A Night at the Opera
Κι έτσι πήγα κι εγώ στο Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού για να παρακολουθήσω τη δεύτερη μεγάλη θερινή παραγωγή της ΕΛΣ για αυτή τη σεζόν: την Κάρμεν.
Καταρχάς πρέπει να πω ότι η μουσική εκτέλεση του έργου και η παρουσίασή του από τους καλλιτέχνες ήταν έξοχες. Επειδή όμως μια παράσταση όπερας δεν είναι μια απλή ραδιοφωνική παραγωγή, όπου αρκούν οι καλοί σολίστ και η καλή ορχήστρα, υπάρχει και ένας τρίτος σημαντικός παράγων που πρέπει να συνυπολογιστεί στον απολογισμό της επιτυχίας της — η σκηνοθεσία. Και αυτή ήταν καταστροφική, συμπαρασύροντας έτσι στα αισθητικά τάρταρα και τη μουσική επίδοση της ορχήστρας και την καλλιτεχνική προσπάθεια των μονωδών.
Για να γίνω καλύτερα κατανοητός πρέπει να ανατρέξουμε στην αρχική δραματουργική σύλληψη της όπερας, η οποία διαδραματίζεται στην Ισπανία του 1820. Ο Μπιζέ μάς παρουσιάζει μια Ισπανία στην αρχή μιας πρώιμης βιομηχανικής εποχής, μια χώρα που μόλις αρχίζει να συνέρχεται από τα τραύματα ενός αιματηρού πολέμου, μια χώρα στη μετάβαση από τη μεσαιωνική παράδοση στη νεωτερικότητα. Δεν είμαι σε θέση να κρίνω κατά πόσο αυτή η εικόνα που μας παρουσιάζει ο Μπιζέ είναι ρεαλιστική, πρέπει όμως να την αποδεχτούμε ως το σημείο εκκίνησης για κάθε μεταγενέστερη σκηνική ερμηνεία του έργου.
Είναι μια διαδεδομένη παράδοση στη σύγχρονη σκηνοθετική ερμηνεία έργων όπερας να αναπτύσσεται παράλληλα προς την αρχική πλοκή του έργου μία «λανθάνουσα πλοκή», η οποία συχνά παρουσιάζει μια εντελώς διαφορετική άποψη της αρχικής πλοκής και πολλές φορές περιέχει ευθείες αναφορές σε σύγχρονα κοινωνικά ή πολιτικά θέματα. Όμως τέτοιου είδους «αλλοτριώσεις» ενέχουν πάντοτε τον κίνδυνο της αποτυχίας, είτε επειδή δεν γίνονται κατανοητές ή παρεξηγούνται από το κοινό, είτε επειδή διαστρεβλώνουν εντελώς την αρχική ιδέα του συνθέτη. Δυστυχώς σε αυτό το δεύτερο αμάρτημα υπέπεσε η αθηναϊκή Κάρμεν του καλοκαιριού του 2016.
Η όπερα αρχίζει με ένα σκηνικό που θυμίζει στρατόπεδο συγκεντρώσεως που φυλάσσεται από στρατιώτες απροσδιορίστου καταγωγής — μια γρήγορη αναζήτηση στο Διαδίκτυο αποκαλύπτει ότι οι στολές τους είναι ένα μίγμα μοντέρνων στολών παραλλαγής συμπληρωμένων με κόκκινα δίκοχα που θυμίζουν τα δίκοχα των δραγόνων της Αυστροουγγαρίας την εποχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η στολή του αξιωματικού τους όμως είναι μια ευθεία αναφορά στις στολές των αξιωματικών του ελληνικού στρατού της εποχής της χούντας.
Κατά τη διάρκεια της εισαγωγής, η σκηνή πλημμυρίζει από γυναίκες με δισάκια και μπόγους — μερικές φορούν σωσίβια, όπως αυτά που δένουν πάνω τους οι πρόσφυγες στα σαπιοκάραβα των ανά τη Μεσόγειο διακινητών. Οι δραγόνοι/στρατοχωροφύλακες μπαίνουν στο στρατόπεδο και αρχίζουν να χτυπούν τις γυναίκες ανελέητα και να τις σπρώχνουν προς ένα χώρο που εξωτερικά μοιάζει με κοντέινερ εμπορευμάτων και να τις κλείνουν εκεί. Λίγα λεπτά αργότερα εμφανίζεται ένας στρατιώτης που ανοίγει μια καταπακτή στο επάνω μέρος του κοντέινερ και αδειάζει εκεί μερικούς κάδους σκουπιδιών. Α, ναι, κι ένας νεκρός ταύρος κείται στο χώμα μέσα στην αυλή του στρατοπέδου. Αργότερα μαθαίνουμε πως είναι κι αυτός μια αναφορά στην έκβαση της ιστορίας, όταν, προς το τέλος της τρίτης σκηνής της πρώτης πράξης, ο ταυρομάχος Εσκαμίγιο εμφανίζεται, κόβει το ένα του κέρατο, όπως συνηθίζεται, ως τρόπαιο και ο ταύρος αποσύρεται στα παρασκήνια…
Την εισαγωγή ακολουθεί η πρώτη πράξη. Στην τρίτη σκηνή εμφανίζεται ο χορός των γαβριάδων που κοροϊδεύει τους στρατιώτες τραγουδώντας το περίφημο εμβατήριο «Αvec la garde montante». Όμως την προσοχή του κοινού τραβά η ξαφνική προετοιμασία της εκτέλεσης ενός μελλοθανάτου, που δεν είναι άλλος από τον Δον Χοσέ, ο οποίος, όπως μας κάνει γνωστό το μυθιστόρημα του Μεριμέ που επάνω του βασίζεται η όπερα, παραδόθηκε στις Αρχές μετά τον φόνο της Κάρμεν και καταδικάστηκε σε θάνατο στην γκαρότα.
Στη συνέχεια, η σκηνοθεσία ακολουθεί μέχρι το διάλειμμα λίγο ώς πολύ την πεπατημένη με μικρές παρεμβολές που υποτίθεται πως φέρνουν την ιστορία λίγο πιο κοντά σε έναν σύγχρονο υπόκοσμο. (Αργότερα μαθαίνουμε πως οι λαθρέμποροι της αθηναϊκής Κάρμεν δεν διακινούν καπνό, αλάτι και κρασί, αλλά ανθρώπους, κλείνοντας έτσι τον κύκλο με τους πρόσφυγες της εισαγωγής). Όμως οι ερμηνευτικές ράγες έχουν ήδη στρωθεί, απομακρύνοντάς μας από τη διήγηση του τραγικού διλήμματος ενός νέου και φιλόδοξου ευγενούς ανάμεσα στην πειθαρχημένη και συμβατικά ευτυχή ζωή ως σεβάσμιο μέλος μιας πρωτο-αστικής κοινωνίας και την άγρια έλξη της ζωής του επικηρυγμένου απόκληρου της κοινωνίας που ζει για την ηδονή της στιγμής και υποφέρει από τα νάζια της άπιστης περιπλανώμενης ερωμένης του, και οδηγώντας μας στη διήγηση μιας ιστορίας τοποθετημένης μέσα σε ένα δυστοπικό παρόν με το δίλημμα να έχει πλέον απισχνανθεί στην επιλογή ανάμεσα σε μια ομάδα ασυνείδητων διακινητών ανθρώπων και ένα άκαρδο αυταρχικό κράτος που δεν διστάζει να χτυπά και να απωθεί με όλα τα μέσα πρόσφυγες που καταφθάνουν στις ακτές του ζητώντας άσυλο και προστασία.
Η αναχρονιστική εκτέλεση του Δον Χοσέ στη μέση ενός παιδικού παιχνιδιού μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ίσως λίγο «άκομψο», κακόγουστο και περιττό σχόλιο, σαν μια επίκληση στην αίσθηση του χιούμορ του θεατή. Η αναφορά όμως στην ουβερτούρα στους πρόσφυγες που πνίγονται, εκτός από το ότι είναι εντελώς άσχετη με την υπόλοιπη υπόθεση του έργου, είναι και μια απαξιωτική και ασεβής εργαλειοποίηση του ανθρώπινου πόνου για αδιευκρίνιστους λόγους, εκτός ίσως από αυτόν που αποσκοπεί στον περιορισμό της παρουσίασης μιας ηθικής διαμάχης στο στερεότυπο πλαίσιο ενός αφηρημένου «πολιτικού» αγώνα. Επιπλέον, η μετάλλαξη των αναρχικών και ρομαντικών λαθρέμπορων σε ασυνείδητους εμπόρους ψυχών είναι και αυτή, όχι μόνο εντελώς αυθαίρετη, αλλά και αντιβαίνουσα εντελώς προς την εικόνα ενός Δον Χοσέ, ο οποίος καταπατά μεν τον συμβατικό στρατιωτικό του όρκο, αλλά προσπαθεί να σώσει την τιμή και την ανθρωπιά του. Η μετάλλαξη των λαθρέμπορων αγαθών σε εμπόρους ψυχών ακυρώνει κάθε ανθρώπινο και αισιόδοξο μήνυμα που μπορεί κανείς να αναγνώσει στο έργο του Μπιζέ και κλείνει κάθε δρόμο προς την κάθαρση.
Η τραγωδία είναι, όπως διδάσκει ο Αριστοτέλης, «μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστω των ειδών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι’ απαγγελίας, δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», τα δικά μου πάθη όμως ήταν μετά την παρακολούθηση του πρώτου μέρους της όπερας σε τέτοιο αναβρασμό, ώστε η μόνη δυνατότητα κάθαρσης ήταν να πιω ένα ποτήρι κρασί συνοδεία ενός κατσικιού ψημένου στη λαδόκολλα σε ένα καλό αθηναϊκό εστιατόριο απέναντι από το Ωδείο, αφού γύρισα την πλάτη στην παράσταση στο πρώτο διάλειμμα.
ΥΓ. Προς όσους θα ήθελαν να μου συστήσουν την ανάγνωση του επεξηγηματικού εγχειριδίου (booklet) που συνόδευε την παράσταση, θα ήθελα να δηλώσω ότι ανήκω σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που θέτουν σε λειτουργία τις ηλεκτρικές συσκευές που αγοράζουν χωρίς να διαβάσουν πρώτα τις οδηγίες χρήσεως.