Το μυθιστόρημα του δείπνου
ΚΑΡΤΑ ΕΠΙΒΙΒΑΣΗΣ.—Δεν είναι στο βιαστικό πρωινό στο ξενοδοχείο ή στο καφέ απέναντί του, εκεί κυρίως θα ρίξεις μια ματιά στην επικαιρότητα, θα ξεδιαλέξεις τα μέιλ που πρέπει οπωσδήποτε να απαντηθούν μέσα στην ημέρα, ίσως μια καλημέρα, δυο πρακτικές πληροφορίες, «Πώς κοιμήθηκες;», γρήγορος έλεγχος στα δρομολόγια του τρένου, ας ρίξεις και αυτό το αρχείο, καλού-κακού, στο Dropbox, ούτε βεβαίως στο μεσημεριανό διάλειμμα, κατά κανόνα ημίωρο, τότε τα τάμπλετ, οι υπολογιστές, μένουν κατά κανόνα μέσα στην αίθουσα, ενδεχομένως και τα κινητά, κι ακόμη κι αν τελειώσεις κάπως βιαστικά το σάντουιτς, κι αν κλείσεις λίγο εσπευσμένα τη συνομιλία με τον διπλανό σου στο τραπέζι της κοινής κουζίνας, του κυλικείου, του καφέ, του κοντινού εστιατορίου, όποιου τέλος πάντων χώρου διάλεξαν οι οικοδεσπότες της συνάντησης να χρησιμοποιήσουν για το διάλειμμα αυτό, απόφαση που έχει βεβαίως να κάνει με τη συγκυρία αλλά και τη χώρα, η κουζίνα του γραφείου στις Βρυξέλλες, το καφέ της εισόδου στο Σπίτι του Δημοσιογράφου στη Μόσχα, ένα φαστ-φουντ μαγειρείο με χίλια δείγματα της τοπικής κουζίνας στο Κίεβο, κάπου αλλού ένα αρτοπωλείο, συχνότατα οι τυπικοί προθάλαμοι αιθουσών διαμορφωμένοι με ροτόντες, δεν τα θυμάσαι όλα πλέον με ακρίβεια, κι αν σηκωθείς με δύο λόγια βιαστικός και επιστρέψεις πρόωρα στον χώρο των εργασιών, δεν είναι ούτε εκείνη η ώρα κατάλληλη για κάτι παραπάνω από μια επικοινωνία με το γραφείο, κάποια διευθέτηση επείγουσα, ούτε βεβαίως η στιγμή που λήγουν οι εργασίες («Τι ώρα ξεκινάει το τρένο σου; Μια μπίρα, έναν καφέ για να τα πούμε;»), ή μόλις φτάσεις στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, όπου όλη την εγρήγορση της ημέρας διαδέχεται η προετοιμασία του ταξιδιού της επομένης, μα φυσικά η ώρα που σε κάποιο εστιατόριο θα ακουμπήσεις το κινητό κάπως λοξά δεξιά σου και ώσπου να φτάσει η παραγγελία σου θ’ αρχίσεις να αποκαθιστάς την επικοινωνία και να ελέγχεις τους δεσμούς με όσους, μια φορά ακόμη, είναι πίσω και αναμένουν, μα λίγο πριν από το εναρκτήριο μήνυμα θα ελέγξεις πόσοι ακόμη ταξιδιώτες μες στην αίθουσα δειπνούνε μόνοι, και είναι κάπως λοξά στραμμένοι με το βλέμμα στην οθόνη, μαχαιροπίρουνα λιγάκι άτσαλα ακουμπισμένα στο πιάτο μπρος τους, το ένα χέρι ακινητεί κρατώντας το ποτήρι του κρασιού ή της μπίρας, μια φράση να τελειώσει ακόμη και θα το σηκώσουν, θα πιουν όσο θα περιμένουν την επόμενη, κι άλλος πυρετικά, άλλος μηχανικά, άλλος μ’ ένα μειδίαμα ανεξέλεγκτο κι άλλος συνοφρυωμένος, θα στέλνουν στο υπολογιστικό νέφος το υλικό για ένα μυθιστόρημα των μυθιστορημάτων, για ένα έργο δαιδαλώδες που θα μείνει δίχως αποτύπωση μα θα αναδημιουργείται κάθε βράδυ κραταιό, με διαλόγους και περιγραφές και αφηγήσεις, που στο ένα άκρο τους έχουν το δυσανάγνωστο παλίμψηστο των ανθρώπινων δεσμών και στο άλλο ταξιδιώτες που δειπνούνε μόνοι.