«Μπονσάι», του Αλεχάντρο Σάμπρα

C
Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης

«Μπονσάι», του Αλεχάντρο Σάμπρα

Μέσα στα χιλιάδες ελαττώματα που έχω ως άνθρωπος έχω και αυτό: αν αρχίσω να ακούω από παντού πόσο καλό είναι ένα βιβλίο, θα με πιάσει μια άρνηση. Μπορεί να μην το διαβάσω παρά αφού περάσουν πολλά χρόνια. Μεγαλύτερο παράδειγμα είναι το «Middlesex» του Ευγενίδη, που, αφού μου το παίνευαν όλοι, εγώ το είχα στη βιβλιοθήκη των αδιάβαστων και το έπιασα στα χέρια μου μετά από τρία χρόνια — οπότε και το ρούφηξα μέσα σε δυόμισι μέρες. Έτσι έγινε και με το «Μπονσάι» του μόλις τριαντατριάχρονου πρωτοεμφανιζόμενου —τότε— Χιλιανού συγγραφέα Αλεχάντρο Σάμπρα. Μου έφαγαν τα αυτιά οι φίλοι όταν πρωτοβγήκε, κι εγώ ούτε που το αγόρασα. Πριν από δυο μήνες περίπου το είδα στο ράφι του βιβλιοπωλείου και ήταν σαν να με περίμενε. Το πήρα σπίτι και το έβαλα στο ράφι να περιμένει τη σειρά του. Όταν τέλειωσα τη «Γυναίκα από το Ζάγκρεμπ», ήθελα να διαβάσω κάτι εντελώς διαφορετικό. Το είδα που στεκόταν ανάμεσα στο «Περί Βλακείας» του Μούζιλ και το «Αυτό εδώ είναι νερό» του Γουάλας και το πήρα στα χέρια μου. Η ανάγνωσή του μου πήρε γύρω στις δύο ώρες, αλλά μετά το σκεφτόμουν και επανερχόμουν σε αυτό όλη την εβδομάδα· υπήρχαν φράσεις, εικόνες, που είχαν κολλήσει στο μυαλό μου.

Η ιστορία είναι απλή και το τέλος δίνεται από την αρχή: αγόρι γνωρίζει κορίτσι, αγαπιούνται-χωρίζουν, εκείνη πεθαίνει, εκείνος θα μείνει μόνος.

Ο Χούλιο και η Εμιλία είναι συμφοιτητές και μελετούν μαζί. Ο Χούλιο θα προτιμούσε κάποια άλλη, αλλά τελικά πλαγιάζει με την Εμίλια και την ερωτεύεται, μοιράζεται μαζί της τα πάντα, τις αλήθειες και τα ψέματά του. Πολύ συχνά, πριν κάνουν έρωτα διαβάζουν και εμπνέονται από τις αναγνώσεις αυτές, τα σεξουαλικά παιχνίδια έχουν άρωμα λογοτεχνίας. Διαβάζουν για παράδειγμα, «Μαντάμ Μποβαρύ». Και, μετά, «πηδιούνται σαν την Έμμα». Μάλιστα, είναι βέβαιοι πως «η Έμμα πηδιόταν ασυνήθιστα καλά». Στην αρχή της σχέσης τους, ο Χούλιο λέει στην Εμίλια ένα ψέμα, ότι έχει διαβάσει Μαρσέλ Προυστ, ολόκληρο το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο». Η Εμίλια λέει ψέματα ότι και αυτή το έχει διαβάσει. Όταν όμως θα αρχίσουν να το χρησιμοποιούν το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» σαν προκαταρκτικό, όπως έκαναν με άλλα, αυτό θα τους διαλύσει. Σιγά-σιγά το ερωτικό παιχνίδι γίνεται άχθος, μέσα τους έχουν αποφασίσει ότι, μόλις τελειώσει η ανάγνωση και του έβδομου τόμου, θα βάλουν τέλος στη σχέση τους. Κάποια στιγμή, φτάνουν στη σελίδα 372 τού «Από τη μεριά του Σουάν». Εκεί όπου λέει πως…

Η γνώση δεν σου επιτρέπει πάντα να εμποδίζεις κάτι, αλλά τουλάχιστον όσα γνωρίζουμε τα κρατούμε, αν όχι στα χέρια μας, τουλάχιστον στη σκέψη μας, όπου τα τακτοποιούμε όπως θέλουμε, και μας δίνεται έτσι η αυταπάτη πως με κάποιον τρόπο τα ελέγχουμε.

Άντεξαν μέχρι εδώ: δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν αυτή την αυταπάτη — η Εμίλια έφυγε και ο Χούλιο έμεινε πίσω με το βιβλίο ανοιχτό στην αδιάβαστη σελίδα 373 για πάντα.

Ο Αλεχάντρο Σάμπρα με χειρουργικό νυστέρι αφαιρεί καθετί περιττό. Το μόνο που μένει είναι η ουσία της ιστορίας, που δίνεται αποσπασματικά, μέσα από θραύσματα, σχεδόν ποιητικά θα έλεγε κανείς. Ένα κείμενο ελλειπτικό, που ισορροπεί ανάμεσα σε κενά και αποσιωπήσεις.

Μέσα από μια πυκνότατη αφήγηση, παρακολουθούμε πια δύο παράλληλες ιστορίες: της Εμιλία, που τελειώνει κάπου στην Μαδρίτη, και του Χούλιο, που συνεχίζεται σχεδόν ανάπηρα. Οι υπόλοιποι ήρωες που κινούνται γύρω τους θα μπορούσαν να είχαν ο καθένας το δικό τους βιβλίο. Η Αννίτα, κολλητή φίλη της Εμιλία, και ο άντρας της. Ο συγγραφέας Γκασμούρι, το παρ’ ολίγον αφεντικό του Χούλιο. Η «όχι εντελώς πουτάνα» Ισιδώρα. Η Μαρία η λεσβία με την πάλλευκη κόμη. Με σκηνές σαν κι αυτή όπου ο Χούλιο χαζεύει τα τακούνια των γυναικών από το παράθυρο του υπόγειου δωματίου του, όπως ό πρωταγωνιστής στην ταινία του Αλμοδόβαρ, «Ψηλά Τακούνια». Ή όταν παίρνει ένα ταξί με τα τελευταία του χρήματα για μια διαδρομή χωρίς προορισμό μέσα στη σιωπή.

Όμως ο συγγραφέας δεν θυσιάζει την πραγματικότητα χάριν της ποίησης και του στιλ. Οι καταστάσεις, φωτισμένες κάθε φορά από διαφορετικές γωνίες, δεν ωραιοποιούνται, αλλά διασπώνται, αφήνοντας τον υπαινικτικό λόγο —που οι παραλείψεις και οι παύσεις του παίζουν πρωταρχικό ρόλο— να διεισδύσει στο μυαλό του αναγνώστη ώστε να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

Υπάρχουν τα μυθιστορήματα-ποταμοί. Πολυσέλιδα, πολυπρόσωπα, πολύτομα, πολυαγαπημένα, που διασχίζουν τον χρόνο στιβαρά. Υπάρχουν όμως και οι ολιγοσέλιδες μικροτεχνίες, αυτά τα κομψοτεχνήματα τα τόσο πολύτιμα όσο και ένα μαργαριτάρι Αϊτής, που διδάσκουν ότι η τέχνη πολλές φορές δεν χρειάζεται πάνω από δυο φράσεις για να εκφραστεί. Μια κοινή ιστορία, με λιτή αφήγηση. Φράσεις απλές, που ωστόσο βρίσκουν κατευθείαν στόχο στην καρδιά. Και τις ξαναδιαβάζεις, γιατί πια δεν αφορούν τον Χούλιο και την Εμιλία αλλά τον καθένα μας.

Θα τελειώσω με την πρώτη παράγραφο, αυτήν που ξεκινά το βιβλίο. Εκεί, τα λέει όλα:

Στο τέλος εκείνη πεθαίνει κι εκείνος μένει μόνος, αν και στην πραγματικότητα είχε μείνει μόνος πολλά χρόνια πριν πεθάνει εκείνη, η Εμίλια. Ας πούμε πως εκείνη λέγεται ή λεγόταν Εμίλια και πως εκείνος λέγεται, λεγόταν και εξακολουθεί να λέγεται Χούλιο. Χούλιο και Εμίλια. Στο τέλος η Εμίλια πεθαίνει και ο Χούλιο δεν πεθαίνει. Τα υπόλοιπα είναι λογοτεχνία.

Η μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου απλώς υποδειγματική.

Το «Μπονσάι» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη.

ΥΓ. Με χαρά έμαθα ότι ο Εκδόσεις Ίκαρος απέκτησαν τα δικαιώματα για το καινούριο βιβλίο του Αλεχάντρο Σάμπρα, «Τρόποι επιστροφής στο σπίτι».