Να μπω κι εγώ μαζί τους να τελειώσω

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Να μπω κι εγώ μαζί τους να τελειώσω

Τον Μάρτιο που μας πέρασε οι Εκδόσεις Αλεξάνδρεια εγκαινίασαν μια νέα σειρά στην κατηγορία των ιστορικών τους βιβλίων με τον υπότιτλο «Θέματα εβραϊκής ιστορίας». Με την ιδιότητα μιας απλής αναγνώστριας, χωρίς καμιά ιδιαίτερη γνώση ούτε της επιστήμης της Ιστορίας ούτε, ακόμα λιγότερο, των θεμάτων που αφορούν την ιστορία των Εβραίων και κυρίως του Ολοκαυτώματος, αναγνώστριας που πιστεύει όμως ακράδαντα πως η άγνοια της ιστορίας αποτελεί τον κύριο κίνδυνο επανάληψης τραγικών στιγμών της ανθρωπότητας, θα ήθελα να παρουσιάσω τρία βιβλία από αυτή τη σειρά. Πρόκειται για βιβλία μαρτυρίας, στα οποία καταγράφεται ο διωγμός των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, ο εκτοπισμός τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το Ολοκαύτωμα. Στο σημερινό μου αρχικό σημείωμα θα αναφερθώ στο βιβλίο «Χειρόγραφα 1944-1947. Από τη Θεσσαλονίκη στο Ζόντερκομάντο του Άουσβιτς», που βασίζεται ακριβώς στα χειρόγραφα του Μαρσέλ Νατζαρή.

Η πρώτη έκδοση των χειρογράφων αυτών έγινε το 1991 με την επιμέλεια της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου και της Ελένη Ελεγμίτου, από το Ίδρυμα Ετς-Αχαΐμ, στη Θεσσαλονίκη. Επέλεξα να αρχίσω την παρουσίαση της σειράς αυτής με το συγκεκριμένο βιβλίο γιατί μου θύμισε μια εκτενή αναφορά του Πρίμο Λέβι στο βιβλίο του, «Αυτοί που βούλιαξαν κι αυτοί που σώθηκαν», το οποίο διάβασα στο γύρισμα του αιώνα. Ο Λέβι αναφερόταν στο πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων που επικρατούσαν στο εσωτερικό των Λάγκερ. Όσοι έζησαν την εμπειρία των Λάγκερ, όπως και ο ίδιος, περίμεναν πως θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με δύο ομάδες: αυτή των θυμάτων και εκείνη των διωκτών. Περίμεναν ότι θα βρεθούν σ’ έναν κόσμο φοβερό αλλά ερμηνεύσιμο, σύμφωνα με το απλό αταβιστικό πρότυπο που φέραμε εντός μας. «Εμείς» μέσα και ο εχθρός «έξω, χωρισμένοι μ’ ένα σύνορο καθαρό, γεωγραφικό. Στο κεφάλαιο του βιβλίου του με τίτλο «Γκρίζα ζώνη», μιλά για συγκεκριμένους ρόλους που επιβλήθηκαν από τους Ναζί σε κάποιους κρατούμενους, και που συνοδεύονταν με κάποια προνόμια έναντι των υπολοίπων. Εκεί εντάσσει και την αναφορά του στα μέλη των Sonderkommando, για να ξεκαθαρίσει αμέσως μετά την άποψή του ως προς αυτούς. Sonderkommando ήταν ο όρος που χρησιμοποιούσαν οι Ναζί για τις ειδικές ομάδες που σχηματίστηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης και που είχαν επιφορτιστεί με τη διαχείριση των κρεματορίων· την τραγική, δηλαδή, εργασία εξαφάνισης κάθε στοιχείου που θα πιστοποιούσε την ύπαρξη των θαλάμων αερίων και της εν συνεχεία ομαδικής καύσης των θυμάτων στα κρεματόρια.

Ο Μαρσέλ Νατζαρή, στον οποίο είναι αφιερωμένο το βιβλίο που έχω στα χέρια μου σήμερα, είναι ένας Έλληνας Εβραίος πατριώτης που υπηρέτησε πιστά την πατρίδα στα χρόνια πριν τον εγκλεισμό του στο Άουσβιτς, ο οποίος, όταν επιτέλους τον ευνόησε η τύχη να γυρίσει πίσω ζωντανός από το χείλος του θανάτου όπου βρέθηκε, βρήκε το σπίτι του στη Θεσσαλονίκη καταπατημένο και την περιουσία του δεσμευμένη. Ο άνθρωπος αυτός είχε την τραγική μοίρα να επιλεγεί σαν ένα από τα μέλη της τελευταίας ομάδας των Sonderkommando στο Μπίργκεναου. Ήταν όμως και ένας από τους ελάχιστους που θέλησε να μιλήσει για τον ρόλο αυτό. Οι ομάδες των Sonderkommando απαρτίζονταν κυρίως από Εβραίους. Δεν ήταν καθόλου τυχαία η επιλογή — υπήρχε σαφής σκηνοθεσία. Στα πλαίσια ενός παροξυσμού και μίσους για τους Εβραίους, θα γράψει ο Πρίμο Λέβι, αυτοί που θα οδηγούσαν τους Εβραίους στους φούρνους έπρεπε να είναι επίσης Εβραίοι. Έπρεπε να αποδειχθεί πως αυτοί οι υπάνθρωποι, η κατώτερη φυλή, λυγίζει σε κάθε ταπείνωση, μέχρι του σημείου να εξοντώνουν εαυτούς. Έτσι, για την ελάφρυνση μερικών συνειδήσεων, για τη μετάθεση του βάρους της ενοχής. Κατηγορήθηκαν πως επρόκειτο για προνομιούχες ομάδες. Τα προνόμια αυτά, όμως, εξαντλούνταν στη σχετικώς ικανοποιητική τροφή για το διάστημα των, κατά κανόνα, τριών-τεσσάρων μηνών, μέχρι να έρθει η δική τους σειρά εξόντωσης. Κανείς δεν θα έπρεπε να επιζήσει, για να μην μπορεί κανείς να διηγηθεί. Κι αυτό το ήξεραν πολύ καλά. Οι ίδιοι, άλλωστε, θα καλούνταν να οδηγήσουν τους προκατόχους τους στα κρεματόρια.

Οι επιζήσαντες αυτών των ομάδων ήταν ελάχιστοι και ξέφυγαν τον θάνατο χάρη σε ένα απρόσμενο παιχνίδι της μοίρας. Μετά την απελευθέρωση δεν υπήρχε προθυμία να διηγηθούν την εμπειρία τους. Ό,τι έγινε γνωστό τα πρώτα χρόνια προερχόταν κυρίως από τις ομολογίες των εντολέων τους όταν δικάστηκαν ενώπιον διαφόρων δικαστηρίων, παρά από τις ελλιπέστατες καταθέσεις των ιδίων.

Οι δύο χειρόγραφες καταθέσεις του Νατζαρή, που διαβάζουμε στο βιβλίο, έχουν γραφτεί με διαφορά τριών χρόνων. Το πρώτο αποτελείται από δεκατρία φύλλα χαρτιού που έκρυψε σε ένα θερμός και που στη συνέχεια, αφού το έβαλε σε μια δερμάτινη τσάντα, έθαψε στα χώματα και τις στάχτες έξω από τα κρεματόρια στο Μπίργκεναου, λίγο πριν τα καταστρέψουν κάτω από τις εντολές των Ναζί. Το χειρόγραφο αυτό είναι ένα από τα εννιά μοναδικά χειρόγραφα άλλων μελών των Ζόντερκομάντο που βρέθηκαν στον ίδιο χώρο στο πέρασμα των χρόνων και που έγιναν γνωστά ως Οι Κύλινδροι του Άουσβιτς. Σε όλα περιγράφονται οι απάνθρωπες διαδικασίες της τελικής λύσης. Το χειρόγραφο του Νατζαρή έχει σαν παραλήπτη τον φίλο του Δημήτρη Στεφανίδη, στη Θεσσαλονίκη. Του γράφει γνωρίζοντας πως βρίσκεται στις τελευταίες μέρες της ζωής του, ξέροντας πως κανείς δεν θα επιζήσει, κανείς δεν θα επιστρέψει στην πατρίδα. Και θέλει να του μιλήσει για όλα:

Μετά δέκα ημέρας ταξιδίου […] αποσπάσαν τους γερούς και δυνατούς. Πού; Πού; Μήτσο μου; Σ’ ένα κρεματόριο, θα σας εξηγήσω πάρα κάτω την ωραία μας δουλειά που θέλησε ο Παντοδύναμος να πράξομε. […] Από έναν άνθρωπο δεν έβγαιναν παρά ½ οκά περίπου στάχτη. […] Τα δράματα που έχουν ιδεί τα μάτια μου είναι απερίγραπτα. […] Λένε ότι ήρθε διαταγή να μην σκοτώσουν πια Εβραίους και κατά τα φαινόμενα αληθεύει, τώρα στα τελευταία αλλάξανε γνώμη, τώρα όμως δεν έχει μείνει Εβραίος στην Ευρώπη. Διά εμάς όμως το πράγμα διαφέρει, εμείς πρέπει να λείψουμε από τη Γη διότι γνωρίζουμε πολλά από τους αφάνταστους τρόπους κακοποιήσεως και εκδικήσεών των. […] Αγαπημένοι μου, θα πείτε διαβάζοντας τι εργασία έκαμνα, πώς μπόρεσα να κάνω εγώ ή ένας οποιοσδήποτε άλλος αυτή τη δουλειά καίγοντας τους ομόθρησκούς μου, το έλεγα κι εγώ στην αρχή, σκέφτηκα πολλές φορές να μπω κι εγώ μαζί τους να τελειώσω, αλλά με κρατούσε πάντα η εκδίκησις.

Το δεύτερο χειρόγραφο, γραμμένο τον Απρίλιο του 1947 εν είδει σύντομου ημερολογίου, το έγραψε όταν πια είχε επιστρέψει στην Ελλάδα. Ξεκινά από την επιστράτευσή του το 1940. Συνεχίζει με την ένταξή του στο σύνταγμα του ΕΛΑΣ, τις αντιρρήσεις του και τη δυσαρέσκειά του για τον τρόπο που εξελισσόταν ο αγώνας (Δυστυχώς διαπιστώσαμε ότι εκεί θα ήμασταν όργανα ενός κόμματος και ουχί της πατρίδος…), την περιπέτεια που είχε με άδικες κατηγορίες από τη Μεραρχία του και την κατάληξή του σε νοσοκομείο της Αθήνας. Ακολουθεί η σύλληψή του από τα SS, τα βασανιστήρια κατά την παραμονή του στις φυλακές Αβέρωφ και η κατάληξή του στο Άουσβιτς της Πολωνίας κι από κει στο γειτονικό Μπίργκεναου, το εργοστάσιο του θανάτου και της «τελικής λύσης». Οι περιγραφές του από τους οκτώμισι μήνες που έζησε εκεί θα είναι αποκαλυπτικές, συνοδεύονται δε με σχετικά παραστατικά σκαριφήματα.

Δεν θα ήταν δυνατόν να τολμήσω εδώ την οποιαδήποτε περιληπτική μεταφορά του κειμένου, μιας κατάθεσης όπου τίποτε δεν μπορεί να είναι λιγότερο σημαντικό από κάτι άλλο, γιατί όλα μαζί συνθέτουν την ασχήμια του κόσμου μας. Μπορώ όμως να σημειώσω δυο πράγματα:

1. Την τραγική σημασία που έχει σε τέτοιες περιπτώσεις η τυχαία επιλογή του σωστού και του λάθους: Να πω ψέμα για να με επιλέξουν στα δεξιά, ή να επιδιώξω να παραμείνω στην αριστερή ομάδα; (Δήλωσα τζαμτζής το επάγγελμα. Ή αλλού: Μετά ένα τέχνασμα, περάσαμε εγώ και ορισμένοι άλλοι πιο γρήγορα).

2. Την απίστευτη δύναμη που μπορούν να έχουν κάποιες λέξεις και κάποιες φράσεις:

Ο ιατρός με το δαχτυλάκι του χώριζε [τους ανθρώπους].

Η πόρτα [του θαλάμου αερίων] ήταν ολόκληρη σκαλισμένη από τα νύχια.

Οι ειδικοί που έριχναν το γκάζι, αφού είχε τελειώσει η αποστολή τους, ξανανέβαιναν στο αυτοκίνητό τους [του υγειονομικού με τους τεράστιους ερυθρούς σταυρούς και με τη σημαιούλα] του Ερυθρού Σταυρού και έφευγαν.

Σ’ αυτήν την ανθρωποθάλασσα [των νεκρών στους θαλάμους αερίων] παρατηρούσαμε μιαν τόσο γαλήνη.

Το μακάβριον έργον μας συνίστατο εις το να σύρομεν τα πτώματα εις την πόρταν των φούρνων, αυτά τα ατελείωτα στόματα που δεν χόρταιναν ποτέ.

Αρκετά εκτενής είναι και η αναφορά στη μοναδική, απελπισμένη και αποτυχημένη απόπειρα εξέγερσης στην ιστορία των στρατοπέδων συγκέντρωσης στο Άουσβιτς. Στο κείμενό του θα περιγράψει ακόμα και κάποιες ανθρώπινες στιγμές, εκείνες που ο σημερινός αναγνώστης αδυνατεί να καταλάβει, δεδομένου ότι ο θάνατος καραδοκούσε πάνω από τα κεφάλια τους. Πράγματα στα οποία μπορούσαν να βρουν ανακούφιση: Στο ανέβασμα μιας θεατρικής παράστασης, για παράδειγμα, ή μιας συζήτησης για συνταγές φαγητών… Το χειρόγραφο καταλήγει με την αναφορά στην καταστροφή των κρεματορίων του Μπίργκεναου, και την περιπετειώδη μεταφορά τους στο Μαουτχάουζεν.

Γιατί αποδέχτηκαν αυτό το καθήκον λοιπόν; Γιατί δεν προτίμησαν τον θάνατο; Ο Πρίμο Λέβι κατηγορηματικά θα πει πως την κρίση αυτή μπορούμε να την εμπιστευτούμε μόνο σε όποιον βρέθηκε σε παρόμοιες περιστάσεις και είχε τη δυνατότητα να εξακριβώσει στον ίδιο του τον εαυτό τι σημαίνει να ενεργείς σε καθεστώς εξαναγκασμού. Και καταλήγει: Εάν εξαρτώταν από εμένα, εάν ήμουν υποχρεωμένος να κρίνω, θα αθώωνα ελαφρά τη καρδία όλους εκείνους των οποίων η συμμετοχή στην υπαιτιότητα υπήρξε ελάχιστη αλλά ο εξαναγκασμός μέγιστος.

Στο βιβλίο, τα δύο χειρόγραφα συνοδεύουν οι αναφορές του Ρώσου ιστορικού Πάβελ Πολιάν και του ειδικού στη φωτογραφία Αλεξάντρ Νικιτιάεβ, η εργασία των οποίων πέτυχε να αποδώσει το περιεχόμενο του —κατ’ αρχήν ιδιαίτερα δυσανάγνωστου— πρώτου χειρογράφου, σε πλήρως αναγνωρίσιμη μορφή. Συμπεριλαμβάνεται επίσης η αναφορά της καθηγήτριας Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, η οποία επιμελήθηκε τα χειρόγραφα κατά τις δύο δημοσιεύσεις τους. Η μελέτη του ερευνητή Αντρέα Κίλιαν, μαζί με κάποιες μαρτυρίες συγκρατούμενων του Νατζαρή, συμπληρώνουν άριστα το ιδιαίτερα διαφωτιστικό αυτό έργο. Η έκδοση προλογίζεται από τα παιδιά του Μαρσέλ Νατζαρή, Νέλλη και Αλμπέρτο.