Νύχτες Πρεμιέρας 2015: Τι είδαμε Vol. 1
Επιστροφή στην Ιθάκη / Retour à Ithaque
Μια ταινία που προκαλεί ναυτία με τον απλοϊκό πρωτογονισμό της, το «Επιστροφή στην Ιθάκη» είναι η συμβολή του Laurent Cantet στην απομυθοποίηση του «σοσιαλισμού της Καραϊβικής» (λες και είχαν μείνει αυταπάτες σε κανέναν για το θέμα). Η ταινία μάς ταξιδεύει σε μια σαδο-μαρξιστική [sic] Κούβα, όπου κάθε ανθρώπινο δικαίωμα συνθλίβεται βάναυσα — εκτός από το δικαίωμα να έχεις ένα σπίτι, μια υγιή και μακρά ζωή, καθώς και δωρεάν εκπαίδευση (άχρηστα πράγματα, όπως όλοι γνωρίζουμε). Σε μια ταράτσα στην Αβάνα, μια ομάδα από μεσήλικες φίλους έχουν συγκεντρωθεί για να θυμηθούν τις παλιές πικρές μέρες. Το τραγικό είναι ότι περνάμε ολόκληρη την ταινία στην ίδια αυτή ταράτσα και με τους ίδιους ανθρώπους (η λέξη «μονότονος» είναι φτωχή). Ένας από αυτούς μόλις επέστρεψε από την Ισπανία όπου είχε πάει πριν από 16 χρόνια, γιατί (μας λέει) στην Κούβα δεν θα μπορούσε να είναι συγγραφέας (είναι γνωστό άλλωστε ότι η Κούβα δεν έχει λογοτεχνία #not). «Μήπως μπόρεσες να γράψεις κανένα βιβλίο στην Ισπανία;» τον ρωτά ο ένας από τους φίλους του. «Όχι, δεν αισθάνομαι συγγραφέας μακριά από την Κούβα», απαντάει ο φτωχός εξόριστος. Μιλάμε για πολύ σοβαρά προβλήματα καριέρας! Υπάρχει φυσικά και ένα μυστικό, το οποίο θα παρουσιαστεί στο τέλος της ταινίας προς έκπληξιν ουδενός (οι χαρακτήρες οι ίδιοι φαίνεται να το ξεχνούν από καιρού εις καιρόν, τόσο λαμπρό είναι το σενάριο). Για 95 δύσθυμα λεπτά περνάμε από τις ατέλειωτες κοινοτοπίες στην κακή ηθοποιία, από την έλλειψη στόχευσης στην αξιολύπητη κοινοτοπία και τούμπαλιν. Ο σκηνοθέτης μάς εξηγεί υπομονετικά ότι ο σοσιαλισμός στην Κούβα απέχει πολύ από το τέλειο και η ζωή στο ειδυλλιακό νησί μπορεί να είναι αρκετά δύσκολη. Σοβαρά; Ποιος το φανταζόταν; Ευχαριστούμε, κύριε Cantet! Ας ξεκρεμάσουμε λοιπόν τον Τσε Γκεβάρα από τον τοίχο, τώρα που ξέρουμε ότι όλα όσα είχαμε σκεφτεί για την Κούβα ήταν στην πραγματικότητα ένα μεγάλο, προπαγανδιστικό ψέμα. Δεδομένου ότι είστε τόσο έξυπνος και αντικομφορμιστής, κύριε Cantet, μπορούμε να σας κάνουμε μια τελευταία ερώτηση; Μπορείτε, σας παρακαλώ, να μας λυπηθείτε λίγο;
Ντεγκραντέ / Dégradé
Το αλυσοδεμένο, ξεδοντιασμένο λιοντάρι που ξαπλώνει έξω από ένα κομμωτήριο μιας ομάδας γυναικών στη Λωρίδα της Γάζας συμβολίζει προφανώς μια κοινωνία που βρίσκεται αλυσοδεμένη υπό τον έλεγχο μιας βίαιης ιδεολογίας. Ένα είδος «Dog Day Afternoon» με γυναίκες, γυρισμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου στο ίδιο σημείο και σε σχεδόν πραγματικό χρόνο, το φιλμ στοχεύει να σχολιάσει τη ζωή κατά τη διάρκεια του πολέμου, χρησιμοποιώντας τις φωνές διάφορων χαρακτήρων, οι οποίοι παγιδεύονται μέσα στο κομμωτήριο την ώρα που η Χαμάς καταφθάνει για να διασώσει το αλυσοδεμένο λιοντάρι. Το φιλμ έχει πάρα πολύ διάλογο, πράγμα όχι εξ ορισμού κακό, αρκεί βέβαια οι διάλογοι να είναι καλογραμμένοι. Εδώ, η ιδέα να τσουβαλιαστεί ένα ολόκληρο συνονθύλευμα ζητημάτων, από την πολιτική για την απασχόληση μέχρι τα πρακτικά θέματα της διανομής τροφίμων με δελτίο, μέσα στο κινηματογραφικό ισοδύναμο ενός τηλεοπτικού επεισοδίου είναι ήδη ασφυκτική, ακόμη και πριν αρχίσουν να μπουκάρουν από παντού τα κλισέ. Και ενώ είναι σπουδαίο να βλέπεις ένα φιλμ από τη Μέση Ανατολή όπου όλοι οι βασικοί ήρωες είναι γυναίκες, ούτε οι διάλογοι είναι πιστευτοί ούτε τα κίνητρα των ηρώων πειστικά. Οι καλύτερες στιγμές οφείλονται στην ηθοποιό (δεν ξέρω το όνομά της) που κάνει την πιο τσαντίλω —και ως εκ τούτου πιο αστεία— από τις κοπέλες.
Κατ’ Οίκον Περιορισμός / The Wolfpack
Το ντοκιμαντέρ της σκηνοθέτη Crystal Moselle ξεκινά από μια καταπληκτική ιδέα: έξι αγόρια και η —ως επί το πλείστον offscreen— αδελφή τους έχουν αναγκαστεί από τον πατέρα τους να ζουν όλη τη ζωή τους περιορισμένοι σε ένα μικρό ερειπωμένο διαμέρισμα στο Lower East Side του Μανχάταν. Η μόνη γνώση που έχουν για τον κόσμο προέρχεται από τη μητέρα τους (η οποία τους κάνει μαθήματα στο σπίτι — το κράτος στις ΗΠΑ πληρώνει για να κάνουν μαθήματα στο σπίτι όσοι δεν πάνε σχολείο κι αυτή είναι και η αποκλειστική πηγή εισοδημάτων για την οικογένεια) και από τη συλλογή των 5.000 φιλμ που έχουν στο βίντεο, τα οποία βλέπουν από το πρωί μέχρι το βράδυ σε καθημερινή βάση. Τα αδέρφια δεν αρκούνται στο να είναι απλώς θεατές, αλλά επίσης καταγράφουν στο χαρτί τους διαλόγους από τις αγαπημένες τους ταινίες (κατά προτίμηση αυτές με μεγάλο καστ, ώστε όλοι να μπορούν να συμμετέχουν, π.χ. το «Reservoir Dogs» του Ταραντίνο), κατασκευάζουν κοστούμια από αποκόμματα εφημερίδων και μπογιές, και στη συνέχεια βιντεοσκοπούν τις περίτεχνες αναπαραστάσεις τους, πολλές από τις οποίες τις φυλάνε σε βιντεοκασέτες. Η κινηματογραφική παρουσίαση ενός τέτοιου απίστευτου θέματος είναι αναπόφευκτα γεμάτη με συνειρμούς, και το φιλμ έχει πράγματι πολλά να πει για το τι σημαίνει να είσαι μέλος μιας ομάδας με κοινές εμμονές, για τη σχέση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, για τις εφιαλτικές συνέπειες της ανεξέλεγκτης πατριαρχίας, αλλά και για τα παθολογικά δεινά τού να κλείνεις τον εαυτό σου μακριά από τον κόσμο (ίσως είναι ένα από τα μεγαλύτερα έργα που έχουν γυριστεί ποτέ πάνω σε αυτό το θέμα). Φιλμικά, είναι εύκολο να διακρίνει κανείς ότι η ταινία είναι γυρισμένη από κάποιον με περιορισμένη εμπειρία κινηματογράφου. Η Moselle, που είναι εξαιρετική στις συνεντεύξεις και κάνει καλή δουλειά στην εξισορρόπηση ελαφρύτερων και σκοτεινότερων στιγμών, δεν έχει αρκετά στιβαρό όραμα για το πώς να διαμορφώσει τη συνολική δομή των ιδεών της. Αφού μας δώσει τις συναισθηματικές και θεματικές προβληματικές στο πρώτο μισό της ταινίας, αγωνίζεται κατόπιν να στρέψει την προσοχή μας αλλού, καθώς το φιλμ αρχίζει να αντιμετωπίζει γεγονότα πιο κοντινά στο σήμερα, όταν ορισμένες σημαντικές αλλαγές μετέβαλαν τη σύνθεση της οικογένειας. Λες και πανικοβλήθηκε, η Moselle στήνει το τελευταίο μέρος του φιλμ με διάθεση φέρτε-χαρτομάντιλα-να-κλάψουμε, πράγμα που είναι κρίμα: όχι ότι οι στιγμές δεν αυθεντικές (κάθε άλλο), αλλά μοιάζει σαν να παραιτείται επιλέγοντας τον εύκολο δρόμο και προδίδοντας την πολύ σοβαρότερη και στοχαστικότερη θεματική που παρουσίασε με το πρώτο μέρος της ταινίας. Ωστόσο, ανεξαρτήτως των δυσκολιών που η Moselle μπορεί να είχε με το υλικό της, ριζωμένο γερά στο πλούσιο υπέδαφος της ταινίας είναι ένα ξεκαρδιστικά θλιβερό [sic] πορτρέτο της κινηματογραφοφιλίας στην εποχή της συναίνεσης: ένα πορτρέτο που δίνεται άψογα όταν τρία από τα αδέλφια απαριθμούν τις αγαπημένες τους ταινίες και βάζουν και οι τρεις στην κορυφή τις ίδιες: «Ο Νονός» (τα δύο πρώτα μέρη), «JFK» του Όλιβερ Στόουν, «Όσα παίρνει ο άνεμος» και ο«Άρχοντας των Δαχτυλιδιών», με την τελευταία επιλογή να μετριάζεται από τη ρητορική παρατήρηση, «Άλλωστε, σε ποιον δεν αρέσει το “Lord of the Rings”;»
The Other Side
Το ντοκιμαντέρ αυτό τοποθετείται στη Λουιζιάνα, στις κοινότητες ενός λευκού λούμπεν προλεταριάτου (συγχωρήστε τη μαρξιστική διατύπωση, έξις δευτέρα φύσις). Ο σκηνοθέτης Roberto Minervini παρατηρεί τέτοιου είδους κοινότητες σε όλη τη φιλμογραφία του — και όχι με εθνογραφικές αξιώσεις ούτε με συναισθηματική προκατάληψη. Ποντάρει στο σπανιότερο όλων των αισθητικών μηχανισμών: την ανθρώπινη συμπάθεια (όπως την εννοούσε ο David Hume). Η κάμερά του, πάντα διακριτική αλλά ποτέ απαθής, καδράρει τον κόσμο μπροστά της χωρίς να έχει θεωρίες να αποδείξει ή πολιτικές προκαταλήψεις να επιβεβαιώσει. Υπάρχει, αντίθετα, μια ταπεινή περιέργεια που επιτρέπει στον σκηνοθέτη να μπει στο σύμπαν των χαρακτήρων χωρίς να επιβάλλει την άποψή του, αφήνοντας τις διαστάσεις της ζωής τους να φανούν τόσο φυσικά όσο μόνο η καταγεγραμμένη ζωή μπορεί να είναι. Το κοινωνικό πλαίσιο δεν είναι το σημείο εστίασης: αυτό που σταδιακά αναδύεται από τη διεισδυτική επιμονή του στην παρατήρηση είναι οι συναισθηματικές ταλαιπωρίες των ηρώων. Το φιλμ φαινομενικά χωρίζεται σε δύο μέρη: το πρώτο παρακολουθεί ένα φρίκουλο πρεζάκι και την κοπέλα του, ενώ το δεύτερο αφορά μια κοινότητα σούπερ libertarians που ετοιμάζονται να πολεμήσουν την αμερικανική κυβέρνηση πριν (όπως πιστεύουν) τους τσακίσει. Τα δύο «κεφάλαια» μοιράζονται κάτι που πηγαίνει πολύ πέρα από το κοινωνικό και γεωγραφικό περιβάλλον τους: την ικανότητα να αποκαλύπτουν την εγγενή ανθρωπιά καταστάσεων που ο μέσος θεατής δεν θα δίσταζε να χαρακτηρίσει απάνθρωπες. Αυτό φαίνεται να είναι το υψηλότερο επίτευγμα του κινηματογράφου του Minervini: η επιτυχής εξάλειψη των πολιτισμικών προκαταλήψεων που ένας κινηματογραφιστής αναπόφευκτα φέρει. Στο φιλμ «The Other Side», ο θεατής εισέρχεται σε έναν κόσμο ξένο προς τον δικό του με αγνότητα, με μια ανόθευτη υποκειμενικότητα απείρως πολυτιμότερη από αυτήν που τα φιλμ συνήθως προσφέρουν. Είναι αυτή η αδυσώπητη ειλικρίνεια που κάνει την ταινία να γίνεται αισθητή ως εμπειρία: το σημαντικό είναι το τι σε κάνει να νιώθεις, όχι το τι υποτίθεται ότι σημαίνει. Είναι ένα μάθημα στην εκφραστική εντιμότητα που θα ωφελούσε πολλούς σκηνοθέτες. Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των ταινιών που αναζητούν την τέλεια αλχημική τού μάρκετινγκ, είναι αναζωογονητικό να βλέπουμε ότι μερικές φορές οι ταινίες γίνονται επειδή κάποιος έχει κάτι να πει ή να μας δείξει.
Tangerine
Το «Tangerine» του Sean Baker είναι μια ταινία που γυρίστηκε εξ ολοκλήρου με iPhone 5S. Η τολμηρή απόφαση του Baker γέννησε σκεπτικισμό (πολλοί απέρριψαν προκαταβολικά την ταινία ακριβώς λόγω αυτής της επιλογής), αλλά το τελικό anamorphosé φιλμ (η εικόνα από τα iPhones έχει πειραχτεί ώστε να δημιουργηθεί εικόνα ευρείας οθόνης) είναι συχνά ακτινοβόλο. Η χρωματική παλέτα που δίνει στην ταινία τον τίτλο της (tangerine σημαίνει μανταρίνι) είναι αναμφίβολα εμπνευσμένη από το «Do The Right Thing» του Spike Lee, όπως και η τάση της ταινίας για φανταιζί ιδιοσυγκρασίες και για δράματα. Επιπλέον, το στυλ vérité που τα iPhones επιτρέπουν είναι πλήρως ενσωματωμένο στην αφήγηση της ταινίας. Ξεκινώντας με ένα πλάνο σ’ ένα ντονατσάδικο, το φιλμ συνεχίζει με ένα εντυπωσιακό champ-contrechamp (πλάνα που μοντάρονται μαζί και εναλλάσσουν πρόσωπα) που δίνει τη σχέση μεταξύ των κεντρικών χαρακτήρων της ταινίας. Πρόκειται για δύο τρανς γυναίκες εργαζόμενες του σεξ, τη Σίντυ και την Αλεξάντρα. Είναι παραμονή Χριστουγέννων, η Σίντυ μόλις έχει βγει από τη φυλακή και σκοπεύει να πει στη φίλη της ότι αρραβωνιάστηκε με τον νταβατζή της τον Τσέστερ. Πριν προλάβει όμως να το πει, η Αλεξάντρα κάνει γκάφα και αποκαλύπτει μια πρόσφατη απιστία του Τσέστερ, δίνοντας ακούσια το έναυσμα για μια μελοδραματική πλοκή εκδίκησης στους δρόμους τής Red Light District του Χόλυγουντ, μιας περιοχής όπου τα τρανς άτομα είναι δυναμικά παρόντα. Δεδομένου ότι οι κάμερες ήταν iPhones, πιθανότατα οι κάμεραμεν φαίνονταν σε όσους βρέθηκαν στα γυρίσματα σαν να τραβούσαν πραγματικά, αυτοσχέδια βιντεάκια για να τα ανεβάσουν στα social media, πράγμα που δίνει στην ταινία μια μοναδική αίσθηση ρεαλισμού, στο μεταίχμιο θεατρικότητας και ευαισθησίας. Η προσπάθεια της Σίντυ να βρει την γκόμενα που πήγε με τον άντρα της είναι συνυφασμένη με δύο παράλληλες αφηγήσεις. Η πρώτη αφορά τους σεξοπελάτες της Αλεξάντρα και τις προσπάθειές της να τους πείσει να πάνε να την ακούσουν να τραγουδάει σε ένα μπαρ εκείνο το βράδυ. Η άλλη ακολουθεί μυστηριωδώς έναν ταξιτζή, που παίρνει κούρσες στην ίδια περιοχή. Η mentalité της ταινίας απομακρύνεται σιγά-σιγά από την υστερία καθώς οι τρεις διακλαδώσεις της αφήγησης αναπόφευκτα διασυνδέονται. Κρυφές πράξεις και σιωπηλά κίνητρα αποκαλύπτονται ή διευκρινίζονται, και οι αλληλεπιδράσεις τους γίνονται κατανοητές — με άλλα λόγια, οι αρχικές καρικατούρες γίνονται ανθρώπινα όντα. Στην καρδιά του «Tangerine» βρίσκεται μια απλοϊκή διαλεκτική σχετικά με την επιθυμία για την εμπειρία της μονογαμικής οικογένειας: ο χαρακτήρας που δεν την έχει αποζητά με πάθος την ευκαιρία για ετεροκανονικότητα μόλις αυτή φανεί εφικτή, ενώ ο χαρακτήρας που ζει σ’ αυτήν γίνεται ψυχαναγκαστικά ανεύθυνος και αμελής. Όμως ο Baker ξεπερνά τις αδυναμίες του δυϊσμού της δομής του φιλμ, πλουτίζοντας τον κάθε χαρακτήρα με νέες γνώσεις σχετικά με τον άλλον. Ενώ συνήθως οι αναπάντεχες αποκαλύψεις τείνουν να είναι φτηνή απόπειρα για «πάθος» (με την αριστοτελική έννοια), εδώ χρησιμεύουν για να φωτίσουν τις συμπεριφορές και τις αλληλεπιδράσεις που οδήγησαν στο φινάλε της ταινίας, και υπογραμμίζουν τον βαθιά περίπλοκο ανθρωπισμό που ήταν λανθάνων, πλην εξαρχής παρών, σ’ αυτό το πορτρέτο της τρανς κοινότητας που έστησε ο Baker.