Neminem laedere
Με αφορμή την πρόσφατη ιταλική περιπέτεια, ξαναφούντωσαν οι συζητήσεις στον Τύπο και στο διαδίκτυο για το πρωτείο της πλειοψηφικής απόφασης τω «λαών» ή των «εθνών» απέναντι στις ενστάσεις ή και το βέτο άλλων θεσμικών οργάνων ενός κράτους, ακόμα και αν μια τέτοια απόφαση έχει ορατές καταστροφικές συνέπειες όχι μόνο για το συγκεκριμένο κράτος και τον λαό του, αλλά και για τα κράτη και τους λαούς που είναι συνδεδεμένα με αυτό, όπως στην περίπτωση της Ιταλίας και των εταίρων της στην Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι οπαδοί της θέσης του «πρωτείου της εκλογικής πλειοψηφίας» επικαλούνται το αναφαίρετο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών, το οποίο εκφραζόμενο μέσα από μια τυπικά ορθή εκλογική διαδικασία ισοδυναμεί με το αναφαίρετο δικαίωμα ενός φυσικού προσώπου να είναι απόλυτος κύριος της ζωής του μέχρι του σημείου της αυτοαναίρεσής της, δηλαδή της αυτοκτονίας. Το ερώτημα που τίθεται έτσι με δραματικό τρόπο είναι: Έχουν άραγε τα έθνη δικαίωμα να αυτοκτονήσουν;
Κατά τη γνώμη μου, ήδη η διατύπωση του ερωτήματος δείχνει ότι αυτοί που το θέτουν υποπίπτουν στο σφάλμα της σύγχυσης των κατηγοριών: Από το γεγονός ότι σε μερικές περιπτώσεις ένα έθνος αντιμετωπίζεται ως το υποκείμενο μιας πράξης ή ο αποδέκτης ενός παθήματος (π.χ. οι Ιταλοί ψήφισαν υπέρ της Λέγκας και του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, οι Έλληνες υφίστανται τις οδυνηρές συνέπειες της οικονομικής κρίσης) και ότι του αποδίδονται χαρακτηριστικές ιδιότητες ενός φυσικού προσώπου (οι Τσέχοι είναι πειθαρχικοί, οι Έλληνες είναι φιλόξενοι) συμπεραίνουν ότι το έθνος είναι μια οντότητα αντίστοιχη ενός φυσικού προσώπου. Όμως αυτή η άποψη είναι εσφαλμένη. Ένα έθνος δεν είναι μια ενιαία και οργανικά δομημένη οντότητα όπως ένας άνθρωπος. Η σχέση ενός έθνους με τους ανθρώπους που το αποτελούν δεν είναι η ίδια —ούτε είναι καν ανάλογη— με τη σχέση ανάμεσα σε έναν άνθρωπο και τα μέρη του, δηλαδή τα όργανά του, τα μέλη του, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και τον χαρακτήρα του. Ένας άνθρωπος δεν είναι το απλό άθροισμα αυτόνομων οργάνων που από εξωτερικούς λόγους έχουν συναρμολογηθεί έτσι ώστε να δημιουργηθεί ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος έχει μια εσωτερική σχέση με τα μέρη του, η οποία απορρέει από τη ίδια την φύση του ανθρώπου και η οποία προσδιορίζει ένα μέρος, π.χ. την καρδιά, τον εγκέφαλο ή το χέρι, ως το μέρος αυτού του συγκεκριμένου ανθρώπου και κανενός άλλου (αν δεν ίσχυε αυτό, τότε οι μεταμοσχεύσεις θα ήταν καθημερινό φαινόμενο και δεν θα απαιτούσαν ειδική ιατρική τεχνογνωσία).
Αντίθετα, ένα έθνος είναι πάντα ο συναθροισμός ατόμων για λόγους που δεν απορρέουν από το ίδιο το έθνος αλλά από τους ανθρώπους που το συγκροτούν. Αυτοί οι λόγοι μπορεί να είναι πολλοί και ποικίλοι και να ανήκουν σε πολλές διαστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Συνήθως οι άνθρωποι που απαρτίζουν ένα έθνος μοιράζονται μια κοινή γλώσσα, κοινά έθιμα και ένα λίγο ή πολύ κοινό παρελθόν, ενώ ένα μέρος των μελών ενός έθνους είναι συνδεδεμένο με άλλα μέλη του ίδιου έθνους με δεσμούς συγγενείας. Όμως όλα αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι ούτε οι αιτίες, ούτε έκφραση της «φύσης» (οι αρχαίοι θα έλεγαν «της ψυχής») ενός έθνους, αλλά απορρέουν από την αναγνώριση των μελών του έθνους ότι είναι αυτά που τα συνδέουν. Η συγκρότηση ενός έθνους και η διαχρονική συνοχή του είναι αποτέλεσμα μιας διαχρονικής και διαρκούς απόφασης των μελών του ότι συγκροτούν αυτό το έθνος και κανένα άλλο.
Με άλλα λόγια, η συγκρότηση και η διαχρονική διατήρηση ενός έθνους είναι ένα συμβατικό φαινόμενο: είναι το αποτέλεσμα μιας συνειδητής συλλογικής απόφασης η οποία καθορίζει τους όρους της συμμετοχής ενός ανθρώπου στη συλλογική οντότητα που δημιουργεί και που ονομάζουμε έθνος (ή λαό). Ένα έθνος δεν είναι λοιπόν μια αυθύπαρκτη οντότητα, μια πρώτη ουσία, αλλά το αποτέλεσμα ενός (όπως ονομάζεται στη νεότερη φιλοσοφική σκέψη) κοινωνικού συμβολαίου ανάμεσα στα μέλη αυτού του έθνους. Το ότι ένα έθνος είναι κάτι συμβατικό και όχι κάτι αυθύπαρκτο δεν συνεπάγεται αναγκαστικά ότι υπάρχει η ανάμνηση της ιστορικής στιγμής της σύναψης αυτού του συμβολαίου, ή ότι αυτό έχει μια ρητή μορφή, π.χ. ως υλικό ντοκουμέντο, αν και υπάρχει τουλάχιστον ένα ιστορικό παράδειγμα ήδη από την αρχαιότητα ενός ρητού εθνικού κοινωνικού συμβολαίου σε μορφή ντοκουμέντου — η Τορά.
Όμως η ύπαρξη ενός εθνικού κοινωνικού συμβολαίου δεν βασίζεται μόνο στην απλή θεληματική αναγνώριση της συμμετοχής ορισμένων ανθρώπων σε ένα συγκεκριμένο έθνος, δεν είναι δηλαδή μόνο μια τυπική πράξη, αλλά έχει και ένα ουσιαστικό περιεχόμενο. Η σύσταση ενός έθνους είναι ο κύριος τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι υλοποιούν τις προσταγές του λεγόμενου φυσικού δικαίου. Δεν θα εισέλθουμε εδώ στις λεπτομέρειες τόσο της πηγής όσο και του περιεχομένου του φυσικού δικαίου, αλλά θα υπενθυμίσουμε μόνο ότι η βασική του αρχή συνοψίζεται στην προσταγή neminem laedere, δηλαδή «μη βλάπτεις κανένα». Ως αρχή του φυσικού δικαίου, το neminem laedere δεν είναι νομική αλλά ηθική προσταγή και αποτελεί τη βάση επάνω στην οποία θεμελιώνεται κάθε μορφή θετικού δικαίου — το οποίο βέβαια προϋποθέτει τη συμβατική συγκρότηση του κοινωνικού σώματος όπου θα ισχύει, δηλαδή του έθνους (το οποίο θα πάρει ένα συγκεκριμένο κρατικό σχήμα).
Από τα παραπάνω συνεπάγεται ότι ήδη για εννοιολογικούς λόγους το ερώτημα αν τα έθνη έχουν δικαίωμα να αυτοκτονούν είναι κενό.
Όμως αντίθετα δεν είναι καθόλου κενό το ερώτημα αν μια συγκυριακή πλειοψηφία έχει το δικαίωμα να διαλύσει το καταστατικό κοινωνικό συμβόλαιο του έθνους. Η απάντηση με βάση τα όσα είπαμε είναι προφανώς αρνητική. Και όχι μόνο αυτό, κάτι τέτοιο αποτελεί και έγκλημα. Γιατί αν μια πλειοψηφία αποφασίσει κάτι που βλάπτει όχι μόνο αυτήν αλλά και όλους τους άλλους συμβαλλομένους στο εθνικό κοινωνικό συμβόλαιο, τότε το συμβόλαιο αυτό καταλύεται αφήνοντας πίσω μόνο μια ομάδα ανθρώπων, που μπορεί να μοιράζονται ακόμα μια γλώσσα και ένα κοινό παρελθόν, αλλά παύουν να αποτελούν πλέον ένα έθνος (ή ένα λαό). Και επειδή κάθε ομάδα που συνάπτει ένα εθνικό κοινωνικό συμβόλαιο, το κάνει επάνω στη βάση του φυσικού δίκαιου, το οποίο προβλέπει την απολυτή ισχύ της αρχής neminem laedere (ή, για να χρησιμοποιήσουμε μια πιο ρομαντική έκφραση, της αρχής της απολυτής προστασίας της ανθρώπινης αξίας), καθίσταται σαφές ότι η διάλυση ενός εθνικού κοινωνικού συμβολαίου αποτελεί έγκλημα όχι μόνο εναντίον των ομοεθνών που δεν συναινούν στη διάλυσή του και βλάπτονται από αυτήν, αλλά και έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.