Μπόλεκ και Λόλεκ

P
Ξένια Κουναλάκη

Μπόλεκ και Λόλεκ

Ενοχλούμαι τρομερά όταν ακούω να εκφέρεται απαξιωτικά η φράση «αριστερό ηθικό πλεονέκτημα». Κυρίως γιατί το «πλεονέκτημα» αυτό μπορώ να το προσωποποιήσω. Από τον Λεωνίδα Κύρκο, τον Κώστα Φιλίνη μέχρι τον Αντώνη Καρκαγιάννη, ξέρω πώς μοιάζουν άνθρωποι που έμειναν χρόνια εξορία, φυλακίστηκαν και διώχθηκαν για μια ιδέα, που σήμερα δεν ηχεί απλώς παρωχημένη, αλλά έχει ευτελιστεί πλήρως. Γνώρισα την ανιδιοτέλειά τους, τα λιτά διαμερίσματά τους, την περιφρόνησή τους για χρήματα και αξιώματα, τις γάτες και τα βιβλία τους. Μου ήρθαν όλα αυτά στο μυαλό όταν διάβασα την επιστολή του ΓΓ της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, Ιάσονα Σχινά-Παπαδόπουλου, ο οποίος εξηγούσε γιατί διορίστηκαν συγγενείς του στο Δημόσιο, επικαλούμενος τις αγωνιστικές περγαμηνές τους, τους συνδικαλιστές γονείς, τον καταληψία αδερφό και την επονίτισσα γιαγιά του.

Η γιαγιά μου δεν μιλούσε για τον Εμφύλιο, ούτε για τη δολοφονία του παππού μου και άλλων συγγενών της. Το τραύμα έμενε κρυμμένο στη σιωπή. Από τα μισόλογά της και όσα είχα ακούσει από άλλους αποσπασματικά προσπαθούσα να μαντέψω. Έμεινε χήρα νέα, γέννησε τον μικρότερο γιο της στην εξορία, τα υπόλοιπα παιδιά μεγάλωσαν σε συγγενείς ή σε οικοτροφεία. Είχε καμιά φορά ένα θυμό, που με αιφνιδίαζε γιατί ήμουν μικρή και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς χωρούσε τόσο μίσος μέσα σε μια μικροσκοπική μαυροφορεμένη γριούλα με κότσο. Μια γιαγιά-καρικατούρα, σαν αυτές στα παλιά αναγνωστικά. Ένα καλοκαίρι στο χωριό έπαιξα με το λάθος κοριτσάκι-εγγονή κάποιου από το αντίπαλο στρατόπεδο. Με πήρε και με σήκωσε. «Με δαύτην; Που ο παππούς της πρόδωσε τον δικό σου;» με ρώτησε ουρλιάζοντας. Προσπάθησα να την ηρεμήσω και, παρόλο που ήμουν μόλις δέκα χρονών, καταλάβαινα πόσο άδικο είχε. «Μα, είναι παιδί. Τι σχέση έχουν όλα αυτά;» αντέτεινα. Μάταια.

Προφανώς το οικογενειακό φολκλόρ, όπως θα το αποκαλούσε ο Στάθης Καλύβας, δεν έχει μεγάλη ιστορική αξία. Έχει όμως ανθρωπολογικό ενδιαφέρον το άσβεστο μίσος, που περνά αταβιστικά και στους νεότερους, η αίσθηση ότι επίκειται ένας ρεβανσισμός, μια δευτέρα παρουσία, κάτι που θα ξεκαθαρίσει την «ήρα από το στάρι». Υπάρχει μια πείνα στους ανθρώπους του ΣΥΡΙΖΑ για θέσεις και θώκους, μια αγωνία για άλωση του κράτους από ημέτερους, και μάλιστα γρήγορα — ο πολιτικός χρόνος έχει άλλωστε πολλαπλασιαστεί: μέσα σε ένα χρόνο, χάσαμε δέκα χρόνια από τη ζωή μας. Είναι σαν ένα πασοκικό déjà vu, σαν αυτά που συνέβησαν στα 80’s, λες και είναι απαραίτητη η αναδιανομή της εξουσίας (γιατί πλούτος δεν παράγεται πλέον) για να εκτονωθεί η κοινωνική οργή, που εκφράστηκε με τις μούντζες στη Βουλή επί Αγανακτισμένων.

Αυτή η μανία δημιουργεί αντανακλαστικά. Διαβάζω ανθρώπους αριστερούς ή κεντροαριστερούς να πλειοδοτούν σε αντισυριζαϊσμό και τρομάζω. Βρίζουν συλλήβδην την Αριστερά, αφού την ταυτίζουν με τον ΣΥΡΙΖΑ, αναθεωρούν ακόμη και την προσωπική τους σχέση με αυτή, αποκηρύσσουν την ιστορία της και το κύρος της και νομιμοποιούν φορείς ακροδεξιού λόγου.

Το πιο τρομαχτικό, λοιπόν, για μένα είναι αυτός ο αλληλοσπαραγμός. Την ώρα που οι αναγνώστες της Καθημερινής με βρίζουν σαν πράκτορα του Αλέξη Τσίπρα στον αστικό Τύπο και με καλούν να πάω να δουλέψω στην Αυγή, «αριστερός» (ανώνυμος βέβαια) χρήστης στο Twitter μού μιλάει αορίστως για τα αφεντικά μου, με αποκαλεί «μωρή» και με αντιμετωπίζει σαν ταξικό εχθρό.

Μπερδεύομαι με όλα αυτά. Πάντα νόμιζα ότι ήμουν αριστερή.

Μεγάλωσα κλαίγοντας με τον εθνικό ύμνο της Σοβιετικής Ένωσης και βλέποντας κινηματογράφο από τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ακόμη και κινούμενα σχέδια Μπόλεκ και Λόλεκ. Ξέρω πόσο αφελής ήταν αυτή η εξιδανίκευση, αλλά η σχέση είναι βιωματική, είναι σαν μια παιδική μνήμη που δεν μπορώ να την αποχωριστώ, είναι ένα κομμάτι του εαυτού μου. Τρέφω ακόμη ένα δέος για την Αριστερά και για όσους ταλαιπωρήθηκαν στο όνομά της.

Ναι μεν είναι άστοχη η φράση «αριστερό ηθικό πλεονέκτημα», αλλά η έλλειψη σεβασμού με στενοχωρεί. Αυτό.

[ Εικονογράφηση, Κάζιμιρ Μάλεβιτς, Αθλητές, 1928, λεπτομέρεια ].