Νόμοι που δεν βγάζουν νόημα
Η κακή νομοθέτηση έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Μερικές φορές η Βουλή θέλει να ψηφίσει γρήγορα όσα έχει υποσχεθεί σε όσους χρηματοδοτούν την επιβίωση της χώρας. Τυφλή μπροστά στην ανάγκη συμμόρφωσης, φλυαρεί, εκφράζεται σκοτεινά, αντιφάσκει ή περικόπτει λίγο-λίγο διαδικαστικά δικαιώματα των πολιτών, ειδικά όταν πρόκειται να εισπράξει φόρους ή τέλη. Άλλες φορές, η κακή νομοθέτηση είναι απροκάλυπτα σκόπιμη. Η κυβέρνηση έχει στόχο να βολέψει όσους τη στηρίζουν ή να αποκλείσει όσους δεν είναι μαζί της. Έτσι, καθώς οι νόμοι δημοσιεύονται, το μόνο που της απομένει είναι μια ακατάληπτη γλώσσα και διατάξεις που αναιρούν η μία την άλλη μέσα σε ένα λαβύρινθο από παραπομπές, ώστε μόνον οι γνώστες να καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Ας δούμε όμως από κοντά ποιοι ωφελούνται και ποιοι βλάπτονται.
Οι φτωχοί, ως συνήθως, βλάπτονται πρώτοι. Η κακή νομοθέτηση αυξάνει τη ζήτηση για ακριβούς δικηγόρους. Για να βγάλει κανείς άκρη, χρειάζεται να πληρώσει κάποιον που θα σπάσει το κεφάλι του να εντοπίσει, να καταγράψει και να καταλάβει στρυφνές και αντιφατικές ρυθμίσεις. Πολλά προβλήματα κακής νομοθέτησης είναι προβλήματα ισότητας, γιατί συνδέονται με τον αποκλεισμό όσων δεν έχουν αρκετά χρήματα για να προσλάβουν έναν ακριβό νομικό σύμβουλο. Αυτούς τους πολίτες, τους περισσότερους πια, το κράτος θα τους τσακίσει. Θα εντοπίσει τις οφειλές τους, θα τους πλαισιώσει με γραφειοκρατία και ακατάληπτες απαιτήσεις, θα μειώσει τα δικαιώματά τους, θα τους φέρει μπροστά στην τρομακτική συνειδητοποίηση ότι δεν αντιλαμβάνονται το σύστημα που ρυθμίζει τη ζωή τους. Συχνά, για οικονομικές υποχρεώσεις έναντι του κράτους, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα έχουν καταλάβει καν από πού προκύπτουν, μιας που συχνά ο νομοθέτης εμβολιάζει άσχετα νομοθετήματα με άσχετες διατάξεις, χρησιμοποιώντας τίτλους που αφήνουν ανυποψίαστους για το τι θα ακολουθήσει ακόμη και έμπειρους νομικούς. Αν αυτοί οι πολίτες θελήσουν να προσφύγουν κατά κάποιας ρύθμισης, δεν θα μπορούν να καταλάβουν πώς, ενώ, μέχρι να καταλάβουν, οι σκόπιμα συντομότατες προθεσμίες θα έχουν περάσει.
Ταυτόχρονα, οι πολίτες δεν μπορούν να ελέγξουν την κυβέρνηση. Ο νόμος μπορεί να έχει δίκαιη και ηθική βάση, μπορεί και όχι. Αν δεν καταλαβαίνουμε τι λέει, δεν μπορούμε να κρίνουμε. Ούτε μπορούμε να καταλάβουμε αν κάποιος επιχειρεί αιφνιδιαστικά και σκοτεινά να μειώσει τα δικαιώματά μας με μικρές επεμβάσεις στην ελευθερία μας, κρυμμένες σε ανύποπτα χωρία. Σε ανύποπτα χωρία βέβαια μπορεί να βρει κανείς και διατάξεις που απονέμουν οικονομικά οφέλη σε συγκεκριμένες ομάδες, που διορίζουν άτομα, που ευνοούν γεωγραφικές περιοχές, επαγγελματικούς κλάδους, κρατικούς φορείς. Το ότι μπορεί κανείς, σε πρόσφατους νόμους, να εντοπίσει άσχετες διατάξεις, αταίριαστες με το υπόλοιπο κείμενο, που κάποιος τις «πέταξε» εκεί για να μη φαίνονται από μακριά, είναι πρόβλημα δημοκρατίας, αφού κάνει την άσκηση της εξουσίας σκοτεινή και αδιαφανή. Οι πολίτες καλούνται να διαπεράσουν ένα πλέγμα πολύπλοκης και ακατανόητης νομοθέτησης, ώσπου να βρουν τελικά ότι κάποιος διορίστηκε, ότι ένας κλάδος ενισχύθηκε χρηματικά, ότι σε μία εταιρεία χαρίστηκε ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, ενώ το εάν θα εντοπίσουν τελικά τη διάταξη που απονέμει χρήματα σε ευνοημένους εκλογείς καταλήγει να είναι τυχαίο.
Αν η ρύθμιση δεν αφορά πολίτες αλλά επιχειρήσεις, η κακή νομοθέτηση αυξάνει το κόστος εισόδου ή παραμονής στην αγορά. Λόγω της κακής νομοθέτησης, κάποιες επιχειρήσεις αποκλείονται από μια σειρά δραστηριοτήτων, αν δεν έχουν αρκετό κεφάλαιο ώστε να αγοράζουν ακριβές νομικές συμβουλές. Έτσι, το παιχνίδι αφήνεται ανοιχτό μόνο για τους ήδη ισχυρούς παίκτες. Όσο πιο πολύπλοκη και διάσπαρτη είναι η νομοθεσία, τόσο πιο πιθανό είναι να εμφανίσει συγκέντρωση η επιχειρηματική δράση.
Να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν είναι περίεργο να τίθεται κανείς εκτός αγοράς. Είναι άλλο όμως να τίθεσαι εκτός επειδή προσφέρεις κάτι που κανείς δεν αγοράζει και άλλο επειδή ο νομοθέτης υψώνει αδικαιολόγητα εμπόδια εισόδου. Η κωδικοποίηση της νομοθεσίας ή η εύληπτη γλώσσα στις εκφράσεις του νομοθέτη συμβιβάζεται με την εικόνα της ανοιχτής επιχειρηματικότητας, είναι μία πρόσκληση για επενδύσεις. Με τη λιτότητα και την αμεσότητά της, η καλή νομοθεσία ενδεικνύει ότι το παιχνίδι μεταξύ των ανταγωνιστών θα είναι μεν σκληρό, αλλά δίκαιο και με συγκεκριμένους και όμοιους για όλους όρους. Η πολυπλοκότητα, οι αντιφάσεις, οι αιφνιδιασμοί και οι αστοχίες στις εκφράσεις του νομοθέτη συμβιβάζονται με την εικόνα μιας κλειστής οικονομίας, όπου η επιχειρηματικότητα είναι για λίγους και όπου οι ήδη πλούσιοι πλουτίζουν εκμεταλλευόμενοι το πολύτιμο ολιγοπώλιο ή μονοπώλιο που τους έχει εξασφαλίσει ο αποκλεισμός της πιθανότητας εισόδου άλλων παικτών. Ακόμη και εκεί όπου η είσοδος άλλων δεν αποκλείεται, η αύξηση του κόστους της πιθανότητας εισόδου εξασφαλίζει σχετική ηρεμία στις ισχυρές επιχειρήσεις: ήδη έχουν στα χέρια τους ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, που δεν το κέρδισαν επειδή έχουν επενδύσει ή επειδή παρήγαγαν καινοτομία, αλλά επειδή ο νομοθέτης νομοθετεί αιφνιδιαστικά, ακατάληπτα και μη συνεκτικά.
Η ηρεμία των ισχυρών παικτών καταλήγει να είναι κοστοβόρα για τους πολίτες, που σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να τους δούμε σαν καταναλωτές. Οι ισχυροί παίκτες έχουν την επιχείρησή τους, κερδίζουν και ένα μέρος αυτών που κερδίζουν το διαθέτουν σε ακριβές ομάδες συμβούλων που δεν κάνουν άλλο από το να ενημερώνονται διαρκώς για την πολύπλοκη και διάσπαρτη νομοθεσία, ώστε να φροντίζουν τις υποθέσεις τους. Οι μεσαίες επιχειρήσεις, οι start-ups, οι φορείς μίας καινοτόμου ιδέας ή οι ριψοκίνδυνοι επιχειρηματίες με μικρό αρχικό κεφάλαιο αποθαρρύνονται από το πολύπλοκο νομοθετικό περιβάλλον και το αναποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο (κακή λειτουργία της δικαιοσύνης, για παράδειγμα) και επιλέγουν να μη δράσουν στη (δική μας) αγορά. Η δουλειά των τελευταίων έτσι κι αλλιώς θα ήταν δύσκολη σε οποιαδήποτε αγορά, στη δική μας όμως είναι δυσκολότερη και μάλιστα όχι για λόγους που επιτάσσονται από τους κανόνες της αγοράς, ούτε από λόγους εγγενείς στη λειτουργία του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων, αλλά ως αποτέλεσμα επιλογής: η Βουλή επιλέγει να νομοθετεί πολύπλοκα. Έτσι, οι εκάστοτε ισχυροί παίκτες δεν αισθάνονται απειλή. Μπορούν να αυξήσουν τις τιμές τους. Τις τιμές που αυξάνουν, τις πληρώνουμε εμείς.
Είναι λάθος ο συμβιβασμός με την ιδέα ότι μόνο μία ακριβή ελίτ τεχνοκρατών, που θα χρεώσει όσο πιο πολύ μπορεί τις πολύτιμες εξηγήσεις της, πρέπει να μπορεί να καταλαβαίνει τι ψηφίζεται. Οι πολίτες πρέπει να έχουν μία, γενική έστω, εικόνα για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, ώστε να μπορούν να προστατευτούν απέναντι στη γραφειοκρατία, να ελέγχουν τη Βουλή και, αν θέλουν, να επιλέξουν άλλους βουλευτές την επόμενη φορά. Εκτός από αντιδημοκρατική, η τάση κακής νομοθέτησης αυξάνει τις ανισότητες γιατί απροστάτευτοι μένουν συνήθως οι φτωχότεροι. Την ίδια ώρα, η επιχειρηματικότητα γίνεται ακριβή και έτσι χάνουμε όλοι, ως καταναλωτές αυτή τη φορά: μειώνονται οι πιθανότητες νέες επιχειρήσεις με νέα αγαθά να γίνουν κομμάτι της καθημερινότητάς μας, ενώ η χαλάρωση των δυνάμεων ανταγωνισμού στις ισχυρές επιχειρήσεις τους επιτρέπει να χρεώνουν περισσότερο για ό,τι ήδη παρέχουν, ανενόχλητες.