλος από μια ξεχασμένη γραφειοκρατική υπογραφή, ένα κατασχετήριο έγγραφο, έναν κιτρινισμένο διακανονισμό παραχωμένο μέσα σε κάποιο εταιρικό συρτάρι. Είναι μια εικόνα από αυτές που, όπως λέγεται, η ζωή αντιγράφει την τέχνη με έναν τρόπο άμεσο και σαφή: ένα γνώριμο σαπάκι τεσσάρων δεκαετιών, γεμάτο εξιδανικευμένες αναμνήσεις, βλέπει τα άλλα πλοία να περνούν περιμένοντας ανήμπορο την εξαφάνισή του.

Ο συμβολισμός παραείναι εύκολος, βαρετά προβλέψιμος και για αυτό προσπελάσιμος, το πρόβλημα όμως εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί, μπροστά μας, σαν τον περίφημο ελέφαντα στο δωμάτιο, που —ζωντανό έπιπλο πια— έχει βρει τη θέση του στον χώρο μας ενώ εμείς τον ταΐζουμε, τον ποτίζουμε και έπειτα τον αγνοούμε, περιμένοντας ότι κάποια στιγμή θα βαρεθεί, θα κουραστεί και θα φύγει από μόνος του. Από αφόρητη πλήξη.