Ναυτία

P
Δημήτρης Δημητράκος

Ναυτία

Το θέαμα είναι οικτρό. Ένας ολοσχερώς καμένο μαγαζάκι σε κεντρικό δρόμο της Αθήνας. Πρόκειται για το κατάστημα ρούχων της κυρίας Μαρίας Θεολόγου, στην οδό Θεμιστοκλέους. Το έκαψαν κουκουλοφόροι το πρωί της 6ης Δεκεμβρίου, ημέρα καθιερωμένη για την έκφραση πολιτικής και κοινωνικής αγανάκτησης, με όλα τα μέσα, νόμιμα και παράνομα — με σαφή προτίμηση για τα δεύτερα.

Το γεγονός αυτό με συγκλόνισε, κυρίως διότι το μέρος αυτό μού είναι πολύ οικείο — βρίσκεται δίπλα στο κτίριο όπου στεγαζόταν μέχρι πρόσφατα ο Amagi. Όμως, το συμβάν δεν έχει τίποτε πρωτόγνωρο. Είναι σχεδόν μπανάλ. Δρόμος στο κέντρο της πόλης με διάφορα καμένα ή λαφυραγωγημένα μαγαζιά έχει γίνει πλέον αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό του αθηναϊκού τοπίου. Οι μελλοντικοί πολεοδόμοι που θα αναλάβουν να «αναπλάσουν» την πρωτεύουσα θα αποφασίσουν, ίσως, να διατηρήσουν ως έχει το καμένο μαγαζάκι της κυρίας Θεολόγου, ως δείγμα μιας παρωχημένης —ελπίζουμε, τότε— εποχής.

Βέβαια, έχουν προηγηθεί χειρότερα. Έχουν πεθάνει άνθρωποι το 2010, όταν κουκουλοφόροι «αγανακτιστές» έβαλαν φωτιά στο κτίριο της MARFIN στην οδό Σταδίου, με αποτέλεσμα να καούν ζωντανοί τρεις υπάλληλοι. Ορισμένοι «αγανακτιστές» είχαν κάνει χλευαστικά σχόλια για τους νεκρούς στα κοινωνικά δίκτυα: οι νεκροί «δεν ήταν δικοί μας», ήταν «απεργοσπάστες», «μικροαστοί» και άλλα πολλά και αλγεινά.

Κάθε ορθολογικό άτομο, κάθε δημοκρατικός και εχέφρων πολίτης της χώρας αυτής, ασφαλώς αγανακτεί με αυτήν την καθιερωμένη, πλέον, τελετουργία άκρατης βίας στο κέντρο της πόλης. Καταδικάζει ανεπιφύλακτα και εκφράζει σε υψηλούς τόνους την περιφρόνηση που νιώθει για αυτούς που βιαιοπραγούν κατ’ αυτό τον τρόπο για να εκφράσουν την όποια διαμαρτυρία τους.

Αναρωτιέμαι, όμως, τι είναι εκείνο που ωθεί ή εμπνέει έναν αγανακτισμένο νέο της εποχής μας. Ασφαλώς υπάρχει το στοιχείο της αγανάκτησης. Η κινητήρια δύναμη, όμως, είναι το πάθος για την επανάσταση, η ανάγκη συμμετοχής σε έναν κοινό αγώνα για το δίκαιο στον οποίο δεν πρέπει να είναι κανείς φειδωλός, ούτε καν υπολογιστικός, με τις θυσίες που πρέπει να γίνουν. Η επανάσταση είναι για τον εξεγερμένο κάτι σαν φυσική δύναμη, μια καταιγίδα στην οποία κανείς δεν πρέπει να αντισταθεί, μια καταιγίδα με καθαρτικό ρόλο, παρά τον καταστροφικό της χαρακτήρα· ή μάλλον, καθαρτικό ακριβώς λόγω του καταστροφικού της χαρακτήρα. Και αυτό είναι κάτι που ορισμένοι από μας βιώσαμε στο Παρίσι τον Μάη του 1968.

Ο Μάης του ’68, μαζί με τα πολλά θετικά που είχε, αποτέλεσε και μια αρνητική εμπειρία για πολλούς από μας: θόλωσε ή εξάλειψε εντελώς τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, εκείνο που είναι δίκαιο και ανθρώπινο από εκείνο που είναι αυθαίρετο και απάνθρωπο. Λέγαμε ότι η βία είναι αναγκαία σε τελευταία ανάλυση. Όμως δεν περιμέναμε την τελευταία ανάλυση. Αρχίζαμε από τη βία, πολλές φορές άσκοπα, για χάρη της βίας. Η αγανάκτηση είναι το καύσιμο που βρίσκεται πάντα σε επάρκεια. Η κινητήρια δύναμη, όμως, είναι το πάθος για την επανάσταση.

Το πάθος αυτό δεν είναι καινούργιο. Δεν το έχουν μόνο οι νέοι της εποχής μας. Το είχαμε κι εμείς. Το είχαν και το έχουν άλλοι, γεροντότεροι, και το εκφράζουν σήμερα, μη συναισθανόμενοι το γελοίο θέαμα που προσφέρουν. Ασφαλώς και ο Μαρξ είχε το ίδιο πάθος. Το είχε, επίσης, ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας Αλεξάντρ Χέρτσεν (1812-1870), που θεωρείται πατέρας του ρωσικού σοσιαλισμού. Όμως ο Χέρτσεν απογοητεύθηκε από τον πρωτογονισμό και την απανθρωπία που έδειξαν οι Ρώσοι επαναστάτες, όντας ο ίδιος πριν απ’ όλα ανθρωπιστής και φιλελεύθερος. Τον απωθούσε και η περιφρόνηση που έδειχναν οι «μηδενιστές» επαναστάτες για τον πολιτισμό και τη δημοκρατία. Σε γράμμα του προς τον φίλο του Νικολάι Ογκάρεφ το 1868 έκανε την αυτοκριτική του, βλέποντας στους επαναστάτες και τα έργα τους πού οδηγούσε αυτό που τον ενέπνευσε. Τα ερωτικά πάθη τα ακολουθεί συχνά η σύφιλη, έγραψε. Αυτοί είναι «η σύφιλη που ακολούθησε το επαναστατικό μας πάθος».

Την ίδια ηθική και αισθητική αποστροφή —ναυτία— νιώθω κι εγώ στη θέα του καμένου μαγαζιού στην οδό Θεμιστοκλέους. Μια τρύπα. Ένα κενό με «ντεκόρ» μερικά αποκαΐδια. Και που είναι ο επίλογος και στο όνειρο που είχε εκφράσει ο παρισινός Μάης. Τουλάχιστον εκείνος δεν επέδειξε τη βαρβαρότητα των επιγόνων του.

Δυστυχώς, όμως, είναι ο φυσικός πατέρας αυτής της βαρβαρότητας.

[ Εικονογράφηση: Στο ύφος του Hieronymus Bosch: Η κάθοδος του Χριστού στην Κόλαση, περ. 1550-60. Λάδι σε ξύλο 53,3 × 116,8 εκατ. Μητροπολιτικό Μουσείο, Νέα Υόρκη ].