Ο αμερικανικός λαϊκισμός

P
Αθανάσιος Τσιούρας

Ο αμερικανικός λαϊκισμός

Μέσα από την τηλεόραση έχουμε γνωρίσει την Αμερική του Bill Cosby, την Αμερική του «Sex and the City», την Αμερική του «Gossip Girl». Εάν θέλουμε, όμως, να καταλάβουμε την Αμερική που ανέδειξε ως 45ο Πρόεδρό της τον Donald Trump, πρέπει να δούμε τη σειρά «The Middle» που εκτυλίσσεται, υποτίθεται, στην Πολιτεία της Indiana — ίσως, ακόμη-ακόμη, να πρέπει να επικεντρωθούμε σε ένα επεισόδιο με πολύ χαρακτηριστική υπόθεση:  

Η πρωταγωνίστρια (σύζυγος και εργαζόμενη μητέρα τριών παιδιών) διαβάζει λάθος μια τιμή και αγοράζει μια κρέμα που, ενώ νόμισε ότι στοιχίζει 20 δολάρια, στην πραγματικότητα στοιχίζει 200 δολάρια. Για να μπορέσουν να είναι συνεπείς στην πληρωμή και στις άλλες υποχρεώσεις, τόσο η πρωταγωνίστρια όσο και ο σύζυγός της πιάνουν και δεύτερη δουλειά. Στο μεταξύ, ο σύζυγός της παύει να της μιλάει. Οι μέρες περνάνε, τα χρήματα συγκεντρώνονται, και οι δύο προσπαθούν — αλλά ο σύζυγος ακόμη σιωπηλός. Κάποια στιγμή, η πρωταγωνίστρια τον ρωτά αγανακτισμένη (παραφράζω από μνήμης εδώ): «Γιατί εξακολουθείς να μη μου μιλάς; Δεν ξέρεις πόσο έχω μετανιώσει; Δεν αναγνωρίζεις ότι έκανα τα πάντα για να διορθώσω το χαζολάθος μου;» Και ο σύζυγός της της απαντά: «Δεν σου κρατάω μούτρα. Απλώς δεν έχω διάθεση να μιλήσω. Νιώθω ότι έχουμε κάνει κάποιο βασικό σφάλμα στη ζωή μας, όταν μας βγάζει τόσο πολύ εκτός οικονομικού προγραμματισμού μια απρόοπτη οφειλή 200 δολαρίων».

Πολλοί άνθρωποι στις λεγόμενες Μεσοδυτικές Πολιτείες τα βγάζουν πέρα δύσκολα. Τα επιπλέον 200 δολάρια τους λείπουν, ενώ έχουν και την αγωνία να συγκεντρώσουν και χρήματα για να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Αλλά έχουν την περηφάνια να κάνουν τα πάντα για να πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους. Οι ίδιοι, με τις δικές τους δυνάμεις, θα ψάξουν για δεύτερη, για τρίτη απασχόληση, ακόμη και εξευτελιστική (αν θυμάμαι καλά, η πρωταγωνίστρια στη σειρά δουλεύει ως πωλήτρια μεταχειρισμένων αυτοκινήτων και, ως δεύτερη δουλειά, κάνει τη βοηθό κλόουν σε παιδικές εκδηλώσεις). Δεν θα ζητήσουν βοήθεια από το κράτος. Δεν θα ζητήσουν βοήθεια από τρίτους, εάν υπάρχει κάτι που μπορούν να κάνουν οι ίδιοι. Αλλά, το σημαντικότερο, στην πλειοψηφία τους οι άνθρωποι αυτοί (που πηγαίνουν στην Εκκλησία κάθε Κυριακή, που μπορεί να μη γνωρίζουν πώς λέγεται ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας τους ή εάν η Ασία είναι χώρα ή ήπειρος) δεν θα αποφύγουν να τιμήσουν τον λόγο τους. Αυτά τα χαρακτηριστικά ορίζουν αυτό που οι ίδιοι καταλαβαίνουν ως decency, αυτό που (αρκετά απλουστευτικά) θα το μεταφράζαμε ως αξιοπρέπεια.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι το λαϊκιστικό μήνυμα προς τους ανθρώπους αυτούς έχει εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα από αυτόν που έχει ένα λαϊκιστικό μήνυμα στην Ευρώπη ή, ακόμη περισσότερο, στην Ελλάδα. Στη Μέση Αμερική δεν θα μπορούσε να σταθεί κάποιος που πρότεινε μονομερή διαγραφή χρέους επειδή είναι επονείδιστο κλπ. Αλλά ούτε συγκινούν οι εξαγγελίες οι οποίες θυμίζουν ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας — μάλλον θα έχανε όποιος υποστήριζε το δικαίωμα κάποιων κατηγοριών εργαζομένων σε πρόωρη συνταξιοδότηση. Για τον λόγο αυτό και ο Bernie Sanders πιθανότατα δεν θα είχε καλύτερο εκλογικό αποτέλεσμα από τη Hillary Clinton σ’ αυτές τις περιοχές. Το βασικό αίτημα είναι το job creation, ιδίως ενόψει της σημαντικής αποβιομηχάνισης των Μεσοδυτικών Πολιτειών που συνδέεται από πολλούς με την παγκοσμιοποίηση και τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου που έχουν προωθήσει και συνάψει οι ΗΠΑ. Διασφάλιση ότι θα δημιουργούνται θέσεις εργασίας (από τον ιδιωτικό τομέα, όχι από το Δημόσιο, και μάλιστα όχι μόνιμες και σταθερές, απλώς να δημιουργούνται διαρκώς νέες δουλειές) είναι το βασικό αίτημα προς το κράτος. Αντιθέτως, ο λαϊκισμός μεσοαμερικανικού τύπου είναι αντίθετος προς τις αναδιανεμητικές πολιτικές. Η απρόσμενη ήττα της Hillary Clinton θεωρήθηκε repudiation (μια ακόμη ωραία αγγλική λέξη που μεταφράζεται απλουστευτικά ως απόρριψη ή απάρνηση) των πολιτικών του Προέδρου Barack Obama. Και ποια ήταν η σημαντικότερη πολιτική που απορρίφθηκε; Ο περίφημος νόμος για την ασφάλιση υγείας, το Affordable Care Act ή, αλλιώς, Obamacare.

Το Obamacare είναι ο πολυδιαφημισμένος νόμος, που επιτρέπει/επιβάλλει σε κάθε Αμερικανό να έχει ασφάλιση υγείας σε έναν ιδιωτικό φορέα. Για να λειτουργήσει αυτό, όμως, και για να καλύψει όλο τον κόσμο, γίνονται δύο παραχωρήσεις: η μία είναι ότι κάποιοι που δεν έχουν την εισοδηματική δυνατότητα δεν πληρώνουν, η δεύτερη είναι ότι κάποιοι που έχουν ήδη σημαντική επιβάρυνση της υγείας τους (και άρα τα ασφάλιστρά τους θα ήσαν πανάκριβα) ασφαλίζονται σε χαμηλή τιμή. Τα κόστη αυτών των κατηγοριών μετακυλίονται στους υπολοίπους ασφαλισμένους. Έτσι, ο εργάτης της Indiana, που ούτως ή άλλως τα βγάζει πέρα δύσκολα, που βλέπει δουλειές να χάνονται και δεν ξέρει τι του επιφυλάσσει το μέλλον, επιβαρύνεται για να καλυφθούν ασφαλιστικά ομάδες πληθυσμού που δεν έχουν κάνει (όπως νιώθει ο ίδιος, δικαίως ή αδίκως) τις ίδιες προσπάθειες που κάνει ο ίδιος, για να τα βγάλει πέρα μόνος του. Το 2008 ο Obama κόντεψε να χάσει τις εκλογές (που λέει ο λόγος) εξαιτίας του Joe the Plumber, ενός υδραυλικού που τον ρώτησε, on camera, γιατί σκοπεύει να επιβαρύνει φορολογικά περισσότερο τις επιχειρήσεις που έχουν έσοδα άνω των 200.000 δολαρίων ετησίως και να μην επιτρέψει στις επιχειρήσεις αυτές να προσλάβουν κι άλλο κόσμο, ώστε να αναπτυχθούν περισσότερο. Η ερώτηση του Joe Wurzelbacher, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, είχε πολύ μεγάλο resonance (συγγνώμη και πάλι για την αγγλικούρα, αποδίδεται ως απήχηση) στις Μέσες και Μεσοδυτικές Πολιτείες.

Η άλλη όψη αυτού του νομίσματος είναι ότι οι κάτοικοι της Μέσης Αμερικής δεν θέλουν να τους υπαγορεύουν άλλοι τι είναι σωστό και τι είναι λάθος. Όχι με την έννοια του Woody Allen, δηλαδή της άρνησης να υποταχθούν σε οποιαδήποτε εξουσία, αλλά υπό την έννοια ότι οι ίδιοι καθορίζουν τον δικό τους ηθικό κώδικα, ο οποίος πολλές φορές έχει άμεση προέλευση τη χριστιανική διδασκαλία, όπως τη λαμβάνουν από την Εκκλησία τους. Γι’ αυτό και δεν τους αρέσει καθόλου η πολιτική ορθότητα — δεν τους αρέσει να τους περιορίζουν τρίτοι στο πώς να μιλάνε, στις λέξεις και στις φράσεις που είναι αποδεκτές ή όχι και, αντιστοίχως, δεν τους αρέσει που κατηγορείται ένας υποψήφιος για τον λόγο του, ακόμη και εάν αυτός είναι ρατσιστικός ή σεξιστικός. Ο χαρακτηρισμός plain-spoken (κάποιος που μιλά απλά και με ευθύτητα) είναι ένας πολύ θετικός χαρακτηρισμός σ’ αυτές τις περιοχές. Εξ ου και ο λόγος του Donald Trump βρήκε ευήκοα ώτα. Αντιθέτως, η πολιτική ορθότητα συνδέθηκε πολύ εύκολα με την έννοια του κατεστημένου. Τα πάμπολλα celebrity endorsements της Hillary Clinton τη βοήθησαν στην California, που ούτως ή άλλως θα κέρδιζε, αλλά της έκαναν κακό στο Michigan και στην Pennsylvania.

Ο συντονισμός του λαϊκιστικού μηνύματος του Donald Trump με τα παραπάνω χαρακτηριστικά του έφερε τη νίκη απέναντι σε μια καμπάνια, της Hillary Clinton, που πανθομολογουμένως ήταν άψογα οργανωμένη, πολύ καλά χρηματοδοτούμενη και κανείς δεν της έχει αποδώσει τον παραμικρό ψόγο. Όμως η ανάδειξη στην Προεδρία των ΗΠΑ ενός υποψηφίου που εξελέγη υποσχόμενος να παραβιάσει βασικά ατομικά δικαιώματα προκειμένου να φέρει τα αποτελέσματα που υπόσχεται (δηλαδή περισσότερη ασφάλεια και περισσότερες δουλειές) προκαλεί πολύ εύλογους φόβους. Έρχεται η ώρα να δοκιμαστούν πραγματικά οι θεσμοί στις Ηνωμένες Πολιτείες, ειδικότερα τα λεγόμενα checks and balances, οι περιορισμοί που προκύπτουν από τη διάκριση των λειτουργιών. Οι θεσμοί αυτοί έρχονται να διασφαλίσουν ότι κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου, ούτε ο Πρόεδρος (κάτι που ο Richard Nixon έμαθε πολύ καλά), αλλά και να αναδείξουν το κράτος δικαίου ως το αρχικό, το αρχετυπικό θεμέλιο πάνω στο οποίο στήθηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Με την ελπίδα ότι το κράτος δικαίου θα διατηρηθεί και θα κερδίσει, ας κλείσουμε το κείμενο αυτό με την περίφημη διατύπωση του διαχωρισμού των λειτουργιών και, κυρίως, του σκοπού που η διάκριση αυτή υπηρετεί, στο Σύνταγμα της Πολιτείας της Μασσαχουσσέτης του 1780 (άρθρο XXX του πρώτου μέρους — βασικός συντάκτης ο μετέπειτα δεύτερος Πρόεδρος των ΗΠΑ John Adams):

In the government of this commonwealth, the legislative department shall never exercise the executive and judicial powers, or either of them; the executive shall never exercise the legislative and judicial powers, or either of them; the judicial shall never exercise the legislative and executive powers, or either of them; to the end it may be a government of laws, and not of men.

ΥΓ. Δύο σχετικά κείμενα:

How Donald Trump broke the old rules of politics – and won the White House (από την Washington Post) και

Trump Won Because Leftist Political Correctness Inspired a Terrifying Backlash (από το περιοδικό Reason).