Μύθοι και αλήθειες για το δημόσιο χρέος

P
Ευάγγελος Βενιζέλος

Μύθοι και αλήθειες για το δημόσιο χρέος

Το δημόσιο χρέος είναι όντως το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα. Όχι όμως πρόβλημα πρωτίστως οικονομικό, αλλά πολιτικό. Για την ακρίβεια νοοτροπιακό. Μετά το ξέσπασμα των επιπτώσεων της κρίσης, το 2010, επικράτησε σε ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας η αντίληψη ότι το ελληνικό ζήτημα μπορούσε να αντιμετωπισθεί εξωγενώς, με εύκολο και ανώδυνο τρόπο, με τη διαγραφή σημαντικού μέρους του δημοσίου χρέους, μονομερώς ή με διεθνή πολιτική συναίνεση που θα αποτυπωνόταν σε μια διεθνή διάσκεψη η οποία θα συνεκαλείτο για το σκοπό αυτό.

Η εξωγενής και ριζική αυτή λύση θα επέτρεπε στην Ελλάδα να συνεχίσει την πορεία της χωρίς σκληρά και δυσάρεστα δημοσιονομικά και διαρθρωτικά μέτρα. Άλλωστε, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή το ελληνικό δημόσιο χρέος ήταν «επονείδιστο» και ως εκ τούτου παράνομο και μονομερώς διαγραπτέο, όπως αυτό χωρών με δικτατορικά καθεστώτα που τις επιβαρύνουν με δημόσιο χρέος προκειμένου να επωφεληθούν προσωπικά οι δικτάτορες, εν γνώσει των δανειστών που συναλλάσσονται μαζί τους.

Το δημόσιο χρέος, σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, είχε δημιουργηθεί με ευθύνη των «μη δημοκρατικών» και «μη νομιμοποιημένων» κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης –που όμως ψήφιζε και ξαναψήφιζε με τεράστιες πλειοψηφίες ο ελληνικός λαός– με παράλληλη ευθύνη των πιστωτών. Προφανώς των αλλοδαπών, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Υπήρχαν βεβαίως και αυτοί που δεν έθεταν ζήτημα μονομερούς διαγραφής ή «επονείδιστου» χαρακτήρα του χρέους, αλλά θεωρούσαν ότι το πρώτο πρόγραμμα προσαρμογής του Μαΐου 2010 ήταν ανεπαρκές και ανεφάρμοστο γιατί δεν προέβλεπε κούρεμα, δηλαδή μείωση της ονομαστικής τιμής του χρέους ώστε να ελαφρυνθεί το κόστος εξυπηρέτησης και να καταστεί εφικτή η επάνοδος της Ελλάδας στις αγορές και ως εκ τούτου στην κανονικότητα μιας χώρας-μέλους της Ε.Ε. και της ευρωζώνης.

Η συζήτηση γύρω από το θεμελιώδες αυτό ζήτημα διεξαγόταν όμως με όρους γενικούς, ερασιτεχνικούς, «πολιτικούς». Χωρίς να τίθενται όλες οι όψεις ενός εξαιρετικά σύνθετου προβλήματος με πολύπλοκες χρηματοοικονομικές, χρηματοπιστωτικές, δημοσιονομικές, πολιτικές και νομικές διαστάσεις.

Όταν όμως φτάσαμε στο δεύτερο πρόγραμμα του Οκτωβρίου 2011 που προέβλεπε δραστική επέμβαση στο ελληνικό δημόσιο χρέος, επέμβαση με τη στήριξη και τη χρηματοδότηση των εταίρων της ευρωζώνης και οργανωμένη σε εθελοντική βάση ώστε να αποφευχθούν οι νομικές αμφισβητήσεις που ταλαιπώρησαν για δεκαετίες χώρες οι οποίες προέβησαν σε πολύ μικρότερη επέμβαση στο δημόσιο χρέος τους, τότε ο ελληνικός δημοσιονομικός εθνικολαϊκισμός αναπροσανατολίστηκε. Επιδόθηκε σε μια, επαγγελματικά οργανωμένη, επικοινωνιακή επιχείρηση αμφισβήτησης και απαξίωσης της μεγαλύτερης μείωσης δημοσίου χρέους που έχει συντελεστεί στην παγκόσμια οικονομική ιστορία.

Η επέμβαση του 2012 ως δραστική ονομαστική μείωση (κούρεμα) του ελληνικού δημοσίου χρέους του κατεχόμενου από τον ιδιωτικό τομέα (PSI και PSI plus) κατηγορήθηκε ως «καταστροφική» γιατί συμπεριέλαβε τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία και δεν εξαίρεσε τους ιδιώτες κατόχους ομολόγων του ελληνικού δημοσίου. Η απλή αλήθεια ότι η συμμετοχή των ελληνικών ασφαλιστικών ταμείων ήταν νομικά αναγκαία για τη θωράκιση του κουρέματος του ελληνικού δημοσίου χρέους σε περίπτωση προσφυγής ενώπιον ξένων και διεθνών δικαστηρίων και ότι οικονομική βλάβη των ταμείων δεν υπήρξε γιατί οι ονομαστικές απώλειές τους καλύφθηκαν στο πολλαπλάσιο μέσω της κρατικής επιχορήγησης από το 2012 έως σήμερα, δεν συγκίνησε τους εμπνευστές της επικοινωνιακής επίθεσης. Ούτε το γεγονός ότι αν οι διοικήσεις των ταμείων ακολουθούσαν τις συμβουλές της τότε κυβέρνησης και διέθεταν μέρος του ρευστού που έλαβαν λόγω PSI προκειμένου να αποκτήσουν σε πολύ χαμηλές τιμές νέα (post PSI) ομόλογα, θα αποκαθιστούσαν τα χαρτοφυλάκιά τους, όπως έκανε η ΑΕΔΑΚ ασφαλιστικών ταμείων.

Το ίδιο συνέβη και με τους ομολογιούχους - φυσικά πρόσωπα που η τότε κυβέρνηση αγωνίστηκε να εξαιρέσει από το PSI, αλλά αυτό δεν κατέστη εφικτό στο επίπεδο του Eurogroup για λόγους ίσης μεταχείρισης (ρήτρα pari passu) των κομιστών ελληνικών ομολόγων. Και αυτοί δεν ακολούθησαν την πρόταση να αποκτήσουν σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές νέα (post PSI) ομόλογα και να αποκαταστήσουν τα χαρτοφυλάκιά τους. Προτίμησαν την οδό της δικαστικής προσφυγής κατά του ονομαστικού κουρέματος του χρέους αυτού καθεαυτού με αποτέλεσμα να ηττηθούν και ενώπιον του ΣτΕ και ενώπιον του ΕΔΔΑ και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ε.Ε. Περιττεύει να ειπωθεί ότι μετά το 2015 δεν λήφθηκε κανένα μέτρο σχετικό με αυτή την ομάδα φυσικών προσώπων, παρά τις εύκολες και, όπως φάνηκε, ανεύθυνες και ανέξοδες προεκλογικές υποσχέσεις των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Έφτασε το μένος κατά του PSI να μετατραπεί σε επιχειρηματολογία κατά του κουρέματος των ομολόγων που κατείχαν οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες στο μεταξύ έκαναν οικειοθελώς χρήση του PSI plus το Νοέμβριο - Δεκέμβριο 2012.

Το αποτέλεσμα αυτής της οργανωμένης και εμπαθούς δημαγωγίας ήταν να μη γίνει ποτέ αντιληπτό από την ελληνική κοινωνία το πλήρες μέγεθος της μείωσης του ελληνικού δημοσίου χρέους που επιτεύχθηκε το 2012. Όχι μόνο το πλήρες μέγεθος του ονομαστικού κουρέματος του χρέους του κατεχομένου από τον ιδιωτικό τομέα (PSI και PSI plus), αλλά και το πλήρες μέγεθος του κουρέματος σε παρούσα αξία και άρα σε ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης λόγω της συμμετοχής του επίσημου τομέα (Official Sector Involvement/OSI). Λόγω, δηλαδή, των εξαιρετικά ευνοϊκών όρων δανεισμού από το EFSF / ESM και της ριζικής αναδιάρθρωσης του χρέους (μεγάλη διάρκεια, μικρά επιτόκια, περίοδος χάριτος, κ.ο.κ.). Κατά μείζονα λόγο δεν έγινε αντιληπτή και σεβαστή η σημασία των δεσμεύσεων του Eurogroup το 2012 για πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές που θα διασφαλίζουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.

Φτάσαμε με τον τρόπο αυτό στην κυβερνητική αλλαγή του Ιανουαρίου του 2015 με τη νέα τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να φλερτάρει, κυρίως μέσω των πρωτοβουλιών της τότε Προέδρου της Βουλής, με τις θεωρίες του «επονείδιστου» χρέους και τα σενάρια της μονομερούς διαγραφής ή της σύγκλησης σχετικής διεθνούς διάσκεψης. Το αποτέλεσμα ήταν να διαρραγεί η συνέχεια του δεύτερου προγράμματος, να ανακληθούν ιδιαίτερα ευνοϊκές ρυθμίσεις (όπως η επιστροφή στην Ελλάδα των κερδών του Ευρωσυστήματος από ελληνικά ομόλογα που διαθέτει στο πλαίσιο των προγραμμάτων SMP και ANFA), να αντιστραφεί και να επιδεινωθεί η δυναμική του χρέους και, μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 και την εν ψυχρώ ανατροπή του αποτελέσματός του, να προσέλθει η Ελλάδα στη διαπραγμάτευση με τους χειρότερους δυνατούς όρους.

Η συμφωνία της 12.7.2015, που συνιστά τη βάση του τρίτου προγράμματος, περιλαμβάνει τον ρητό αποκλεισμό οποιουδήποτε πρόσθετου ονομαστικού κουρέματος, μεταθέτει δε στο μέλλον και εξαρτά από όρους τις πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές για τις οποίες είχαν δεσμευθεί το 2012 οι ευρωπαίοι εταίροι μας και οι οποίες θα μπορούσαν να μειώσουν περαιτέρω το χρέος σε παρούσα αξία.

Με τη συμφωνία της 12.7.2015, όπως φαίνεται πλέον και από όλες τις μεταγενέστερες σχετικές θέσεις του Eurogroup, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αποδέχεται πλήρως το πλαίσιο και τη λογική της επέμβασης του 2012. Μόνο που τώρα πρέπει να προσπαθήσει πολύ προκειμένου να διασφαλίσει τις, υπεσχημένες από το 2012, πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές. Η απόφαση του Eurogroup της 6.12.2016 για τα λεγόμενα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος –βραχυπρόθεσμα που υποτίθεται ότι θα αποδώσουν κάποιο μικρό αποτέλεσμα το 2060, δηλαδή μακροπροθέσμως– βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές κατά τρόπο ιδιαίτερα επώδυνο για τη χώρα.

Το χειρότερο όμως δεν είναι αυτό. Ούτε το γεγονός ότι τώρα πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές θα δοθούν με χρόνο εφαρμογής μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος τον Ιούλιο του 2018 και με όρους που συνιστούν το μνημόνιο τέσσερα χωρίς διασφαλισμένο δάνειο. Τα όσα αποφασίσθηκαν στο Eurogroup της 20.2.2017 συνιστούν, δυστυχώς, επανάληψη του σκηνικού της «συμφωνίας» στο Eurogroup της 20.2.2015 που οδήγησε στο αδιέξοδο του καλοκαιριού του 2015. Στην άκαρπη λήξη του δευτέρου προγράμματος χωρίς περαιτέρω εκταμιεύσεις, στην απώλεια του πλεονεκτήματος της επιστροφής στην Ελλάδα των κερδών της ΕΚΤ και των Κεντρικών τραπεζών των κρατών-μελών της Ευρωζώνης από τα ελληνικά ομόλογα των χαρτοφυλακίων SMP και ANFA, στα capital control, στο νόθο δημοψήφισμα, στην ανατροπή του αποτελέσματός του, στη συμφωνία της 12.7.2015 και στο τρίτο πρόγραμμα με τους χειρότερους δυνατούς διαπραγματευτικούς όρους για την Ελλάδα.

Δύο ημέρες μετά το Eurogroup της 20.2.2017, η κα Merkel με την κα Lagarde συναντήθηκαν στο Βερολίνο (22.2.2017) και η Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ δήλωσε αμέσως μετά ότι δεν τίθεται ζήτημα νέου ονομαστικού κουρέματος του ελληνικού χρέους και ότι οι πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές σε σχέση με τις λήξεις και τα επιτόκια θα συζητηθούν το 2018 ενόψει της εκπνοής του τρέχοντος τρίτου προγράμματος. Στο μεταξύ ακόμη δεν έχει αποφασισθεί, αν θα μετάσχει στο τρίτο πρόγραμμα ως δανειστής και το ΔΝΤ!

Το χειρότερο συνεπώς είναι ότι λόγω του δημοσιονομικού εθνικολαϊκισμού της περιόδου 2010-2015 και των χειρισμών της σημερινής κυβέρνησης, οι πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές στο χρέος για τις οποίες έχουν δεσμευθεί οι ευρωπαίοι εταίροι το 2012, αναβάλλονται διαρκώς. Η χώρα εγκλωβίστηκε στην αντιφατική σχέση με το ΔΝΤ και σε μια ασφυκτική συζήτηση περί πρωτογενών πλεονασμάτων αποσυνδεδεμένη από το πραγματικό επίπεδο τόκων που πρέπει να καταβάλλει ετησίως και κυρίως αποσυνδεδεμένη από το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. Ακόμη τώρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, παρότι «γλείφει εκεί που έφτυνε» ως προς το PSI / OSI του 2012, έχει πλήρη αδυναμία να διαμορφώσει στρατηγική ως προς το χρέος και να διαπραγματευθεί σοβαρά. Η ίδια επιδείνωσε άλλωστε δραματικά τα δεδομένα και κατέστησε απολύτως αναγκαίες τις πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές για τις οποίες υπήρξε δέσμευση το 2012. Μπορεί στη συνέχεια να έγινε αντιληπτό από τους εταίρους το μέγεθος της μείωσης που επήλθε το 2012 στο ελληνικό δημόσιο χρέος σε παρούσα αξία, η μείωση όμως αυτή πρέπει –κατά μείζονα λόγο τώρα, μετά τα όσα συνέβησαν από το 2015 και μετά– να συμπληρωθεί με όσο γίνεται πιο δραστικό τρόπο.

Ενώ συνεπώς το δημόσιο χρέος από βάρος του παρελθόντος έχει τη δυνατότητα να καταστεί κλειδί του μέλλοντος για τη χώρα, η σημερινή κυβέρνηση το χειρίζεται αδιέξοδα και ενοχικά, αιχμάλωτη πάντα του ανεύθυνου δημοσιονομικού εθνικολαϊκισμού της, παρά τη φαινομενική μεταστροφή της του Ιουλίου 2015. Οι εταίροι είναι προφανές πλέον ότι αξιοποιούν στο έπακρο την αιχμαλωσία αυτή της κυβέρνησης. Απαιτούν πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα ή διαρθρωτικά μέτρα με δημοσιονομικές επιπτώσεις και μεταθέτουν συνεχώς τη συζήτηση για τις πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές στο χρέος. Επειδή ξέρουν ότι η παρούσα ελληνική κυβέρνηση αδυνατεί να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της χώρας ως προς το πραγματικό μέγεθος του χρέους και τις αναγκαίες παραμετρικές αλλαγές, γιατί αν το κάνει αυτό θα πρέπει να παραδεχτεί την αθλιότητα όσων έλεγε για την παρέμβαση του 2012 στο χρέος που είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της χώρας στη διαπραγμάτευση για τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο (fiscal space) που θα διευκολύνει την ανάπτυξη, το ζωντάνεμα της πραγματικής οικονομίας. Ακόμη και η έννοια του fiscal space αλλοιώθηκε μέσω της δήθεν συμφωνίας της 20.2.2017. Ενώ εμείς εννοούμε ως fiscal space τη μείωση των επιδιωκώμενων πρωτογενών πλεονασμάτων, οι εταίροι μας (σύμφωνα με όσα είπε ο κ. Dijsselbloem μετά το Εurogroup της 20.2.2017) φάνηκε να εννοούν ως fiscal space τη δυνατότητα να αξιοποιείται, σε συμφωνία μαζί τους, το υπερβάλλον πρωτογενές πλεόνασμα, εφόσον η χώρα πετυχαίνει πρωτογενές πλεόνασμα μεγαλύτερο του 3,5%.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δήλωνε τη συνάφειά της με το ΔΝΤ επειδή πίστευε ότι αυτό θα λειτουργήσει ως μοχλός για την περαιτέρω απομείωση του χρέους στην οποία πρέπει όμως να προβούν οι πιστωτές, δηλαδή το EFSF / ESM και οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης. Το ΔΝΤ αποπληρώνεται στο ακέραιο. Τελικά η συμβολή του ΔΝΤ βλέπουμε να εντοπίζεται στην απαίτηση για επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα, η υιοθέτηση των οποίων καθίσταται όρος για την ολοκλήρωση της περιβόητης δεύτερης αξιολόγησης. Η απαίτηση του ΔΝΤ για περαιτέρω μείωση του χρέους δεν φαίνεται να συγκινεί τους ευρωπαίους εταίρους που ακολουθούν ως πιστωτές τη δική τους γραμμή. Ήταν άλλωστε πολύ εύκολο, όπως φάνηκε, για τις κυρίες Merkel και Lagarde να συμφωνήσουν στις 22.2.2017 στο Βερολίνο ότι η συζήτηση για τις λήξεις και τα επιτόκια, που θα συμπληρώσουν την παρέμβαση του 2012 (PSI/OSI), μπορεί να περιμένει έως τη λήξη του τρίτου προγράμματος το 2018. Η θέση που διατύπωσε η κα Lagarde στο Βερολίνο, μετά τη συνάντηση με την κα Merkel, δε φαίνεται να βρίσκει σύμφωνα υπηρεσιακά στελέχη του ΔΝΤ που αμέσως μετά φρόντισαν να διατυπώσουν ενυπόγραφα την άποψη τους στο blog του ΔΝΤ. Αλλά αυτή είναι μια εσωτερική κατάσταση του ΔΝΤ που δύσκολα μπορούμε να παρακολουθήσουμε ελλείψει διαφανών διαδικασιών.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ διεκδικεί –ορθώς– μικρότερα επιδιωκόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, αδυνατεί όμως να τεκμηριώσει τη θέση της στο γεγονός ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος ως πραγματικό μέγεθος, ως παρούσα αξία, είναι πολύ μικρότερο της ονομαστικής του τιμής και της προβολής της ονομαστικής αυτής τιμής στο μέλλον. Στο 2060 και πιο πίσω ακόμη. Η τεκμηρίωση προϋποθέτει τη σύνδεση του επιδιωκόμενου, μικρότερου, πρωτογενούς πλεονάσματος με το ύψος των ετήσιων τόκων, αλλά και με τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης. Προϋποθέτει συνεπώς την ακριβή απεικόνιση του χρέους σε όρους παρούσας αξίας και την ανάδειξη των μακροπρόθεσμων (μέχρι το 2060 και πέραν αυτού) θετικών επιπτώσεων της παρέμβασης του 2012.

Στη βάση αυτού του εγκλωβισμού βρίσκεται δυστυχώς η αρχική συνωμοσιολογική δημαγωγία ως προς το «επονείδιστο» χρέος και τη μονομερή διαγραφή του που θα ήταν μια εξωγενής, γρήγορη, εύκολη και ανώδυνη λύση για το πρόβλημα της χώρας. Το πρόβλημα της χώρας είναι όμως πρωτίστως πρόβλημα διαρθρωτικό, πρόβλημα παραγωγής, παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας.

Στη συνέχεια, στη βάση αυτού του εγκλωβισμού εντάχθηκε η εμμονική και ενσυνείδητη διαστρέβλωση του περιεχομένου και της σημασίας της επέμβασης που έγινε στο χρέος το 2012 (PSI / OSI). Όλη αυτή η επικοινωνιακή συσκότιση επηρέασε τελικά τους ίδιους τους εμπνευστές της, με τεράστιες αρνητικές επιπτώσεις για τη χώρα. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αδυνατεί να κατανοήσει ότι εθνική στρατηγική εξόδου, έστω με καθυστέρηση, από το μνημόνιο, δεν υπάρχει χωρίς εθνική στρατηγική διαπραγμάτευσης για το χρέος.

Μια εθνική όμως στρατηγική διαπραγμάτευσης για το χρέος μπορεί να οικοδομηθεί μόνο στην ορθή απεικόνιση του χρέους σε παρούσα αξία καθώς μόνο στην ελληνική περίπτωση η διαφορά ονομαστικής και παρούσας αξίας υπερβαίνει τις 80 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Στις άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης η διαφορά κινείται μεταξύ 1 και 5% του ΑΕΠ. Με θεμέλιο την ορθή απεικόνιση σε παρούσα αξία μπορεί να γίνουν όλες οι αναγκαίες εξομαλύνσεις των ετήσιων ροών (τόκοι και χρεολύσια) ώστε να βρίσκονται διαρκώς υπό έλεγχο οι ετήσιες μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες. Μπορεί επίσης να γίνει αξιόπιστα η σύνδεση με τον προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης ώστε η συζήτηση να συμπεριλαμβάνει πραγματικά τον παρονομαστή του κλάσματος χρέους προς ΑΕΠ. Κατά τον τρόπο αυτό, η Ελλάδα μπορεί να έχει συνείδηση των πρόσθετων παραμετρικών αλλαγών που θεωρεί αναγκαίες και του χρόνου αποδοχής τους από τους ευρωπαίους εταίρους, χωρίς αυτοί να αντιμετωπίζουν πρόσθετα εσωτερικά πολιτικά προβλήματα στα κοινοβούλια και τα εκλογικά τους σώματα.

Το επόμενο βήμα πρέπει να είναι η διαπραγμάτευση ενός πολυετούς, μακροπρόθεσμου, πλαισίου που αφήνει στην Ελλάδα δημοσιονομικό χώρο αναπνοής –με μικρότερα επιδιωκόμενα πρωτογενή πλεονάσματα– με αντίβαρο μια ολοκληρωμένη μεταρρυθμιστική στρατηγική διαρθρωτικών αλλαγών (fiscal space vs reforms) που ενισχύει τον παρονομαστή του λόγου χρέος προς ΑΕΠ. Το ζήτημα της μείωσης του επιδιωκόμενου πρωτογενούς πλεονάσματος το θέτω συνεχώς από το 2013, όχι ως «πολιτικό» αίτημα, αλλά ως τεχνικά τεκμηριωμένη θέση που απορρέει από την ορθή απεικόνιση του χρέους, από τη συστηματική ανάγνωση των μελετών βιωσιμότητας του χρέους και τους υπολογισμούς του EFSF/ ESM που είναι ο βασικός πιστωτής της χώρας μας.

Όλα τα παραπάνω παρουσιάζονται πιο αναλυτικά στις σελίδες του βιβλίου αυτού.

Επτά χρόνια μετά την έναρξη των προγραμμάτων στήριξης και προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας και δύο χρόνια μετά την άνοδο του μορφώματος ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στην εξουσία, η Ελλάδα βρίσκεται ξανά εγκλωβισμένη σε υπαρξιακού χαρακτήρα διλήμματα που αφορούν τη βιωσιμότητα όχι του χρέους αλλά της εθνικής οικονομίας συνολικά, τη συμμετοχή στην Ευρωζώνη, ακόμη και τον ίδιο τον ευρωπαϊκό χαρακτήρα της χώρας ως μέλους της ΕΕ. Η χώρα απομακρύνθηκε από τα δεδομένα του Δεκεμβρίου 2014 πηγαίνοντας προς τα πίσω και όχι προς τα εμπρός. Για πολλοστή φορά εκκρεμεί μια αξιολόγηση ως προς την εφαρμογή του προγράμματος, αναμένεται η εκταμίευση μιας δόσης του δανείου προκειμένου να εξοφληθούν επικείμενες λήξεις και να αποφευχθεί πιστωτικό γεγονός, ανακυκλώνεται η συζήτηση για τη συμμετοχή του ΔΝΤ ως δανειστή στο τρίτο πρόγραμμα και διαμορφώνεται ένα αδιέξοδο τρίγωνο με την Ελλάδα, την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ στις κορυφές του. Τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης θεωρούν προϋπόθεση για τη συνέχεια του προγράμματος τη συμμετοχή του ΔΝΤ σε αυτό, το ΔΝΤ επιμένει στην ανάγκη πρόσθετης δραστικής μείωσης του ελληνικού δημοσίου χρέους έστω, σε παρούσα αξία, ώστε αυτό να χαρακτηριστεί βιώσιμο με βάση τις υποθέσεις των δικών του μελετών βιωσιμότητας με κριτήριο το ύψος των ετήσιων μικτών χρηματοδοτικών αναγκών έως το 2060, αλλιώς προκύπτει η ανάγκη να επιδιώκονται και να επιτυγχάνονται, για μακρά περίοδο, πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό όμως καθιστά αναγκαία τη λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων και την εισαγωγή διαρθρωτικών αλλαγών με δημοσιονομικό αποτέλεσμα, όπως η μείωση του αφορολογήτου και ο περιορισμός της συνταξιοδοτικής δαπάνης. Από τη δική της πλευρά η Ευρωζώνη (κυρίως δια των τοποθετήσεων του επικεφαλής του ESM που κατέχει το μέγιστο μέρος του ελληνικού χρέους) δεν αποδέχεται τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του χρέους, αποδέχεται όμως τη λογική του ΔΝΤ σχετικά με την ανάγκη να τεθούν φιλόδοξοι στόχοι ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα που έχουν όμως νόημα μόνον αν ισχύουν οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ ως προς τη βιωσιμότητα του χρέους. Παραλλήλως η συζήτηση για το σύνολο των πρόσθετων παραμετρικών αλλαγών που είχαν συμφωνηθεί το 2012, αναβάλλεται προς το παρόν για το 2018 και την εκπνοή του τρέχοντος τρίτου προγράμματος καθώς θεωρείται ως μη επείγουσα και με τη θέση αυτή συμφωνεί δημόσια και η επικεφαλής του ΔΝΤ μετά τη συνάντηση της 22.2.2017 στο Βερολίνο, χωρίς όμως το ΔΝΤ να αποφασίζει για τη συμμετοχή του ως δανειστή στο τρέχον πρόγραμμα. Η αντιφατική αυτή κατάσταση ισορροπεί δια της αναβολής, με την απόφαση της 20.2.2017 που θυμίζει απολύτως το προηγούμενο της συμφωνίας της 20.2.2015. Πολύτιμος χρόνος τρώγεται λόγω των ανοικτών εκλογικών κύκλων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά και γιατί η ελληνική κυβέρνηση είτε δεν ξέρει τι ακριβώς να ζητήσει και από ποιον, είτε αρέσκεται στη σπατάλη ζωτικού χρόνου έχοντας στο νου της ένα τυχοδιωκτικό πλάνο Β ή απλώς την παραμονή στη νομή της εξουσίας με τρόπο μυωπικά και ανόητα κυνικό.

Μπροστά στην κατάσταση αυτή η λογική σειρά των πραγμάτων που θα ακολουθούσε μια υπεύθυνη κυβέρνηση είναι:

Πρώτον, να ζητηθεί από τον ESM η κατάρτιση μιας δικής του ρεαλιστικής μελέτης βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους βασισμένης σε πρακτικές και εύλογες παραδοχές ως προς τη καμπύλη του μέσου επιτοκίου. Αφετηρία της μελέτης αυτής πρέπει να είναι μια κοινή θέση του ESM ως δανειστή και της Ελλάδας ως οφειλέτριας σχετικά με την ορθή απεικόνιση του χρέους, ενόψει της μεγάλης διαφοράς που υπάρχει, ειδικά στο ελληνικό χρέος, μεταξύ ονομαστικής και παρούσας αξίας.

Δεύτερον, να συνεργαστεί στενά η Ελλάδα με τον ESM για την προετοιμασία των παραμετρικών αλλαγών και κυρίως των εξομαλύνσεων που είναι προφανώς αναγκαίες, με τα σημερινά δεδομένα, ως προς το ύψος των ετήσιων τόκων μετά τη λήξη της περιόδου χάριτος και ως προς τις λήξεις ομολόγων και δανείων τα επόμενα δέκα χρόνια. Αυτό πρέπει να συμπεριλαμβάνει και το διαχωρισμό των ετήσιων μικτών χρηματοδοτικών αναγκών σε αυτές που αφορούν το βραχυπρόθεσμο (έως ενός έτους) και σε αυτές που αφορούν το μεσο-μακροπρόθεσμο χρέος.

Τρίτον, η σύνδεση οποιασδήποτε συζήτησης για πρωτογενή πλεονάσματα με τη ρεαλιστική και συγκεκριμένη εκτίμηση ως προς το ύψος των ετησίων τόκων και με τη συζήτηση για τον προβλεπόμενο για τα ίδια έτη ρυθμό ανάπτυξης, ώστε να αποκτήσει αριθμητική αποτύπωση μια συμφωνία για δημοσιονομικό χώρο αναπνοής έναντι μεταρρυθμίσεων.

Όλα όμως αυτά και η συγκρότηση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής εξόδου από τα μνημόνια προϋποθέτουν αλλαγή κυβέρνησης. Αλλαγή του πολιτικού πλαισίου αναφοράς της χώρας.

 

Είχα την τύχη, την ευκαιρία και την τιμή να είμαι Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Οικονομικών το 2011-2012, την περίοδο της δραστικής επέμβασης στο χρέος και του κουρέματός του τόσο ονομαστικά όσο και σε παρούσα αξία. Η προσπάθεια αυτή ήταν συλλογική. Έγινε από τις τότε κυβερνήσεις, αρχικά του ΠΑΣΟΚ με Πρωθυπουργό τον Γιώργο Παπανδρέου και, στη συνέχεια, της συνεργασίας ΠΑΣΟΚ - ΝΔ - ΛΑΟΣ (έως την αποχώρησή του) με Πρωθυπουργό τον Λουκά Παπαδήμο. Το βάρος το σήκωσαν συγκεκριμένοι άνθρωποι που δούλεψαν με αυταπάρνηση.

Τους ευχαριστώ όλους από καρδιάς. Όπως και όσους εκπροσώπησαν και εκπροσωπούν την Ελληνική Δημοκρατία στις σχετικές δίκες που δικαιώνουν τους χειρισμούς μας. Μνημονεύω ιδιαιτέρως τον τότε πρόεδρο του ΣΟΕ καθηγητή Γιώργο Ζανιά, εκπρόσωπο μας στο EWG και τον τότε επικεφαλής του ΟΔΔΗΧ Πέτρο Χριστοδούλου. Τους δυο πιο στενούς μου συνεργάτες στην προσπάθεια αυτή. Με τον τότε Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιώργο Προβόπουλο η συνεργασία ήταν και στο μεγάλο αυτό θέμα άψογη, θεσμική, αποτελεσματική.

Είχα ως υπουργός, σε συνεργασία με τον πρωθυπουργό και με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου και τελικά της Βουλής, την ευθύνη της διαπραγμάτευσης, του συντονισμού, της προετοιμασίας και υπεράσπισης των σχετικών ρυθμίσεων στη Βουλή, της σύναψης των σχετικών συμβάσεων κ.ο.κ.

Τα πυρά της εθνικολαϊκιστικής αντιπολίτευσης στράφηκαν κυρίως προς εμένα. Πυρά για ποιο πράγμα; Γιατί απαλλάξαμε τη χώρα από ένα μεγάλο τμήμα του δημοσίου χρέους της! Γιατί οργα­νώσαμε και φέραμε εις πέρας τη μεγαλύτερη και ασφαλέστερη, στα διεθνή οικονομικά χρονικά, επιχείρηση μείωσης και αναδιάρθρωσης δημοσίου χρέους. Αυτή που συνιστά σήμερα τη βάση της εθνικής επιχειρηματολογίας για τις πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές που είχαν συμφωνηθεί στο Eurogroup από το 2012 ως τμήμα του PSI\OSI! Εκ των πραγμάτων κλήθηκα να καταβάλω το μεγαλύτερο κόστος, πολιτικό και προσωπικό. Άλλωστε ανέλαβα, αμέσως μετά τη θητεία μου στο Υπουργείο Οικονομικών, τα καθήκοντα του Προέ­δρου του ΠΑΣΟΚ, ηγήθηκα της παράταξης στις σκληρές εκλογικές αναμετρήσεις του 2012, του 2014 και του Ιανουαρίου του 2015 και μετείχα ως κυβερνητικός εταίρος στην κυβέρνηση συνεργα­σίας 2012-2015. Υπερασπίστηκα και υπερασπίζομαι, επειδή αυτή είναι η πολιτική, εθνική και ιστορική μου υποχρέωση, την αλήθεια, τα γεγονότα, τους αριθμούς, εντός και εκτός Βουλής.

Τα θεωρώ όλα αυτά ύψιστη τιμή. Και ιστορική τύχη. Αν δεν είχε επιτευχθεί η επέμβαση στο χρέος το 2012, σήμερα η Ελλάδα θα ήταν μια τριτοκοσμική χώρα. Μια μαύρη οπή στο χάρτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα πράγματα εξακολουθούν να είναι δύσκολα. Η χώρα παρήγαγε πρωτογενή ελλείμματα και προσέθετε χρέος και μετά τον Μάρτιο του 2012. Το Δεκέμβριο του 2014 η Ελλάδα είχε όμως διαμορφώσει τις προϋ­ποθέσεις της εξόδου από το μνημόνιο και της μετάβασης στο καθεστώς της προληπτικής πιστωτικής γραμμής, σύμφωνα με σχετική απόφαση του Eurogroup του Νοεμβρίου 2014. Ήδη τον Μάρτιο - Απρίλιο του 2014 είχε γίνει η πρώτη δοκιμαστική επάνοδος στις αγορές.

Υπήρχαν όμως οι εκλογικές τάσεις που είχαν καταγραφεί στις ευρωπαϊκές εκλογές του Μαΐου 2014 και η συνταγματικά επιβεβλη­μένη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας που σε περίπτωση αποτυχίας οδηγεί σε υποχρεωτική και αυτόματη διάλυση της Βουλής. Το εκλογικό σώμα έκανε την επιλογή του τον Ιανουάριο του 2015. Την έκανε και πάλι το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, παρά τα όσα μεσολάβησαν, συμπεριλαμβανομένου του δημοψηφίσματος της 5.7.2012 και της συμφωνίας της 12.7.2015. Ο Φεβρουάριος του 2017, με τη συμφωνία της 20.2.2017, θυμίζει έντονα το Φεβρουάριο του 2015. Η επικαιρότητα του βιβλίου αυτού είναι δυστυχώς προφανής.

 

Στο βιβλίο περιέχεται, στο πρώτο μέρος, η παρουσίαση της επέμβα­σης του 2012 όπως την έκανα στην κοινοβουλευτική υποεπιτροπή δημοσίου χρέους, στη συνεδρίαση της 20.12.2016. Στην εισήγηση και τη δευτερολογία μου προσέθεσα τον απολύτως αναγκαίο υπομνηματισμό και έκανα ελάχιστες διορθώσεις και διευκρινήσεις που καθιστούν πιο συνεκτικό και ευανάγνωστο το κείμενο εκτός των συμφραζομένων μιας προφορικής διαδικασίας. Όποιος επιθυμεί να έχει την πλήρη εικόνα της συζήτησης μπορεί να συμβουλευθεί τα πρακτικά της υποεπιτροπής στα οποία περιλαμβά­νονται και οι ερωτήσεις των βουλευτών-μελών της. Στο παράρτημα πινάκων και διαγραμμάτων και στο παράρτημα εγγράφων περι­λαμβάνονται τα υλικά που έθεσα υπόψη της υποεπιτροπής για την τεκμηρίωση της εισήγησής μου.

Στο πρώτο μέρος περιέλαβα επίσης την ομιλία και τη δευτε­ρολογία μου σε σχετική εκδήλωση του «Κύκλου ιδεών για την εθνική ανασυ­γκρότηση», στο αμφιθέατρο Θ. Καρατζά της ΕτΕ, στις 13.4.2016, με τη συμμετοχή των Daniel Cohen και Paul Kazarian, με συντονιστή τον Παντελή Καψή.

Στην εκδήλωση αυτή προβλήθηκαν σχολιασμένοι πίνακες και διαγράμματα που ετοίμασε ο Γιώργος Στρατόπουλος. Από το υλικό αυτό προ­έρχονται (με την αναγκαία επικαιροποίηση και προσαρμογή) οι πίνακες και τα διαγράμματα που παρουσίασα στην υποεπιτροπή δημοσίου χρέους στις 20.12.2016. Ευχαριστώ θερμά τον Γ. Στρατό­πουλο για τη συνεργασία και την άδεια χρήσης του υλικού.

Δεν περιέλαβα μια αντίστοιχη συνολική παρουσίαση στα αγγλικά, σε διεθνές συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στις 29-30.4.2016 στο Λος Άντζελες, στο University of South California.

Στο δεύτερο μέρος περιλαμβάνονται, με ελάχιστες προσαρμογές, μερικά από τα κείμενά μου (άρθρα και σχόλια) για ζητήματα χρέους που φωτίζουν επιμέρους κρίσιμες πλευρές, κυρίως τη σχέση με το ΔΝΤ, τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος και τις πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές. Τα κείμενα που περιλήφθηκαν καλύπτουν τη περίοδο 2012-2017. Όλα τα υπόλοιπα σχετικά κείμενά μου είναι διαθέσιμα στο www.evenizelos.gr.

Έκανα προσπάθεια να αποφύγω τις επαναλήψεις και επικα­λύ­ψεις, αυτές είναι όμως αναπόφευκτες λόγω της φύσης των κειμένων που συγκρο­τούν τον τόμο αυτό. Παρηγορούμαι με τη σκέψη ότι το μειονέκτημα αυτό μετατρέπεται σε πλεονέκτημα όταν γίνεται αυτοτελής χρήση κάποιου από τα κεφάλαια του βιβλίου.

Στο τρίτο μέρος περιλαμβάνονται οι βασικές κοινοβουλευτικές μου παρεμβάσεις του 2012 σχετικά με το PSI / OSI, για λόγους πληρότητας της τεκμηρίωσης αλλά και ευκολότερης σύγκρισης με τα όσα ακολούθησαν ως γεγονότα και ως επιχειρήματα.

Ευχαριστώ τις Εκδόσεις Επίκεντρο για την προθυμία τους και την ποιότητα της έκδοσης.

Ευάγγελος Βενιζέλος

Μάρτιος 2017