New Year’s Resolutions
Κάθε θαύμα τρεις μέρες, το μεγάλο τέσσερις, λέει η λαϊκή παροιμία για τα θαύματα, αλλά εγώ έχω πάρει στο μάκρος της ζωής μου θαυμάσιες αποφάσεις για το νέο έτος που έχουν κρατήσει πολύ λιγότερο από τρεις-τέσσερις μέρες. Η αβάσιμη συνήθως αισιοδοξία πως φέτος —θα το δεις!— κάτι θα αλλάξει και η αναμενόμενη αλλά πάντως διδακτική διάψευση των προσδοκιών, η αναψηλάφηση όλων των ενδεχομένων και, κυρίως, το ηδονικό παιχνίδι με τις άπειρες δυνατότητες αποτελούν, νομίζω, την κατεξοχήν χρησιμότητα των αποφάσεων που κατ’ έθιμον παίρνουμε και με αισιοδοξία ανακοινώνουμε στην αρχή κάθε χρόνου. Πέρυσι, ας πούμε, είχα αποφασίσει να γράφω ένα χαϊκού κάθε μέρα ή, έστω, δυο-τρεις στίχους κι ας μην είχαν αυστηρή συλλαβική μορφή. Την πρώτη μέρα του Ιανουαρίου το έκανα: «Πρώτη του χρόνου· / αν δεν γράψεις δυο στίχους, / να μην κοιμηθείς». Λίγες μέρες ακόμα το συνέχισα και ύστερα το παράτησα. Και πάλι, όμως, ωραία ήταν.
Η φετινή μεγάλη (γιατί υπάρχουν, εννοείται, και πολλές μικρές) αναγνωστική μου απόφαση για το νέο έτος είναι να διαβάζω λίγες σελίδες από το ίδιο βιβλίο, κάθε ημέρα του χρόνου. Να διαλέξω δηλαδή, πριν από την 1η Ιανουαρίου, ένα βιβλίο (ή τα διηγήματα ή τα ποιήματα ενός συγγραφέα που να μπορεί να εκληφθούν ως ένα έργο) και να διαβάζω από αυτό λίγη ώρα και τις 365 μέρες του χρόνου (366 φέτος). Δέκα-είκοσι λεπτά στη διάρκεια ενός ολόκληρου εικοσιτετραώρου θα μπορώ, πιστεύω, πάντα να τα εξασφαλίζω για αυτή την ηδονική ενασχόληση, ίσως και μισή ώρα κάποιες φορές, ό,τι άλλο κι αν διαβάζω κάθε φορά, όσες υποχρεώσεις και αν γεμίζουν τον χρόνο μου, όπως πάντα.
Η ιδέα δεν είναι, προφανώς, ούτε καινούρια ούτε πρωτότυπη. Η αλήθεια είναι πως, τώρα που γράφω, δεν μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου καμία σχετική αναφορά· είμαι ωστόσο βέβαιος πως, στα βιβλία που έχω διαβάσει, συχνά έχω πέσει πάνω σε τέτοιες αφηγήσεις και έχω ζηλέψει την αφοσίωση, τη συνέπεια και την πειθαρχία του αφηγητή τους. Είναι σίγουρο επίσης πως πολλοί από τους πιστούς των θρησκειών που στηρίζονται σε κάποιο ιερό βιβλίο το ανοίγουν καθημερινά προκειμένου να διαβάσουν δυο-τρία λόγια από αυτό. Και στο βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού «Γιατί γράφω ποίηση» βρίσκω την εξής πληροφορία: «Ο Πάμπλο Καζάλς, επί εβδομήντα χρόνια, άρχιζε τη μέρα του παίζοντας Μπαχ». Άλλη τέχνη, ίδια συνήθεια — πολλαπλασιασμένη επί εβδομήντα!
Η δική μου φιλοδοξία για φέτος είναι πάντως πολύ μετριοπαθέστερη και λιγότερο μεγαλόπνοη. Μου αρκεί να βρω ένα βιβλίο και να διαβάζω λίγο από αυτό ολόκληρη τη χρονιά. Το να καταλήξω βέβαια σε ένα μόνο βιβλίο θα αποδειχτεί πιθανότατα το πιο δύσκολο μέρος του εγχειρήματος αλλά και το πιο απολαυστικό και διδακτικό. Θα πρέπει, καταρχάς, να είναι ένα αρκετά ογκώδες ανάγνωσμα ώστε να μη βρεθώ στο τέλος της χρονιάς να το έχω διαβάσει δέκα φορές — αποκλείονται λοιπόν τα «Μαλαισιανά τραγούδια» του Ιβάν Γκολ. Αλλά να μην είναι και τόσο μεγάλο, ώστε να προλάβω να το ολοκληρώσω, μια και σκοπεύω να διαβάζω από αυτό λίγη μόνο ώρα κάθε μέρα — αποκλείεται λοιπόν, πιθανότατα, και το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», στο σύνολό του τουλάχιστον. Επίσης θα πρέπει να διαβάζεται αποσπασματικά χωρίς να χάνεται το νόημα και η ουσία του εξαιτίας μιας τέτοιας ανάγνωσης — άρα αποκλείεται και ολόκληρος ο Τόμας Μαν.
Τι μένει λοιπόν; Μετά από επαναλαμβανόμενους περιπάτους και βαθιά περισυλλογή μπροστά στα ράφια της βιβλιοθήκης μου, κατέληξα σε εννέα υποψήφιους συγγραφείς (πολύ περισσότερο από εννέα βιβλία δηλαδή) και κουβάλησα όλους τους τόμους πάνω στο γραφείο μου — εργασία που αποτελεί, ας το ομολογήσω εδώ, μια και το ’φερε η κουβέντα, μία από τις βασικές μου ασχολίες όσον αφορά τα βιβλία: να τα κατεβάζω με ποικίλες αφορμές από τα ράφια της βιβλιοθήκης ή από όπου βρίσκονται και να τα μεταφέρω πάνω στο γραφείο μου και ξανά πίσω. Στοίβαξα λοιπόν δίπλα στον υπολογιστή τον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες (δύο τόμοι), τις «Ωδές» του Οράτιου (τέσσερις τόμοι), την «Ιστορία» του Ηροδότου (πέντε τόμοι), τα «Ποιήματα και Πεζά» του Σολωμού (δύο τόμοι), τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη (τρεις τόμοι), τον «Λυρικό βίο», τα ποιήματα δηλαδή του Σικελιανού (έξι τόμοι), τα διηγήματα και μυθιστορήματα του Παπαδιαμάντη (δεκαπέντε τόμοι), τις «Μέρες», το ημερολόγιο δηλαδή του Σεφέρη (επτά τόμοι) και τις «Συνομιλίες με τον Γκαίτε» του Έκερμαν (δύο τόμοι).
Όλοι οι συγγραφείς της βραχείας αυτής λίστας είναι, προφανώς, κλασικοί και δοκιμασμένοι, αφού, εννοείται, δεν θα δεσμευόμουν με ένα εντελώς άγνωστό μου βιβλίο για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα όσο είναι ο ένας χρόνος καθημερινής ανάγνωσης. Όλα τα βιβλία που διάλεξα τα έχω ήδη κάποτε (μερικά από αυτά μάλιστα πολύ πρόσφατα) διαβάσει στο σύνολό τους ή στο μεγαλύτερο μέρος τους — ξέρω λοιπόν πολύ καλά περί τίνος πρόκειται και μπορώ να προχωρήσω στους σκληρούς πλην απαραίτητους για το σχέδιό μου αποκλεισμούς και εν συνεχεία στην τελική μου επιλογή.
Κάποια από αυτά τα απέκλεισα είτε επειδή σκοπεύω να τα αρχίσω και να τα ολοκληρώσω πιο σύντομα και όχι σε ένα χρόνο είτε επειδή θέλω να τα διαβάσω συγκεντρωμένος αποκλειστικά σε αυτά (τον Σεφέρη και τον Θερβάντες, συγκεκριμένα). Άλλα επειδή μάλλον δεν θέλω, τελικά, να τα διαβάσω στο σύνολό τους (τον Σικελιανό και τον Σολωμό), και τον Παπαδιαμάντη επειδή, έτσι κι αλλιώς, κάθε τόσο τον πιάνω στα χέρια μου και διαβάζω ένα-δυο διηγήματά του.
Έτσι κατέληξα στον Ηρόδοτο, που ήταν εξάλλου επιθυμία μου να τον διαβάσω ολόκληρο, από την αρχή μέχρι το τέλος, εδώ και πάρα πολλά χρόνια — από τότε πιθανώς που τον διάβασα αποσπασματικά. Άλλωστε, ας το παραδεχτούμε, λίγα πράγματα είναι πιο απολαυστικά από την ανάγνωση αυτού του συγγραφέα, που συνδυάζει θαυμαστή πνευματική ευθύτητα και ειλικρίνεια με τη γοητεία και τη χάρη του παραμυθά και παιδική αφέλεια και ακόρεστη περιέργεια με βαθιά ιστορική αίσθηση και σοφή ανθρωπογνωσία. Που γράφει, όπως ανακοινώνει ήδη στο προοίμιό του, για τα μεγάλα και θαυμαστά ανθρώπινα έργα, αλλά δεν αφήνει ούτε ένα μικρό και ασήμαντο που να μην το αναφέρει και ευφρόσυνα σχολιάσει. Που γράφει για τη δεσποτική εξουσία και για τον έρωτα, για τη δημοκρατία και για τον πόλεμο, για την Ελλάδα και για τον κόσμο ολόκληρο.
Πάμε, λοιπόν, λίγες σελίδες κάθε μέρα:
Ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό εκθέτει εδώ τις έρευνές του, για να μην ξεθωριάσει με τα χρόνια ό,τι έγινε από τους ανθρώπους, μήτε έργα μεγάλα και θαυμαστά, πραγματοποιημένα άλλα από τους Έλληνες και άλλα από τους βαρβάρους, να σβήσουν άδοξα· ιδιαίτερα γίνεται λόγος για την αιτία που αυτοί πολέμησαν μεταξύ τους [μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτη].