Νύχτες Πρεμιέρας 2015: Τι είδαμε Vol. 2

C
Χρήστος Γραμματίδης

Νύχτες Πρεμιέρας 2015: Τι είδαμε Vol. 2

Σνάιντερ Εναντίον Μπαξ / Schneider vs. Bax

Δυο πληρωμένοι εκτελεστές, που χωρίζονται από ένα βάλτο και πυροβολούν και οι δύο κατ’ εντολήν ενός συναδέλφου τους, με τη δική του ατζέντα και χωρίς ενδοιασμούς: η πλοκή του κωμικού θρίλερ του Alex van Warmerdam είναι λιτή και σκοτεινή. Η εκτέλεση, όμως, είναι περιορισμένης δυναμικής, αναιτίως περίπλοκη και απροκάλυπτα σκληρή, μερικές φορές με τρόπους που υπερβαίνουν τα όρια του φιλμ, ενός φιλμ που στην ουσία είναι απλώς μια άσκηση ύφους. Για παράδειγμα, δεν είναι σαφές γιατί ο θολωμένος από τα ναρκωτικά μυθιστοριογράφος και δολοφόνος Μπαξ πρέπει να είναι τέτοιο κάθαρμα απέναντι στην πολύ νεότερη φίλη του, ή γιατί, σε γενικές γραμμές, οι γυναικείοι χαρακτήρες πρέπει να τραμπουκίζονται και να ναρκώνονται για να μένουν εκτός δράσης του φιλμ — αν και αυτή η πτυχή της ταινίας τουλάχιστον βοηθά να δοθεί προς το τέλος μια ανάσα ευαισθησίας για τον Σνάιντερ και για το κοινό. Το φιλμ είναι εξαιρετικά κατασκευασμένο, με τα πλάνα να ακολουθούν το οπτικό πεδίο των δύο ανταγωνιστών και τη χορογραφία των σωμάτων και των σφαιρών να είναι αριστοτεχνική — κι όμως δεν έχει καμία πραγματική συγκίνηση. Είναι το έργο ενός ταλαντούχου επαγγελματία που ξέρει πώς να τραβάει ωραία πλάνα, αλλά, όπως και οι χαρακτήρες του, ίσως δεν είναι απόλυτα βέβαιος γιατί το κάνει.

Στην Αγκαλιά του Φιδιού

Ο Ciro Guerra, ακολουθώντας τον Werner Herzog, αντιλαμβάνεται πόσο μεγάλη δύναμη επιρροής έχουν οι αφηγήσεις, όταν αφορούν το αποικιοκρατικό παρελθόν ενός έθνους — ειδικά στις σχολαστικές του λεπτομέρειες. Κι όμως, η αποικιακή κληρονομιά που υποτίθεται ότι βρίσκεται στο επίκεντρο των ανησυχιών της ταινίας του είναι τόσο ευτελώς και αγρίως δραματοποιημένη, που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι στήσιμο βιτρίνας πολυκαταστήματος. Αυτό που κάνει ο Guerra, είναι να φλυαρεί παπαγαλίζοντας απόψεις σχετικές με de rigueur θεματικές (τον εθνικισμό και την αποικιοκρατία), προσθέτοντας και ολίγο αισθητισμό: σε κανένα από τα πεδία αυτά δεν έχει κάποιου είδους εξαιρετική επίδοση. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία της ζούγκλας του Αμαζονίου δεν είναι κάτι μαγευτικό και αδίκως προσπαθεί να πατήσει πάνω στην απείρως ανώτερη αντιαποικιοκρατική κριτική του Miguel Gomes με το φιλμ «Tabu». Ο πρωταγωνιστής δεν είναι Κλάους Κίνσκι μόνο και μόνο επειδή είναι λευκός και ισχνός με άτσαλα μαλλιά. Και το ψυχεδελικό φινάλε απλώς και μόνο αντιγράφει την σεκάνς από το «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος», όπου, μέσα από κάποιο είδος χωροχρονικής σήραγγας, ο πρωταγωνιστής οδηγείται σε κάποιο άλλο παράλληλο σύμπαν («Stargate»). Οι χειρονομίες αυτές δείχνουν τον Guerra ως έναν καλλιτέχνη που πιθανώς θέλει αλλά προδήλως δεν μπορεί να παρουσιάσει μια πρωτότυπη ιδέα.

Dheepan

Ο Jacques Audiard σερβίρει μια από τα ίδια. Ακριβώς όπως στο «Un Prophete» κυνικά ανακάτευε ένα μίγμα μοτίβων από παλιές «ταινίες φυλακής» με ολίγη από Scorsese και μια επιπόλαιη εσάνς κοινωνικού σχολιασμού, έτσι και στο «Dheepan» ρίχνει μερικά κροκοδείλια δάκρυα για τα δεινά ενός μετανάστη από τη Σρι Λάνκα και κατόπιν συνεχίζει με ένα χλιαρό θρίλερ. Περιέργως, αυτό το αρκούντως κενό φιλμ προτιμήθηκε στις Κάννες από την κριτική επιτροπή έναντι αξιότερων υποψηφίων και κέρδισε τον φετινό Χρυσό Φοίνικα. Η εντελώς σχηματική ιστορία του Audiard αφηγείται τα βάσανα ενός μετανάστη (ο πρωταγωνιστής δίνει μια ομολογουμένως αξιόλογη ερμηνεία), που αποκτά νέα ταυτότητα και διαβατήριο κάνοντας έναν ψεύτικο γάμο για να ξεφύγει από το στρατόπεδο προσφύγων. Αν και ένα τέτοιο στόρι θα μπορούσε να δώσει ένα ενδιαφέρον πολιτικό-ανθρωπιστικό δράμα (αν το είχαν, ας πούμε, γυρίσει οι αδελφοί Dardennes), ο Audiard χάνει την ευκαιρία να κάνει μια σοβαρή σκέψη πάνω στη σύγκρουση των πολιτισμών και πάνω στις προσωπικές και πολιτικές έχθρες, που οδηγούν αναπόφευκτα σε εκρήξεις βίας. Τα φαντάσματα του παρελθόντος επανέρχονται να στοιχειώσουν τον ήρωα με τρόπο που είναι τόσο μηχανικός και κλισέ, ώστε είναι δύσκολο να πάρει κανείς στα σοβαρά τις προθέσεις κοινωνικού ρεαλισμού της ταινίας. Τα Cahiers du cinema έγραψαν ότι το «Dheepan» είναι ένα φιλμ «αλαζονικό, ηλίθιο και πολιτικά αηδιαστικό» («un film arrogant, stupide et politiquement infect»). Εγώ θα έλεγα ότι είναι απλώς κοινότοπο και ανούσιο.

Το Τραγούδι του Ελέφαντα / Elephant Song

Υπάρχουν πράγματι πολλοί «ελέφαντες στο δωμάτιο» στο φιλμ αυτό (που είναι διασκευή θεατρικού): πρώτον, ο αμήχανος αγώνας να κινηματογραφηθεί μια ιστορία σχεδιασμένη να δημιουργεί ένταση μέσω της διαρκούς παραμονής σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία (ο Πολάνσκι το έχει κάνει άπαιχτα αυτό στο παρελθόν σε ταινίες του)· δεύτερον, η επαναλαμβανόμενη ανάπτυξη μιας μεταφοράς μέχρι το σημείο που εξαντλείται· και, τρίτον, η επιλογή του Xavier Dolan για να υποδυθεί έναν ψυχιατρικό ασθενή που έχει να αντιμετωπίσει έναν καινούριο γιατρό (τον παίζει ο μέτριος εδώ Bruce Greenwood, που ήταν υπέροχος ως JFK στο φιλμ «Thirteen Days») όταν ο κανονικός ψυχίατρός του εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Σκηνοθετημένο από τον Charles Binamé (δεν τον ξέρω), το φιλμ ξεχειλίζει από βουτιές, ανυψώσεις και οριζόντιες μετακινήσεις της κάμερας (άνευ συγκειμένου, ελληνιστί context), το σύνολο των οποίων είναι μη απαραίτητο, δεδομένου ότι σε κάθε σκηνή συμβαίνουν παραπάνω από αρκετά πράγματα ικανά να κρατήσουν την προσοχή μας. Λίγη περισσότερη ακινησία στην κάμερα σίγουρα θα εξυπηρετούσε καλύτερα το σενάριο. Εν τω μεταξύ, και το σενάριο το παρακάνει εξόφθαλμα: ένα νοσοκομειακό σκάνδαλο, δύο διαζευγμένοι συνάδελφοι ακόμα τραυματισμένοι από τον θάνατο του παιδιού τους, ένας κλίβανος που δεν λειτουργεί, μια ενδεής σύζυγος που μένει στο σπίτι για να προσέχει μια ανιψιά με ειδικές ανάγκες (την παραμονή των Χριστουγέννων! — έλεος). Υπάρχει μια αναμφισβήτητη οξύνοια στην προεργασία της παιχνιδιάρικης αφήγησης του φιλμ, αλλά το βάρος του σεναρίου συντρίβει εντέλει την ακεραιότητα των χαρακτήρων: η πλοκή είναι υπερβολικά βασισμένη στο γεγονός ότι ο γιατρός είναι κουτορνίθι. Ο νεαρός ψυχιατρικός ασθενής, από την άλλη, είναι ένας έξυπνα χειριστικός τύπος, και ο Dolan ακτινοβολεί αυτάρεσκη ανωτερότητα, παίζοντας τις περισσότερες σκηνές του με τρόπο που να λέει, «Κοίτα με, είμαι διαβολεμένα χειριστικός». Ο Dolan είναι ένας ηθοποιός με δυνατότητες και κάποτε θα δώσει μια ερμηνεία μεγαλύτερης ουσίας, ψυχής και ταπεινοφροσύνης — αλλά τούτο το φιλμ αρκείται στο να χαίρεται τη φωτογενή φυσιογνωμία του.