Νοσηρές παρορμήσεις

C
Σαπφώ Καρδιακού

Νοσηρές παρορμήσεις

Παρίσι. Καλοκαίρι 2016. Η τριανταδυάχρονη Σοφί Σερές, γνωστή στον χώρο του μπουρλέσκ σαν Νινά Βις, βρίσκεται νεκρή κοντά στην Πλας ντ’ Ιταλί. Ο δολοφόνος μετέτρεψε τα εσώρουχά της σε κόμπους σιμπαρί για να τη στραγγαλίσει, σφήνωσε μία χοντρή πέτρα στον λαιμό της και έσκισε τις γωνίες των χειλιών της ώς τα αυτιά. Η γυμνή αρτίστα εργαζόταν στο κλαμπ Σκουόνκ. Στο ημίφως και το κατάμαυρο ντεκόρ του «καλλιτεχνικού» στριπτιζάδικου, ο επικεφαλής της ομάδας 1 του Εγκληματολογικού, Στεφάν Κορσό, γυρεύει να πιάσει το νήμα της υπόθεσης από εκεί που το άφησε η ομάδα 3 της ίδιας υπηρεσίας. Μαζί με τους συνεργάτες του θα αφιερωθεί στην εξιχνίαση του φόνου ερευνώντας τον κόσμο του μπουρλέσκ, το αρρωστημένο γκόνζο πορνό, την ιαπωνική τέχνη του δεσίματος σιμπαρί.

Παράλληλα, καταγίνεται με την υπόθεση επιμέλειας του μικρού γιού του· ο αγνώστου μητρός Κορσό δεν θέλει να αφήσει τον δεκάχρονο Ταντέ με την ψυχρή Εμιλιά. Το ζευγάρι γνωρίστηκε όταν ο Κορσό έσωσε την Εμιλιά από τον βίαιο πρώην σύζυγό της. Ο τότε αρχάριος αστυνομικός δεν άργησε να ανακαλύψει ότι οι ξυλοδαρμοί, οι αυτοτραυματισμοί και το βίαιο BDSM σεξ ήταν το βίτσιο της βουλγαρικής καταγωγής δημόσιας λειτουργού και, πλέον, συζύγου του. Λόγω της ανατροφής του, δεν απωθήθηκε από τη διαστροφή. Μεγαλωμένος στον βαθύ υπόκοσμο του Παρισιού, έζησε σε ιδρύματα, σε ανάδοχες οικογένειες, σε συμμορίες, και υπέφερε σαν σεξουαλικός σκλάβος του νταβατζή-ντίλερ με το παρατσούκλι Μαμά πριν τον σώσει η Κατρίν Μπομπάρ, η πρώτη γυναίκα επικεφαλής του Εγκληματολογικού. Νιώθει υποχρέωση πέρα από το καθήκον για την υπόθεση της Σοφί, αφού η νεκρή κοπέλα ήταν επίσης αγνώστου μητρός και μεγάλωσε σε ίδρυμα.

Αναρωτήθηκε, εάν τον δολοφονούσαν κάποτε, τι θα αποκάλυπτε η έρευνα για το δικό του παρελθόν. […] Τι θα έβρισκαν οι αστυνομικοί εάν ανέτρεχαν στα παιδικά και στα νεανικά του χρόνια; Ονόματα οικοτροφείων, ανάδοχων οικογενειών, σίγουρα όμως δεν θα εντόπιζαν το υπόγειο χάος που είχε σφυρηλατήσει την προσωπικότητά του. Όλες εκείνες τις ζώνες σκιάς που τον είχαν κάνει άνθρωπο πολυεπίπεδο, που πολλαπλασίαζαν τις αντιφάσεις, το μυστήριο.

Η πιο ικανή ερευνήτρια της ομάδας του, Μπαρμπαρά Σομέτ ή «Μπαρμπί», ανακαλύπτει τις ομοιότητες των τραυμάτων της Σοφί Σερές με το κοινό στοιχείων τριών πινάκων του Γκόγια, τους pinturas rojas. Το δεύτερο πτώμα επιβεβαιώνει την Μπαρμπί: στριπτιζέζ και παιδική φίλη του πρώτου θύματος, η Ελέν Ντεμορά ή Μις Βελβέτ βρίσκεται γυμνή, δεμένη με τα εσώρουχά της, με σκισμένο στόμα και μία πέτρα να φράζει τον λαιμό της.

Για τον Κορσό κύριος ύποπτος είναι ο αναμορφωμένος εγκληματίας Φιλίπ Σομπιεσκί: σιτεμένο enfant terrible της γαλλικής εστέτ, πρώην κατάδικος, χαρισματικός ζωγράφος, δυσειδής μα γοητευτικός και ακόρεστος εραστής, αντισυμβατικός celebrity, γραφικός poseur, αποτυπώνει τα βιώματα από την κακομεταχείριση, το έγκλημα και τη φυλακή, με τον ερεβώδη εξπρεσιονισμό των κόκκινων καμβάδων του Γκόγια. Οι κριτικοί τέχνης τον εξυμνούν, οι γυναίκες μαγνητίζονται από την ασεβή και «αλήτικη» προσωπικότητά του, ο αστυνόμος τον θεωρεί τη νέμεσή του. Παρά τα άλλοθι, ο διαταραγμένος καλλιτέχνης διαθέτει τα χαρακτηριστικά του ενόχου.

Ο Σομπιεσκί είχε φτιαχτεί από τραύματα, μαστούρα και νοσηρές παρορμήσεις – τέτοια πορεία δεν μπορούσε παρά να πλάσει ένα πλάσμα σύνθετο και επικίνδυνο. Ένα αρπακτικό που ήξερε να πολεμά και να καμουφλάρεται.

Η ειρωνεία είναι πως κυνηγός και θήραμα δεν μοιράζονται μόνο τον κυνηγότοπο των παρισινών δρόμων. Είναι καλούπια της ίδιας μήτρας. Ξαναγεννήθηκαν από τις στάχτες τους με προδιαγραφές και ελπίδα για μία καλύτερη μοίρα από εκείνη που προδιαγραφόταν ώσπου τους κατάπιαν οι φλόγες. Βαθιά στην ψυχή που τους απέμεινε, όμως, έχουν επίγνωση του ανέφικτου της ολικής αναγέννησης. Το κοινωνικό γενετικό υλικό που μοιράζονται έχει μεταλλαχθεί από τα ημαρτημένα ενός ανήκεστου κράτους πρόνοιας.

Όπως στα προηγούμενα βιβλία του Γκρανζέ, η διαστροφή και οι απόκληροι, οι περιθωριακοί, δεν μεταφέρονται στο χαρτί σαν δημιουργήματα της φαντασίας τού συγγραφέα. Το μυθιστόρημα είναι ένα σύμπαν και υπακούει στη νομοτέλεια του δημιουργού του – στην προϋπόθεση αναστολής της πραγματικότητας. Για να θεμελιωθεί η υπέρβαση και να ενθαρρυνθεί η φαντασία, ο Γκρανζέ όρισε την απίθανη συνθήκη: μία σειρά έργων του Γκόγια, πορφυρές αποτυπώσεις της άσχημης ψυχολογικής κατάστασης του ζωγράφου. Πίνακες η ύπαρξη των οποίων αγνοούνταν και αμφισβητείται, οι pinturas rojas υπηρετούν την ιστορία ως τα άσωτα τέκνα των pinturas negras, των γνωστών εικονογραφημένων χρονικών της σωματικής και ψυχικής κατάπτωσης του Ισπανού ζωγράφου. Στο στόμα κάθε θύματος η σφηνωμένη πέτρα παραμορφώνει την τελευταία τους έκφραση σε ένα μακάβριο χαμόγελο, χαρακτηριστικό καθενός από τους «κόκκινους πίνακες».

Οι κόγχες των χειλιών του είχαν τραβηχτεί επίπονα ώς τα αυτιά σε ένα άπληστο γέλιο, τραύμα και πρόκληση ταυτόχρονα. Δεν ήξερες εάν αυτός ο άνθρωπος υπέφερε ή βρισκόταν σε οργασμό. Η ολέθρια έκφρασή του –μια διαβολική γκριμάτσα που σου πάγωνε τα σωθικά– έπαιζε έντεχνα με την αμφισημία. Ένας μυημένος που σε κοίταζε από τα βάθη της οδύνης γελώντας με την άγνοιά σου…

Οι χαρακτήρες του νέου μυθιστορήματος του Γκρανζέ ζωγραφίζονται με το κιαροσκούρο μίας παρανοϊκής εγκληματικότητας που δεν κατηγοριοποιείται σε στατιστικές, δεν εκλογικεύεται με ψυχομετρικές ή κοινωνιολογικές παραμέτρους. Το βίτσιο, η κτηνωδία, το ασύλληπτο, αποτελούν την ιδιότυπη πυρηνική δύναμη που συγκρατεί τις ζοφώδεις μοριακές δομές της πλοκής από τη διάσπαση και τη συντέλεια.

Αντιπροσωπευτικός ήρωας του Γάλλου συγγραφέα, ο αστυνόμος Κορσό κατοικεί σε έναν παράλληλο δυσοίωνο κόσμο. Είναι οργανισμός της βλαβερής χλωρίδας στην οποία αναπαράχθηκε και αναπτύχθηκε. Σε αντίθεση με το ρομαντισμό που αιωρείται στο περίγραμμα σχετικών λογοτεχνικών χαρακτήρων, ο Στεφάν Κορσό δεν είναι η καταραμένη ψυχή που αναζητά την εξιλέωση με τη σύλληψη κάθε αποβράσματος, ούτε μια μεγαλοφυΐα με ενσυναίσθηση για τους ψυχοπαθείς παραβάτες· η κρίση του είναι στρεβλή και η αντικειμενικότητά του συμβιβάζεται με γνώμονα το υποκειμενικό συμφέρον. Όποτε χρειάζεται απαντήσεις τις αποκτά με παράτυπα μέσα, με «εξυπηρετήσεις» και «στραβά μάτια» από συνεργάτες και ανωτέρους — εξωθεί διαδικασίες και συμπεράσματα. Εμπιστεύεται τις ενδείξεις όπως ο ναυαγός τη σάπια σανίδα σωτηρίας, με την ελπίδα να φτάσει στην ξηρά, στην ασφάλεια της δικαιοσύνης για τις ορφανές στριπτιζέζ, στην προαγωγή που θα του εξασφαλίσει την επιμέλεια του γιου του. Η συγκεκριμένη μεθοδολογία, όμως, τον καθιστά αναξιόπιστο, ασταθή, ακόμα και «φόρτωμα» για τους πιο τυπικούς συναδέλφους.

Με πρόζα σωματική, να επιδρά στη βιολογία των αναγνωστών, να εντυπώνεται στα κύτταρα όσων επιμένουν να καταβυθίζονται σελίδα τη σελίδα στα έγκατα της ανθρώπινης κατάντιας, η «Γη των Νεκρών» διαβάζεται μόνο στην άκρη της καρέκλας. Η ένταση της πλοκής και ο ζόφος ανάμεσα στις αράδες αποθαρρύνουν την ημικλινή στάση ανάγνωσης.