Νυχτερινές επισκέψεις

C
Νίκος Φαρούπος

Νυχτερινές επισκέψεις

Όταν εμφανίστηκε στο γραφείο μου το κοντό αδύνατο ανθρωπάκι, ήμουν μόνος. Η γραμματέας μου είχε φύγει πριν από λίγη ώρα, και άλλωστε ετοιμαζόμουν να φύγω κι εγώ. Έξω είχε αρχίσει να νυχτώνει και ο καιρός έδειχνε βροχερός. Το χτύπημα στην πόρτα με εξέπληξε, αφού δεν είχα άλλο ραντεβού.

Εισέβαλε στο γραφείο μου με αλαζονικό ύφος. Φορούσε γκρι γυαλιστερό κοστούμι και μαύρα γάντια. Πρόσεξα καλύτερα τα χαρακτηριστικά του και πάγωσα. Το μαλλί και το μουστάκι του ήταν γνωστά. Οικεία…

Χαμογέλασε. «Διαισθάνομαι πως με αναγνωρίσατε». Περιεργάστηκε αστραπιαία τον χώρο και κάθισε στην πολυθρόνα των επισκεπτών. «Χμμμ… πολλά βιβλία, βλέπω».

Προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Θήτευσα για κάμποσα χρόνια σε δημόσια ψυχιατρεία της χώρας και γνώρισα από κοντά πολλούς από αυτούς τους άτυχους ανθρώπους. Είναι σαφώς λιγότεροι από τους Μεγάλους Ναπολέοντες και τους θρησκευτικούς ηγέτες, αλλά δεν παύουν να αποτελούν μία διακριτή κατηγορία.

«Τι θέλει ο Φύρερ στο γραφείο ενός απλού ψυχαναλυτή;» ρώτησα.

Διόρθωσε τη φράτζα του και σούφρωσε τα χείλη. «Τι θέλω; Δεν θα το πιστέψετε. Χρειάζομαι τη βοήθειά σας, γιατρέ!»

Αυτό, είναι αλήθεια, με παραξένεψε. Τέτοιοι «προικισμένοι» άνθρωποι σπανίως ζητούν βοήθεια από «κοινούς θνητούς» σαν και του λόγου μου. Ήθελα να δω πού το πάει. «Ευχαρίστως», απάντησα. «Αν και…» Οι ψυχώσεις δεν είναι το φόρτε μου. Άνοιξα το πρώτο συρτάρι και βρήκα την κάρτα του φίλου μου του Κουρτ Μίλερ, διευθυντή του τμήματος Εκτάκτων Περιστατικών Ψυχικής Υγείας του Γενικού Νοσοκομείου.

Του την έδωσα. Τη διάβασε. Το χέρι του έτρεμε. Την πέταξε περιφρονητικά πάνω στο γραφείο και φώναξε δυνατά δύο ονόματα: «Χέλμουτ; Φόλκαρτ;»

Η πόρτα του γραφείου άνοιξε —μα, δεν την είχα κλειδώσει;— και εισέβαλαν δύο κτηνώδη πανύψηλα ανθρωποειδή, με μαύρες στολές που έμοιαζαν καταπληκτικά με εκείνες των Ες Ες. Η φάτσα τού ενός θύμιζε υπερφυσικό μωρό, ενώ του άλλου μία προτομή λαξεμένη από παρανοϊκό γλύπτη.

«Αυτοί είναι οι δύο στενοί μου συνεργάτες, γιατρέ», είπε.

«Χαίρω πολύ», είπα στα ανθρωποειδή. Δυο μουγκρητά ήταν η απάντηση που έλαβα. Προσπάθησα να αστειευτώ: «Αυτούς τους δυο δεν τους έχω ακουστά. Περίμενα να έχετε μαζί σας τον Γιόζεφ και τον Χάινριχ».

Άφησε μερικές σύντομες κραυγές που θα μπορούσες να τις πεις γέλιο. «Πολλοί κάνετε αυτό το λάθος. Κι επειδή με διασκεδάζει, το αφήνω να πλανάται για λίγη ώρα στην ατμόσφαιρα».

Προσποιήθηκα απορία: «Λάθος;»

«Δεν είμαι ο αληθινός Φύρερ, γιατρέ», είπε βλοσυρά.

«Αλλά ποιος είστε;» ρώτησα όσο πιο σοβαρά μπορούσα.

«Είμαι ο κρυφός, ο άγνωστος γιος του».

«Α, μάλιστα», είπα ήρεμα. Το βλέμμα μου πλανήθηκε για μια στιγμή στους «συνεργάτες» του, που στέκονταν ακίνητοι και ανέκφραστοι πίσω του.

«Όσο για τον πατέρα μου, μάθετε ότι δεν αυτοκτόνησε — ούτε η μητέρα μου, η Εύα. Οι γονείς μου διέφυγαν στη Νότιο Αμερική, αλλά ζουν ακόμη και είναι υγιείς, χάρη στις άοκνες προσπάθειες αφοσιωμένων επιστημόνων του Τρίτου Ράιχ. Ο Φύρερ είναι ακμαιότατος. Και πιστεύουμε ότι έφτασε η ώρα να βγει ξανά στο προσκήνιο».

Έκανα να χαμογελάσω, αλλά οι φάτσες του Χέλμουτ και του Φόλκαρτ με απέτρεψαν. Θα ήθελα να πω κάτι για τα Παιδιά από τη Βραζιλία του Άιρα Λέβιν, ώστε να του δείξω ότι γνώριζα πολύ καλά από πού εμπνεύστηκε την ανόητη φάρσα του, αλλά και πάλι κρατήθηκα. Αποφάσισα να υποκριθώ τον αφελή, μήπως και αντιληφθώ τους βαθύτερους σκοπούς του: με τα βαριά περιστατικά πρέπει κανείς να είναι προσεκτικός — το παραμικρό λάθος μπορεί να κοστίσει ακριβά.

«Όπως νομίζετε», είπα. «Αλλά εμένα τι με θέλετε;»

«Χρειαζόμαστε τη συνεργασία σας. Οι επιστημονικές σας γνώσεις είναι πολύτιμες για τους μελλοντικούς μας στόχους».

«Με εκπλήσσετε».

«Θα σας εξηγήσω αμέσως. Πρώτα όμως οφείλω να σας ευχαριστήσω».

«Να με ευχαριστήσετε; Γιατί;»

«Για την έρευνα που δημοσιεύσατε στο περιοδικό Nature πριν από είκοσι χρόνια, όταν ακόμη εργαζόσασταν στο Ινστιτούτο Βιοψυχικής Υγείας. Είχατε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εκφύλιση των ανθρωπίνων κυττάρων, σωματικών και εγκεφαλικών, μπορεί, όχι μόνο να αναχαιτιστεί, αλλά και να αντιστραφεί. Η μέθοδός σας ήταν πολύ κοντά στο να νικήσει το γήρας. Οι δικοί μας επιστήμονες, κύριε, τη βελτίωσαν και το κατάφεραν. Χάρη σε σας. Υπήρξατε πρωτοπόρος».

Χαμογέλασα πικρά. Κάποιοι ήθελαν να γελάσουν εις βάρος μου εκείνη τη νύχτα. Οι εισβολείς δεν ήταν ψυχικά ασθενείς, όπως είχα πιστέψει αρχικά: ήταν φαρσέρ. Επρόκειτο ασφαλώς για κακόγουστο αστείο, πιθανότατα κακεντρεχών συναδέλφων. Απολύτως κακεντρεχών, γιατί μου θύμισαν κάτι που προσπαθούσα χρόνια να εξαλείψω από τα μνημοκύτταρά μου: τη μεγάλη αποτυχία μου στο πρώτο ερευνητικό πρότζεκτ που διηύθυνα. Ακόμη με βασανίζει η ανάμνηση της υποδοχής της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας. Δεν ήταν η άρνηση αυτό που με ενόχλησε, όχι: ήταν ο χλευασμός. Ήταν μία πλήρης αποτυχία. Ένας κόλαφος. Δεν κόστισε μόνο τη θέση μου στο εργαστήριο αλλά και ένα επώδυνο διαζύγιο με την αγαπημένη μου σύζυγο. Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή, ανάθεμα τη φιλοδοξία μου. Πόσο μωρός είναι όποιος πιστεύει ότι αρκεί ένα άλμα για να αναρριχηθεί το βουνό της ακλόνητης, και συνήθως συντηρητικής, επιστημονικής ιεραρχίας… Α! έχασα — ηττήθηκα. Και αποχώρησα έκτοτε από το πεδίο της έρευνας. Διά παντός. Τα επόμενα χρόνια, άλλαξα ειδικότητα και επάγγελμα. Η Γενετική έγινε Ψυχιατρική. Και, από ερευνητής του Τμήματος Γενετικής Ιατρικής και Ανάπτυξης του πανεπιστημίου της πρωτεύουσας, βρέθηκα γιατρός του τομέα της ψυχικής υγείας σε μια επαρχιακή πόλη.

Η στριγκιά φωνή του «Χίτλερ-υιού» διέκοψε το επώδυνο ταξίδι μου στο παρελθόν: «Η έρευνά σας με τα βλαστοκύτταρα έθεσε τα θεμέλια ώστε ο πατέρας μου να βρίσκεται σήμερα εν ζωή. Σφριγηλός και έτοιμος για μια νέα αρχή. Βοηθήσατε να γεννηθεί ξανά η ελπίδα στον κόσμο. Πολύ λίγα μένουν ακόμη να γίνουν, και είμαι παραπάνω από σίγουρος πως θα σταθείτε και πάλι στο ύψος των περιστάσεων».

Αυτό πια παραήταν. Το αστείο με τον σωσία και άθλιο μιμητή του Χίτλερ και την επιστροφή του εθνικοσοσιαλισμού (για την οποία μάλιστα, για όνομα του Θεού, μου απέδιδαν και μέρος της ευθύνης) τραβούσε πολύ. Η ορθή διαχείριση του θυμού που έκανα μέχρι εκείνη τη στιγμή ηττήθηκε κατά κράτος. Η αδρεναλίνη ξεχύθηκε, η καρδιά μου άρχισε να χτυπά τρελά, η παροιμιώδης ψυχραιμία μου πήγε περίπατο. Τινάχτηκα όρθιος και έδειξα την πόρτα ωρυόμενος:

«Έξω! Όλοι έξω αυτή τη στιγμή! Έξω, είπα!»

 

Η γροθιά του Χέλμουτ έπεσε με δύναμη στο πρόσωπό μου.

Πετάχτηκα ιδρωμένος από το κάθισμά μου και κοίταξα γύρω προσπαθώντας να συνέλθω. Ήταν μαύρο σκοτάδι. Είχε πέσει η νύχτα, και ήμουν ολομόναχος στο γραφείο. Έξω, μαινόταν μια καταιγίδα. Έπρεπε να προλάβω να πάω σπίτι προτού πλημμυρίσουν οι δρόμοι. Φόρεσα γρήγορα την καμπαρντίνα μου και έσπευσα στην πόρτα. Προσπάθησα να ανοίξω, αλλά ήταν κλειδωμένη απέξω. Χτύπησα δυνατά και αμέσως μετά άρχισα να καλώ σε βοήθεια, μήπως και με ακούσει κάποιος από τον διάδρομο. Σε λίγο, άκουσα ένα κλειδί να γυρίζει. Ευτυχώς.

Αναγνώρισα αμέσως τον λευκοντυμένο εύσωμο άντρα με το μουστάκι, το ατσάλινο βλέμμα και το ειρωνικό μειδίαμα. Στα δεξιά του, έστεκε ο πανάθλιος βοηθός του, εκείνος ο βραχύσωμος λιμοκοντόρος με τα γυαλιά.

«Για πού το βάλατε, γιατρέ;» είπε ο πρώτος με φωνή που δεν σήκωνε αντίρρηση.

«Μα… μα πουθενά φυσικά. Πουθενά. Περάστε, παρακαλώ, Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς! Κι εσείς, σύντροφε Μπέρια!»

 

[ © εικονογράφησης Joe Akkawi ]