Να εκτίθεσαι

D
Νικόλ Πρεβεζάνου

Να εκτίθεσαι

Γράφοντας τα journals σχετικά με τη Σουηδία και την παραμονή μου εκεί, σκεφτόμουν συχνά το εξής: μήπως τελικά όλα αυτά που παρατηρούσα, που μάθαινα και που ζούσα στη χώρα αυτή με τους ανθρώπους της και δεν μου άρεσαν ή που τα έβλεπα κριτικά, ακόμη και παράλογα πολλές φορές, είναι η απόδειξη της δικής μου στενομυαλιάς, της δικής μου αδυναμίας προσαρμογής στο νέο περιβάλλον; Μήπως τελικά δεν κατάφερα ποτέ αυτό που περιέγραψα στο πρώτο σημείωμα, την ενσωμάτωσή μου δηλαδή στη νέα κουλτούρα, την «ένταξή» μου στον νέο αυτό κόσμο;

Η πραγματικότητα είναι ότι μου ήταν πολύ ευκολότερο από ό,τι περίμενα να ζω με τους νέους κανόνες. Η προσαρμογή ήταν σχεδόν μηχανική, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι πάντα ευκολότερο να ζεις σε ένα μέρος ακολουθώντας τούς mainstream κανόνες του. Δεν έγινα όμως (και δεν πιστεύω ότι θα γινόμουν, ακόμη κι αν έμενα περισσότερο) ένα «τυπικό δείγμα Σουηδής κατοίκου Στοκχόλμης», ούτε γι’ αστείο. Διατήρησα τα δικά μου σημεία αναφοράς, τα οποία είχαν δημιουργηθεί σε άλλο πλαίσιο και υπό άλλες συνθήκες. Θα μου πεις, «Δεν θαύμασες το τέλειο κράτος τους;» Ε, όχι, δεν το θαύμασα. Γιατί, απλούστατα, το «τέλειο», όπως το φαντάζονται όσοι δεν έχουν ζήσει σε άλλα μέρη, δεν υπάρχει. Αυτό ήταν ίσως το σημαντικότερο μάθημα που πήρα. Γι’ αυτό το λόγο, τα journals από τη Στοκχόλμη θεώρησα ότι θα ήταν τελείως ανώφελο να αναφέρουν κοινότοπα πράγματα, όπως τον «τέλειο κρατικό μηχανισμό» και το «τέλειο κοινωνικό κράτος». Αυτά τα βλέπει ίσως ένας περαστικός — ο κάτοικος όμως, βλέπει λίγο παραπέρα. Βλέπει, δηλαδή, ότι τα παραπάνω είναι απλώς διαφορετικά· και όχι τέλεια. Είναι, αν θέλετε, πιο λειτουργικά, όχι όμως λόγω μιας μαγικής συνταγής που θα μπορούσε να εφαρμοστεί και να πετύχει παντού, αλλά χάρη στην πολύχρονη και σταθερή εμπιστοσύνη που δείχνουν οι Σουηδοί πολίτες στο κράτος, στην αξία που του αποδίδουν και στην εσωτερική ανάγκη τους για κρατική προστασία. Η λειτουργικότητα, δε, αυτή δεν έρχεται μόνη της: συνοδεύεται από ένα μεγάλο βαθμό συναίνεσης των πολιτών σε μια κοινωνική ομοιομορφία, όπου δεν υπάρχουν μεγάλες εισοδηματικές διαφορές και όπου πολλές φορές οι ατομικές επιλογές περιορίζονται για χάρη του συνόλου. Το βλέπετε αυτό να μπορεί να εφαρμοστεί παντού; Εγώ όχι.

Θα τολμούσα να πω ότι, ζώντας στη Σουηδία, κατάλαβα και αγάπησα λίγο περισσότερο την Ελλάδα. Όχι φυσικά επειδή εμείς είμαστε «έξω καρδιά» κι αυτοί «βελανιδοφάγοι», ούτε επειδή οι Έλληνες είμαστε ο «εξυπνότερος λαός του κόσμου» ενώ αυτοί κορόιδα. Αυτό που έγινε είναι ότι ανακουφίστηκα με τη διαπίστωση ότι δεν υπάρχει τελικά λαός χωρίς εμμονές, χωρίς πολιτισμικά χαρακτηριστικά που πολλές φορές οδηγούν σε ανορθολογικές ή απλώς ακατανόητες στους άλλους συμπεριφορές.

Γι’ αυτό, για παράδειγμα, γινόμουν κάθε τρεις και λίγο έξαλλη με το σουηδικό νομικό πλαίσιο για την πορνεία και τις κοινωνικές προεκτάσεις του.

Γι’ αυτό αδυνατούσα να καταλάβω πώς εν έτει 2015 η χώρα αυτή έχει κρατικό μονοπώλιο στο αλκοόλ.

Γι’ αυτό γινόμουν αντιπαθής σε φιλικές και συγγενικές συναντήσεις όταν κατέκρινα την —κατά τη γνώμη μου— αφελή προσέγγισή τους σε ό,τι αφορούσε την εξωτερική τους πολιτική και την πολιτική τους για τη μετανάστευση.

Γιατί όλα τα παραπάνω έχουν διαμορφωθεί μέσα από ιστορικές συνθήκες που καθόρισαν στάσεις και συμπεριφορές και στα οποία εγώ δεν ήμουν παρούσα, ούτε συμμέτοχη.

Είναι λοιπόν αδύνατον να ενσωματωθείς πλήρως σε μια άλλη κοινωνία; Να γίνεις κομμάτι της, όχι μόνο τηρώντας τους νόμους και τους κανόνες ως πολίτης, αλλά υιοθετώντας ουσιαστικά τις πολιτισμικές της αναφορές;

Δεν έχω απάντηση.

Αυτό όμως για το οποίο είμαι σίγουρη είναι ότι, όσο περισσότερο εκτίθεται κανείς στη διαφορετικότητα, καλείται να προσαρμοστεί σε άλλες συνθήκες, χρειάζεται να συνεννοηθεί για το νόημα των λέξεων και για έννοιες από την αρχή, τόσο λιγότερο θα φοβάται, τόσο λιγότερο θα είναι δυσανεκτικός στο διαφορετικό, τόσο ευκολότερα θα βρίσκει λύσεις και θα εξελίσσεται.

Αφήνουμε όμως πια τη Σουηδία: από την επόμενη φορά, θα μιλάμε για τις Βρυξέλλες — ίσως το πιο πολυπολιτισμικό μέρος της Ευρώπης σήμερα.