Νησιά και εμμονές

D
Γιάννης Δημητρόπουλος

Νησιά και εμμονές

Ήταν νησί η Φρούσκα Γκόρα. Κάθε φορά που βλέπω από μακριά το περίγραμμα του λόφου, θυμάμαι τα λόγια του φίλου Νέναντ και προσπαθώ να φανταστώ τη μεγάλη πεδιάδα σαν λίμνη και το σημερινό ύψωμα σαν καταφύγιο μορφών ζωής. Όχι απαραίτητα ανθρώπινων: η Παννονία ήταν πλημμυρισμένη πολλά εκατομμύρια χρόνια προ Χριστού και πολύ πριν την εμφάνιση ανθρώπων στην περιοχή.

Καταφύγιο ή μάλλον κιβωτός έγινε, πολύ αργότερα, το εύφορο ύψωμα – για τους ορθόδοξους της Σερβίας. Δεκαέξι μοναστήρια λειτουργούν σήμερα, τα περισσότερα χρονολογούμενα από πριν την άφιξη των Οθωμανών: αρκετά, ώστε η περιοχή να ονομάζεται Σερβικό Άγιο Όρος, με επίσημη απόφαση της εκεί ιεράς συνόδου.

Τα νησιά και η ιερή χερσόνησος: θα έλεγε κανείς ότι οι Σέρβοι εμμονικά προσπαθούν να μεταφέρουν λίγη Ελλάδα –και ειδικότερα λίγη θάλασσα– στην περίκλειστη πατρίδα τους. Η λέξη συμπάθεια μου φαίνεται πολύ φτωχή για να περιγράψει αυτό που διαπιστώνω στις σύντομες επισκέψεις και επαφές. Από τους συνοριοφύλακες και ρεσεψιονίστες που συχνά θα σου μιλήσουν ελληνικά (με ολοκληρωμένες φράσεις, όχι απλά τη μεμονωμένη καλημέρα) μέχρι τις πάμπολλες επιχειρηματικές και προσωπικές δικτυώσεις, όλα με πείθουν ότι δεν ήταν τόσο υπερβολικό το «brother people» που άκουσα από ταξιτζή την πρώτη μου φορά στο Βελιγράδι.

Όσο κι αν γλωσσολογικά είμαστε ανάδελφοι, θα ήταν λάθος να αρνηθούμε τα κοινά σημεία στις νεότερες ιστορικές διαδρομές Ελλάδας-Σερβίας: σχεδόν ταυτόχρονη εθνεγερσία κατά των Οθωμανών τον 19ο αιώνα, καθώς και συμμαχία στους Βαλκανικούς και Παγκόσμιους Πολέμους τον 20ό. Η ιδιαίτερη σχέση, που διατηρήθηκε ακόμη και στα πέτρινα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, έγινε αισθητή μετά το ’90, για καλό αλλά και για κακό.

Στα αναμφισβήτητα καλά συμπεριλαμβάνεται η αυξημένη κινητικότητα ατόμων μεταξύ των δύο χωρών. Τα καλοκαίρια αλλά και στις γιορτές, αυτοκίνητα με σερβικές πινακίδες (που τα ξεχωρίζεις εύκολα από τον κόκκινο θυρεό με τον λευκό σταυρό) δεν συναντάς μόνο στη Χαλκιδική –σταθερή προτίμηση για πολλούς Βαλκάνιους– αλλά και σε νοτιότερες παραλίες μας και σε τουριστικά και μη νησιά. Την αντίστροφη κίνηση (προς Βορράν) κάνει η ελληνική επιχειρηματικότητα, ειδικά μετά την Κρίση, όπως μαρτυρούν τα ουκ ολίγα γνώριμα προϊόντα και εμπορικά σήματα που συναντούν οι συμπατριώτες μας στο Βελιγράδι.

Στα καλά αυτής της προνομιακής συνομιλίας θα μπορούσε να ανήκει –αν είχε δικαιωθεί από το αποτέλεσμα– και η πρωτοβουλία του Έλληνα πρωθυπουργού για την ειρήνευση στη Βοσνία, το 1993. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης όχι μόνο έφερε στο ίδιο τραπέζι (στη Βουλιαγμένη) τους ηγέτες όλων των αντιμαχομένων αλλά πήγε αυτοπροσώπως στο αρχηγείο των Σερβοβόσνιων, προσπαθώντας, μάταια, να τους πείσει να επικυρώσουν τη συμφωνία.

Ακούσαμε βέβαια και για άλλες αποστολές Ελλήνων στην πρώην Γιουγκοσλαβία εκείνα τα χρόνια, ανεπίσημες και κάθε άλλο παρά ειρηνευτικές. Κάποιες ήταν απροκάλυπτα ντροπιαστικές, όπως η συμμετοχή εθελοντών σε εγκλήματα πολέμου. Κάποιες άλλες πάλι δεν ξέρουμε καν αν συνέβησαν, ωστόσο η φήμη γι’ αυτές έγινε ευρύτερα πιστευτή – και είναι αρκούντως εξωφρενική: η υποτιθέμενη συζήτηση για «σύνορα με τη Σερβία» αποτελεί ακόμη σταθερή ευχή όσων υποτιμούν τον πατριωτισμό (συχνά έντονο) ή και αμφισβητούν ακόμη-ακόμη την υπόσταση δύο εκατομμυρίων ανθρώπων στη Δημοκρατία που ίσως μετονομαστεί.

Οι Σέρβοι πάντως, όπως και όλοι οι πρώην Γιουγκοσλάβοι, δεν είχαν έως τώρα (παρά τη φιλία μας) κανένα πρόβλημα να αποκαλούν μακεδονική την κυρίαρχη εθνότητα της πΓΔΜ. Η ρήση του Βενιζέλου –για το αν υπάρχουν εθνικά συμφέροντα μάλλον παρά εθνικά δίκαια– είναι επίκαιρη και σε αυτό το θέμα, όπως και σε κάθε ζήτημα εξωτερικής πολιτικής.

Και για τα νησιά ισχύει αυτό, φυσικά – τα του Αιγαίου (τουριστικά και μη) αλλά κι αυτά της παραδουνάβιας στεριάς. Λίγο πιο πέρα από το προϊστορικό «νησί» της Φρούσκα Γκόρα, αρχίζουν τα σημερινά – αυτά που σχηματίζει ο Δούναβης με τη διαρκή αλλαγή της ροής του. Με αυτές τις διαδοχικές πράσινες τούφες στη σερβοκροατική μεθόριο ελάχιστα ασχολήθηκε στη δεκαετία του ’90 η κοινή γνώμη: η καταστροφή του Βούκοβαρ ήταν το συγκλονιστικότερο γεγονός, και η μεταβατική διοίκηση (με εποπτεία ΟΗΕ) είχε να επιλύσει σοβαρά ζητήματα πριν την επανένταξη της περιοχής στην Κροατία, το ’98.

Παραδόξως, ή και όχι, οι δύο γείτονες δεν έχουν ακόμη διευθετήσει τα σύνορα γύρω από τις νησίδες. Το πιθανότερο είναι ότι η εκκρεμότητα θα διατηρηθεί μέχρι την ώρα της σερβικής διαδικασίας ένταξης στην ΕΕ – ή, αν πάρουμε ως μέτρο τη συνεχιζόμενη διαφωνία Σλοβενίας-Κροατίας για τον κόλπο του Πιράν, ότι δεν θα λυθεί «ποτέ». Προς το παρόν, τα νησάκια του Δούναβη θα παραμείνουν καταφύγια (ή κιβωτοί) βιοποικιλότητας – αλλά και παράνοιας, αν λάβουμε υπόψη τούς (ποικίλους, και δυσανάλογους με την αξία της γης) φορείς που προσελκύουν: επίσημους όπως οι εκατέρωθεν στρατοί και αστυνομίες, ανεπίσημους όπως o «ψυχαγωγικός και αθλητικός σύλλογος» που ανέλαβε μονομερώς να συντηρεί το νησάκι του Βούκοβαρ – και εξωφρενικούς, όπως το «κρατίδιο» Liberland υπό τον Τσέχο ακτιβιστή, που παίζει κάθε τόσο κρυφτούλι με την κροατική αστυνομία.