Μπλεζ Σαντράρ, «Πάσχα στη Νέα Υόρκη»
Το ταξίδι, η διαρκής κίνηση και η αναζήτηση με άλλα λόγια, μοιάζει να είναι το καθοριστικότερο στοιχείο τόσο της ποίησης όσο και της ζωής του ελβετικής καταγωγής ποιητή Μπλεζ Σαντράρ (1887-1961). Κι αν οι τίτλοι και το περιεχόμενο των τριών μεγάλων του ποιητικών συνθέσεων δεν αρκούν για να καταδείξουν την αλήθεια της διαπίστωσης («Πάσχα στη Νέα Υόρκη», «Ο Παναμάς, ή Οι περιπέτειες των επτά θείων μου», «Η πρόζα του Υπερσιβηρικού και της μικρής Ιωάννας της Γαλλίας»), μία καταγραφή των κυριότερων περιπλανήσεών του, πιστεύω, δεν θα αφήσει καμία αμφιβολία. Αντιγράφω την περιγραφή του Ιλία Έρεμπουργκ:
Όταν ήταν δεκάξι χρονών, ξεκίνησε για τη Ρωσία, ύστερα πήγε στην Κίνα, στην Ινδία, γύρισε στη Ρωσία, έφυγε για την Αμερική, πήγε στον Καναδά, έκανε εθελοντής στη Λεγεώνα των Ξένων, έχασε στον πόλεμο το δεξί του χέρι, επισκέφτηκε την Αργεντινή, τη Βραζιλία, την Παραγουάη, έκανε θερμαστής στο Πεκίνο, περιπλανώμενος ζογκλέρ στη Γαλλία…
Το 1912 πάντως, το Πάσχα, βρέθηκε στη Νέα Υόρκη και έγραψε το πρώτο από τα τρία μεγάλα ποιήματά του. Ιδού πώς περιγράφει ο ίδιος τη γέννηση του ποιήματος σε συνέντευξή του που περιέχεται στον τόμο, Μπλεζ Σαντράρ, «23 ποιήματα και μία συνέντευξη» (μετάφραση της συνέντευξης Γιάννης Λειβαδάς, Εκδόσεις Κουκούτσι):
Το Πάσχα του 1912, λιμοκτονούσα στη Νέα Υόρκη για μήνες. Έβρισκα πού και πού καμιά δουλειά από ανάγκη, μα δεν κρατούσε πάνω από εβδομάδα, και όσο πιο νωρίς κατάφερνα να πληρωθώ τόσο πιο γρήγορα την παρατούσα, γεμάτος αδημονία να κλειστώ για διάβασμα στη μεγάλη δημόσια βιβλιοθήκη. Η φτώχεια μου ήταν απίστευτη και κάθε μέρα τα πράγματα γίνονταν χειρότερα: ήμουν αξύριστος, με τρύπιο πουκάμισο, σκισμένα παπούτσια, μακριά μαλλιά, παλτό λερωμένο και ξεβαμμένο χωρίς κουμπιά, χωρίς καπέλο και γραβάτα, γιατί μια μέρα τα πούλησα μια δεκάρα για ν’ αγοράσω λίγο από τον χειρότερο καπνό του κόσμου για μάσημα. Ο χρόνος κυλούσε. Ήρθε το Πάσχα. Ανήμερα την Κυριακή η βιβλιοθήκη ήταν κλειστή. Το απόγευμα πήγα στην εκκλησία των Πρεσβυτεριανών που έδιναν ένα ορατόριο, τη «Δημιουργία» του Χάιντν, όπως έγραφε το αχνογραμμένο σημείωμα που κρεμόταν σε μια καμάρα. Μέσα στον ναό υπήρχε διάσπαρτος κόσμος και στο βάθος μοντέρνα κορίτσια έπαιζαν παλαιά όργανα και τραγουδούσαν θεϊκά. Ένας άθλιος επίσκοπος όμως διέκοπτε κάθε πέντε λεπτά το ορατόριο για να δώσει, κι εγώ δεν ξέρω ποιο, σιχαμένο φαρισαϊκό κήρυγμα, και να κάνει εκκλήσεις στους καλοκάγαθους και στους πιστούς, και όταν το ορατόριο συνεχίστηκε, άλλος ένας κοάζων ιερέας, εξίσου πληκτικός με τον προηγούμενο, έφτασε στο στασίδι που καθόμουν, και προσπάθησε κάπως λαθραία να με παροτρύνει στην ιερή του πίστη, δείχνοντάς μου συνεχώς το πορτοφόλι μου στην προσπάθειά του να μου αποσπάσει καναδυό δολάρια για τα έξοδα, κουνώντας πιεστικά τον δερμάτινο δίσκο των εισπράξεων κάτω από τη μύτη μου. Δυστυχία μου! Έφυγα πριν το τέλος και γύρισα στο σπίτι στη Δυτική 67η οδό όπου έμενα, εντελώς αηδιασμένος και αποκαμωμένος. Πρέπει να ήταν δύο ή τρεις το πρωί. Ροκάνισα ένα κομμάτι ξερό ψωμί και ήπια ένα μεγάλο ποτήρι νερό. Ξάπλωσα. Αποκοιμήθηκα αμέσως. Ξύπνησα με μια έξαψη. Άρχισα να γράφω, να γράφω. Ύστερα έπεσα πάλι για ύπνο. Ξύπνησα ξανά με την ίδια έξαψη. Έγραψα ώς το ξημέρωμα και έπεσα μια κι έξω για ύπνο. Ξύπνησα στις πέντε το απόγευμα. Διάβασα το ποίημα. Είχα γράψει το «Πάσχα στη Νέα Υόρκη».
Πάσχα στη Νέα Υόρκη
Κύριε, είναι σήμερα η μέρα της γιορτής Σου·
Σ’ ένα βιβλίο παλιό τα θεία Σου πάθη διάβασα,
Την αγωνία, τα έργα Σου κι όλα τα θεία Σου λόγια,
Που κλαίνε στις σελίδες του μονότονα, γλυκά.
Για τη θανή Σου μου ’λεγε ένας καλόγερος παλιός
Την ιστορία Σου γράφοντας με γράμματα χρυσά
Σ’ ένα βιβλίο λειτουργικό που ’χε στα γόνατά του.
Κύριε, από Σένα εμπνέονταν κι ευλαβικά το δούλευε.
Κάτω απ’ τη σκέπη του βωμού ντυμένος στ’ άσπρα κάθονταν
Κι από Δευτέρα ώς Κυριακή μ’ αργό ρυθμό συνέχιζε.
Στου αναπαμού του το κατώφλι οι ώρες σταματούσανε
Κι αυτός αποξεχνιότανε, σκυμμένος στο πορτρέτο Σου.
Εσπερινός — στον πύργο ηχούσαν οι καμπάνες,
Μα ο μοναχός δεν ήξερε αν ήτανε η αγάπη του,
Ή αν ήτανε η αγάπη Σου, Κύριε, ή ο Θεός Πατέρας
Που χτύπαγε με δύναμη τις πόρτες της μονής.
Μοιάζω με τον καλόγερο απόψε, είμαι ανήσυχος.
Στο διπλανό δωμάτιο, πίσω απ’ την πόρτα αμίλητος
Προσμένει μες στη θλίψη του κάποιος να τον καλέσω:
Συ Κύριε, ο Θεός, εγώ — η Αιωνιότητα.
Δεν Σε είχα τότε, Κύριε, γνωρίσει — μα ούτε τώρα.
Και προσευχές δεν έκανα σαν ήμουνα παιδί.
Όμως απόψε η σκέψη Σου μ’ έχει γεμίσει τρόμο
Κι η ψυχή μου, μια χήρα που βαρυπενθεί στα πόδια του Σταυρού·
Χήρα η ψυχή μου μαυροφόρα — είν’ η Μητέρα Σου,
Ζωγραφισμένη απ’ τον Καριέρ, αδάκρυτη κι ανέλπιδη.
Ξέρω όλους τους Εσταυρωμένους όλων των μουσείων·
Εσύ όμως, Κύριε, περπατάς δίπλα, κοντά μου, απόψε.
Και κατεβαίνω σχεδόν τρέχοντας στην κάτω πόλη
Με κυρτωμένη πλάτη, καρδιά ρυτιδωμένη, μυαλό που καίει στον πυρετό.
Τ’ ολάνοιχτό Σου το πλευρό σαν ένας ήλιος θεόρατος
Και γύρω του τρεμάμενα τα χέρια Σου να βγάζουν σπίθες.
Τα τζάμια των σπιτιών γεμάτα αίμα
Και πίσω τους γυναίκες σαν αιμάτινα λουλούδια,
Παράξενα λουλούδια κι άσχημα και μαραμένα· είν’ ορχιδέες,
Σαν αναποδογυρισμένα δισκοπότηρα κάτω απ’ τις τρεις πληγές Σου.
Το αίμα Σου κι αν μαζέψανε, δεν το ήπιανε ποτέ·
Αυτές φορούν στους πισινούς δαντέλες και στα χείλη κοκκινάδι.
Όμως του Πάθους τα λουλούδια είναι λευκά σαν τα κεριά
Κι είναι τα πιο γλυκά μέσα στον κήπο της Παρθένου.
Λοιπόν την ώρα εκείνη, κατά τις εννιά,
Η κεφαλή Σου, Κύριε, έγειρε στην καρδιά Σου.
Κάθομαι τώρα εδώ στου ωκεανού την άκρη
Και μου ’ρχεται πάλι στον νου γερμανικός ψαλμός,
Που ανιστορεί με λόγια απλά, πάναγνα και γλυκά
Την ωραιότητα της θείας μαρτυρικής μορφής Σου.
Μέσα σε μια εκκλησία της Σιένας, σ’ ένα υπόγειο,
Στον τοίχο, κάτω απ’ το πανί, την ίδια είδα μορφή.
Και σ’ ένα του Μπουριέ-Βλαντισλάς ερημητήριο
Την ίδια ανάγλυφη χρυσή, μες στη λειψανοθήκη.
Κι είδα κάτι παράξενα καρφιά στη θέση των ματιών,
Που οι χωρικοί τ’ ασπάζονταν γονατιστοί — τα μάτια Σου.
Η ίδια μορφή στης Βερονίκης το μαντίλι είναι ζωγραφισμένη
Γι’ αυτό κι είναι η Αγία Σου, η Αγία Βερονίκη.
Αυτό λοιπόν, το πιο πολύτιμο απ’ τα λείψανα, γυρίζει τους αγρούς
Κι όλους, σε σώμα και ψυχή, τους άρρωστους γιατρεύει.
Τόσα κι άλλα η μορφή Σου χίλια κάνει θαύματα
Που όμως ούτ’ ένα τους ποτέ δεν είδα με τα μάτια μου.
Ίσως η πίστη, Κύριε, κι η καλοσύνη λείπει
Σε μένα για να δω ποτέ της Ομορφιάς τη λάμψη.
Κι όμως έκανα, Κύριε, ταξίδι επικίνδυνο
Για να δω την εικόνα Σου, σ’ ένα σμαράγδι χαραγμένη.
Κάνε να πέσει από το πρόσωπό μου, στα χέρια στηριγμένο,
Της αγωνίας η μάσκα που με πνίγει.
Και κάνε τα δυο χέρια μου, στο στόμα στηριγμένα,
Τους άγριους της απόγνωσης αφρούς να μη γευτούν.
Είμαι θλιμμένος κι άρρωστος. Ίσως να φταις Εσύ,
Ίσως να φταίει άλλος κανείς. Ίσως να φταις Εσύ.
Κύριε, Εσύ θυσιάστηκες για τους φτωχούς του κόσμου·
Νά τοι, σαν ζώα, όλοι μαζί, μες στα φτωχοκομεία.
Έρχονται απ’ τον ορίζοντα μαύρα μεγάλα πλοία
Και τους αδειάζουν σωρηδόν σε γέφυρες πλωτές.
Έλληνες, Ιταλοί, Σπανιόλοι, Ρώσοι,
Και Βούλγαροι και Πέρσες και Μογγόλοι·
Ζώα του τσίρκου που σαλτάρουν τους μεσημβρινούς
Και που τους ρίχνουν, σαν σε σκύλους, ένα κομμάτι μαύρο κρέας.
Αυτό το βρόμικο φαΐ είν’ όλη η ευτυχία τους.
Κύριε, λυπήσου τους λαούς του κόσμου που υποφέρουν.
Κύριε, άκου στα γκέτο του τον όχλο των Εβραίων·
Όλοι τους είναι πρόσφυγες από την Πολωνία.
Ξέρω, το ξέρω, Κύριε, αυτοί είναι που Σε δίκασαν,
Μα πίστεψέ το πως δεν είναι ολότελα κακοί.
Χάλκινες λάμπες τούς φωτίζουν μες στα μικρομάγαζα
Κι εκεί πουλούν όπλα, βιβλία, ρούχα παλιά.
Του Ρέμπραντ τού άρεσε να ζωγραφίζει επάνω στα παλιόρουχά τους.
Απόψε εγώ παζάρεψα εκεί ένα μικροσκόπιο.
Κύριε, αλίμονο! Το Πάσχα σαν τελειώσει, εδώ δεν θα ’σαι πια!
Κύριε, λυπήσου τους Εβραίους μες στις παράγκες.
Οι ταπεινές γυναίκες που μαζί σου ανέβηκαν στο Γολγοθά
Σ’ άθλιους σοφάδες κάθονται, κρυμμένες μες στις τρώγλες.
Μολύνθηκαν κι αυτές από τους άντρες τους.
Σκυλιά τούς ροκανίσανε τα κοκάλα, και μες στο ρούμι
Κρύβουν την άθλια αρρώστια που τις ξεφλουδίζει.
Σαν μου μιλήσει μια απ’ αυτές λιποθυμάω, Κύριε.
Θα ’θελα να ’μαι Εσύ, για να αγαπήσω όλες τις πόρνες·
Κύριε, συμπόνεσε τις πόρνες.
Στη συνοικία βρίσκομαι όπου θα δεις τους κλέφτες,
Τους άφραγκους, τ’ αλάνια, τους κλεπταποδόχους.
Σκέφτομαι τώρα στον Σταυρό τούς δυο ληστές μαζί Σου·
Ξέρω, στη δυστυχία τους θα τους χαμογελάσεις.
Κύριε, ο ένας τους ήθελε ένα σκοινί με κόμπο,
Αλλά κοστίζει το σκοινί, δεν το χαρίζουν, Κύριε.
Μιλούσε σαν φιλόσοφος ο γερο-κατεργάρης. Κι εγώ με λίγο όπιο
Πιο γρήγορα τον έστειλα στην πύλη του Παράδεισου.
Σκέφτομαι ακόμη αυτούς τους μουσικούς των δρόμων,
Τον τυφλό βιολιστή, τον κουλό με τη λατέρνα,
Την τραγουδίστρια με το ψάθινο καπέλο και τα ψεύτικα, χάρτινα ρόδα·
Το ξέρω, αυτοί μας τραγουδούν στους αιώνες των αιώνων.
Κύριε, ελέησέ τους, κι όχι αν θες με του γκαζιού το στόμιο.
Χρήματα, δώσ’ τους χρήματα σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο.
Κύριε, όταν παρέδωσες σκιστήκαν οι ουρανοί,
Ό,τι κι αν φανερώθηκε κανένας δεν μας το ’πε.
Χρυσός και ματωμένος τώρα, όλο σκουπίδι και φωτιά,
Ο δρόμος μοιάζει σαν να σκίζει, λες, τη νύχτα.
Αυτοί που απ’ τον ναό με το μαστίγιο έδιωξες
Με χέρι δολοφονικό τον κόσμο μαστιγώνουν.
Και τ’ Άστρο Σου που χάθηκε από τη φάτνη τότε
Πάνω στους τοίχους καίγεται μες στο σκληρό το φως των θεαμάτων.
Σαν χρηματοκιβώτιο η φωτισμένη τράπεζα:
Εκεί έπηξε, Κύριε, το αίμα απ’ τον θάνατό Σου.
Οι δρόμοι, πάει, ερήμωσαν κι όλο και σκοτεινιάζουν.
Τρεκλίζω σαν μεθύστακας πάνω στα πεζοδρόμια.
Φοβάμαι τις μεγάλες σκιερές φτερούγες των σπιτιών.
Φοβάμαι. Ακούω πίσω μου βήματα και δεν τολμάω να στρέψω.
Κάποιος κουτσαίνει πηδηχτά κι όλο με πλησιάζει.
Φοβάμαι. Και ζαλίζομαι. Και σταματάω επίτηδες.
Ένα φριχτό υποκείμενο μου ρίχνει κακό βλέμμα
Που με περνάει σαν μαχαιριά — κι ύστερα φεύγει.
Κύριε, απ’ τον καιρό που πια δεν είσαι βασιλιάς δεν έχει αλλάξει τίποτε,
Μόνο που το κακό έγινε δεκανίκι του Σταυρού Σου.
Κατεβαίνω τ’ άθλια σκαλιά ενός καφενείου
Και να ’μαι καθισμένος μπρος σ’ ένα φλιτζάνι τσάι.
Κινέζοι το ’χουν που χαμογελούν, λες, με την πλάτη,
Σκύβουν κι είναι σαν πίθηκοι γυαλιστεροί.
Το μαγαζί μικρό, είναι βαμμένο κόκκινο
Και μες σε κάδρα από μπαμπού, παράξενες χρωμολιθογραφίες.
Από εκατό μεριές ο Χο-Κουσάι ένα βουνό ζωγράφισε.
Πώς θα ’ταν, Κύριε, η μορφή Σου ζωγραφισμένη από Κινέζο;
Νά μια ιδέα που στην αρχή μ’ έκανε να γελάσω.
Ήταν σαν να ’δα μπρος μου το μαρτύριό Σου… εν περιλήψει.
Όμως στ’ αλήθεια το μαρτύριο αυτό θα το ζωγράφιζε ο Κινέζος
Πολύ σκληρότερα απ’ ό,τι οι Δυτικοί ζωγράφοι μας.
Γυριστές κάμες θα πριόνιζαν τις σάρκες Σου,
Τσιμπίδες, χτένια θ’ αυλακώνανε τα νεύρα Σου,
Θα Σου περνούσε στο λαιμό αλυσίδα σιδερένια,
Θα Σου ξερίζωνε τα νύχια και τα δόντια,
Πελώριες μαύρες σαύρες θα Σου ’ριχνε στο πρόσωπο
Και τρομερές φωτιές θα ’βαζε να Σου γλείφουν τον λαιμό,
Θα Σου ’βγαζε τα μάτια και τη γλώσσα
Και σ’ ένα πάσσαλο θα σε παλούκωνε στο τέλος.
Τέτοια ταπείνωση θα Σου ’χε ετοιμαστεί,
Γιατί στάση φρικτότερη απ’ αυτήν δεν έχει γίνει.
Κι ύστερα απ’ όλα αυτά και στα γουρούνια ακόμα
Θα Σ’ έριχνε για να Σου φαν κοιλιά και εντόσθια.
Οι άλλοι τώρα πια φύγανε και βρίσκομαι μονάχος
Και κάθομαι στον πάγκο κι έχω τον τοίχο απέναντι.
Θα ’θελα, Κύριε, να μπω μέσα σε μια εκκλησία,
Όμως σ’ αυτή την πόλη πια καμπάνες δεν υπάρχουν.
Τις σκέφτομαι που σώπασαν· πού είν’ οι αρχαίες καμπάνες;
Πού είναι οι λιτανείες και τα γλυκά τροπάρια;
Οι ακολουθίες τι γίνανε κι οι ωραίες δοξολογίες;
Κι οι λειτουργίες; Κι οι μουσικές;
Οι υπερήφανοι αρχιερείς κι οι μοναχές Σου πού είναι;
Κι η αυγή η λευκή; Και το ωμοφόριο των Αγίων;
Του Παραδείσου η χαρά πνίγεται μες στη σκόνη
Στις υαλοθήκες δεν αστράφτουν πια τα μυστικά τα φώτα.
Αργεί να ’ρθεί το χάραμα και μες στη στενή τρώγλη
Οι σταυρωμένες σκιές ψυχορραγούνε στις μεσοτοιχίες.
Μοιάζει της νύχτας Γολγοθάς που πέφτει σε καθρέφτη
Και τρέμει κατακόκκινος πάνω σε μαύρο φόντο.
Μοιάζει της λάμπας ο καπνός με ξεβαμμένο ασπρόρουχο
Που γύρω από τη μέση Σου τυλίγεται, στριμμένο.
Πάνω, η λάμπα κρέμεται ωχρή σαν το κεφάλι Σου,
Αναιμική και λυπημένη και νεκρή.
Τώρα στα τζάμια πάλλουνε παράξενες εκλάμψεις.
Κύριε, φοβάμαι, θλίβομαι για τη μεγάλη θλίψη μου.
«Dic nobis, Maria, quid vidisti in via?»
— Είδα το φως να τρεμοσβήνει ταπεινό στο ξημέρωμα.
«Dic nobis, Maria, quid vidisti in via?»
— Λευκότητες τρεμάμενες, κινιόντουσαν σαν χέρια.
«Dic nobis, Maria, quid vidisti in via?»
— Ο ανοιξιάτικος οιωνός στο στήθος μου σκιρτούσε.
Η αυγή γλίστρησε, Κύριε, ψυχρή σαν νεκροσέντονο
Στον άνεμο γυμνώνοντας και στους ουρανοξύστες.
Ένας τεράστιος θόρυβος πάνω απ’ την πόλη ακούγεται.
Ήδη τα τρένα μαίνονται κι αναπηδούν στο πέρασμά τους,
Κυλάνε τα μετρό βροντώντας κάτω από τη γη,
Οι σιδηρόδρομοι κουνάνε ολόκληρα γεφύρια.
Σείεται η πόλη. Και φωνές, φωτιά, καπνοί παντού,
Ακούγονται βραχνές ατμού σειρήνες σαν στριγγλιές.
Τα πλήθη μες στον πυρετό του χρυσοθήρα ιδρώτα
Σπρώχνονται και χιμούν μαζί μες σε μακριούς διαδρόμους.
Περίεργο, μες στη σύγχυση που οι στέγες στεφανώνουν,
Νά ο ήλιος, Κύριε, η μορφή Σου η ίδια, ατιμασμένη απ’ τις φτυσιές.
Γυρίζω σπίτι, Κύριε. Πένθιμος, μόνος, κουρασμένος…
Και το δωμάτιό μου είναι γυμνό σαν τάφος…
Κύριε, είμ’ ολομόναχος. Με ψήνει ο πυρετός…
Και το κρεβάτι κρύο, κρύο σαν φέρετρο…
Κλείνω τα μάτια και τα δόντια μου χτυπούν.
Είμαι ολομόναχος. Κρυώνω. Σε φωνάζω…
Μπροστά στα μάτια μου γυρίζουν εκατό χιλιάδες σβούρες…
Όχι! Γυναίκες είναι… Όχι, εκατό χιλιάδες βιολοντσέλα…
Τώρα σκέφτομαι, Κύριε, της δυστυχίας τις ώρες…
Τώρα σκέφτομαι, Κύριε, τις ώρες μου που φύγαν…
Κύριε, δε Σε σκέφτομαι πια. Δε Σε σκέφτομαι πια.
[ Μετάφραση Γιάννης Βαρβέρης ].