Ο ανθρώπινος παράγοντας

C
Σαπφώ Καρδιακού

Ο ανθρώπινος παράγοντας

«Το ουσιαστικό όμως είναι ότι η αγάπη απομονώνει. Αν αγαπώ τρελά μια γυναίκα, διεκδικώ ν’ αγαπάει μόνο εμένα και κανέναν άλλο (τουλάχιστον με την ίδια έννοια), μια μητέρα αγαπάει με πάθος τα παιδιά της και επιθυμεί να την αγαπούν με προνομιακό τρόπο (μάνα είναι μόνο μία) και δε θα ένιωθε ποτέ ότι αγαπάει με την ίδια ένταση τα παιδιά κάποιου άλλου. Επομένως, η αγάπη είναι με τον τρόπο της εγωιστική, κτητική, επιλεκτική». Ουμπέρτο Έκο, Χρονικά μιας ρευστής κοινωνίας (Εκδόσεις Ψυχογιός 2016).

«Όταν η σωματική βία είναι συγκαλυμμένη, τα παιδιά βιώνουν ανεξέλεγκτα και ασταθή συναισθήματα για τους δύο γονείς τους. Πολύ συχνά, λόγω των τεχνικών χειραγώγησης και δελεασμού των παιδιών που χρησιμοποιούν μερικοί πατεράδες, παρατηρείται το φαινόμενο τα παιδιά να προσκολλώνται και να αφοσιώνονται στον βίαιο πατέρα». Στεφανία Σουλή, Αθέατη βία (Εκδόσεις Ψυχογιός 2010).

Ρώμη. Αύγουστος. Ξημερώματα. Ζέστη αφόρητη. Μια γυναίκα —πανέμορφη, ξανθιά, ντελικάτη, φοβισμένη— συναντιέται σε ένα μπαρ με έναν άντρα. Στην αγκαλιά της κοιμάται η τρίχρονη κόρη της. Ποια μητέρα ταλαιπωρεί το παιδί της για να συναντήσει κάποιον στο μπαρ; Πόση ανάγκη είχε να τον δει; Τι του ζητάει;

Η τριανταοκτάχρονη Κάρλα είναι διαζευγμένη εδώ και δύο χρόνια από τον Βίτο. Έχουν δύο ενήλικα παιδιά, τον Νικόλα και τη Ρόζα, και τη μικρή Μάρα. Η εντύπωση που σχηματίζουμε για τον Βίτο εξαρτάται από τον αφηγητή: στη γενέτειρά του, την επαρχιακή Μασάφρα, ο Βίτο είναι στήριγμα, υπόδειγμα, άντρας με Α κεφαλαίο, αγαπημένος από όλους. Για την πρώην σύζυγο και τα παιδιά του, είναι ο πρώτος και τελευταίος άντρας, ο πατέρας, η αιτία συνεχούς επιφυλακής, η πηγή του φόβου, το πρότυπο από το οποίο δεν μπορούν να δραπετεύσουν. Για την ερωμένη του και την κόρη της είναι η προσδοκία, η φαντασίωση, η ευκταία εξέλιξη της ζωής τους όποτε εκείνος ξεπεράσει την εμμονή του με την Κάρα. Η σαρωτική γραφή της Λατάντσι ακτινογραφεί την ψυχοσύνθεση, τις αναμνήσεις, τις πεποιθήσεις εκείνων που έμειναν πίσω και ενώνει τα κομμάτια που σχηματίζουν την εικόνα του Βίτο.

Όταν εκείνος εξαφανίζεται μετά τα γενέθλια της Μάρα —μια πολύ στενή οικογενειακή γιορτή—, όλοι ξεσηκώνονται, κλαίνε, θυμώνουν, προσμένουν, αντιδρούν όπως θα αναμενόταν να αντιδράσουν όταν αγνοείται ο πατέρας, ο σύζυγος, ο αδελφός. Η Μίμα, η μεγαλύτερη αδελφή που τον ανέθρεψε σε μια πολυμελή οικογένεια, που τον θεωρεί παιδί της και τον έχει θεοποιήσει, κάνει το παν για να ρίξει το φταίξιμο στην Κάρλα, την ξανθιά πανέμορφη Κάρλα που τον τύλιξε, τον είχε του χεριού της με τη δήθεν αθωότητα και δύο γαλάζια μάτια στα οποία δεν αντιστέκεται κανείς. Η Κάρλα πανικοβάλλεται· παρά το διαζύγιο και τη δεδομένη και κατ’ εξακολούθηση βία, νιώθει να μην υπάρχει χωρίς εκείνον να την παρακολουθεί, να απαιτεί να δει τα παιδιά του, να απειλεί λεκτικά και σωματικά εκείνη και τον φίλο της Μανουέλ. Η ίδια αίσθηση κυριεύει τα δύο ενήλικα παιδιά. Η απώλεια μπερδεύεται με τις ευχάριστες αναμνήσεις — οι οποίες πάλι ανακόπτονται από τα βίαια στιγμιότυπα που στιγματίζουν τη συνείδηση και λογοκρίνουν σκέψεις και αντιδράσεις. Η Ρόζα «[δ]ε θυμόταν να υπήρχαν στην ενήλικη ζωή της στιγμές τόσο αληθινές όσο εκείνες που είχε ζήσει μικρή, τόσο πραγματικές, το συνειδητοποιούσε μόνον όταν το σκεφτόταν, αλλά και τώρα, τώρα που ανακαλούσε, λες και ήταν αγέλη άγριων θηρίων, τα δικά της άγρια θηρία, όσες περισσότερες αναμνήσεις μπορούσε, γνωρίζοντας πως έπρεπε να καταλάβει και η ίδια, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα —όπως είχαν ήδη νιώσει τα αυτιά της, το στόμα της— αυτό που είχε συμβεί».

Οι ανακρίσεις της αστυνομίας προλογίζουν το δικαστικό δράμα με την ιταλική έννοια της λέξης, με όλο το πάθος, την οργή, την παλίρροια της κοινής γνώμης που συνεπάγεται — θα το δούμε να εκτυλίσσεται στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Δράμα που προβάλλει τη ζημιά της ενδοοικογενειακής βίας στους ιστούς της οικογένειας και της κοινωνίας. Ζημιά που δεν επιδιορθώνεται, αλλά απλώς καλύπτεται από παγιωμένες νοοτροπίες, παθητικότητα, ολιγωρία, ατολμία, συναισθηματική χειραγώγηση.

Η Κάρλα ομολογεί. Δολοφόνησε τον Βίτο μετά τη γιορτή, όταν έμειναν μόνοι και η Μάρα κοιμόταν. Ο ολιγόλεπτος αποχαιρετισμός εξελίχθηκε σε απειλή για τη ζωή της:

«Σε περιμένω κάτω, μπαμπά, ας μην καθυστερούμε, είπε η Ρόζα. […]

«Ναι, περιμένετέ με κάτω, ένα λεπτό και έρχομαι, για να αποχαιρετιστούμε κανονικά. Δε βλεπόμαστε ποτέ».

Ο Νικόλα σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε προς το διαμέρισμα του θείου Φράνκο, ύστερα έλεγξε το κινητό του.

«Τι λες, φεύγουμε; Έλα, μετά θα στείλουμε μήνυμα στον μπαμπά, έχω αργήσει πολύ, η Λίβια με περιμένει», είπε κι όταν έφτασαν στο ισόγειο, ακούστηκε η εξώπορτα που έκλεινε.

Το ακροατήριο στο δικαστήριο είναι μοιρασμένο μετά από κάθε κατάθεση, η Μίμα εκκρίνει δηλητήριο και οργή με κάθε της λέξη και φτάνει στα άκρα για να αναλάβει την ανατροφή της Μάρα, της μικρότερης και αμόλυντης, κατά την ίδια, από τη μητέρα κόρης του Βίτο, όσο η συντηρητική κοινωνία της Μασάφρα σιγοντάρει και επευφημεί. Άλλωστε, ποτέ δεν συμπάθησαν την Κλάρα που τους πήρε τον Βίτο και τον κράτησε στη Ρώμη, που δεν ήθελε να φέρνει τα παιδιά στον τόπο τους, στον τόπο που γέννησε και ανέθρεψε έναν άντρα σαν τον Βίτο τους. Ο Τύπος είναι ανελέητος. Για τις εφημερίδες και τα δελτία ειδήσεων, όλοι αποτελούν στερεότυπα: ο Βίτο είναι «ζηλιάρης», η Κάρλα «μοιραία γυναίκα» και, λόγω της υποτιθέμενης σχέσης της με τον Μανουέλ, αποτελεί το ήμισυ ενός «σατανικού ζευγαριού» , η Μιλένα είναι μια «προδομένη ερωμένη».

Τι γύρευε η Μιλένα έξω από την πολυκατοικία της Κάρλα εκείνο το βράδυ, όμως; Γιατί ακολούθησε εκεί τον απόμακρο εραστή της; Πόσο απογοητευμένη ήταν από τον Βίτο που δεν ανταποκρινόταν στα σχέδιά της για μια κοινή ζωή, για μια αποκατάσταση τώρα που —επιτέλους— χώρισε από την Κάρλα; Μήπως η πρώην σύζυγός του δεν τον αποδέσμευε; Πώς αλλιώς να δικαιολογήσει την εμμονή του με την Κάρλα, τις απειλές του κατά της ζωής της ίδιας και των παιδιών τους αν δεν τον άφηνε να τα δει, την επίθεση στον Μανουέλ που τόλμησε να ερωτευτεί την Κάρλα, παρόλο που εκείνη δεν του στέλνει ξεκάθαρα σημάδια ενθάρρυνσης;

Όσο εξελίσσεται η δίκη, η οικογένεια που προσπαθούσε να κρατήσει ενωμένη η Κάρλα με νύχια και με δόντια αποσυντίθεται. Η Μίμα δεν διστάζει να εκβιάσει για να πάρει τη Μάρα, εκμεταλλεύεται τον ευάλωτο χαρακτήρα της Ρόζα, την έλλειψη πρωτοβουλίας που χαρακτηρίζει τη δεκαεννιάχρονη κοπέλα και θυμίζει τον ρόλο της μητέρας της στην οικογένεια. Ο Νικόλα αναλαμβάνει υποσυνείδητα τον ρόλο του προστάτη, συγχέει τα όρια αδελφού-πατέρα, αμφισβητεί τον εαυτό του, αποθαρρύνεται, εξοργίζεται, παραπαίει, ενσαρκώνει συμπεριφορές που αποτέλεσαν ερεθίσματα στην ανατροφή του. Το σίγουρο είναι πως δεν τρέφει ψευδαισθήσεις για τον χαρακτήρα του πατέρα τους όπως η Ρόζα:

Ήμουν σίγουρος πως μια μέρα θα κατέληγα εδώ ή σ’ ένα παρόμοιο μέρος, για να καταθέσω σχετικά με τη δολοφονία της μητέρας μου από τον πατέρα μου. Ποτέ δε θα περνούσε από το μυαλό μου ότι θα κατέθετα για τη δολοφονία του πατέρα μου που διέπραξε η μητέρα μου.

Με την κατάθεση της Κάρλα αλλάζει η κατεύθυνση προς την οποία εκτόξευε τα βέλη της η κοινή γνώμη. Η βία που υπέφερε η γυναίκα στον εικοσαετή βίο της με τον Βίτο, ο τρόμος που καραδοκούσε έξω από την πόρτα της μετά το διαζύγιο, την ανακηρύσσουν ηρωίδα στα μάτια των θεατών, των αναγνωστών, των συγκρατούμενών της. Το ίδιο ευάλωτο βλέμμα που «ξελόγιασε» τον Βίτο τώρα εκφράζει ανάγκη για προστασία. Η Κάρλα είναι το θύμα, υπέμεινε το ξύλο και τον εξευτελισμό γιατί είχε ανάγκη να αγαπηθεί, να νιώσει σαν το παιδί που κρύβει μέσα της, να έχει κάποιον να τη φροντίζει. Χρειαζόταν την απόλυτη, ασφυκτική αγάπη, να τη δεχτεί και να την προσφέρει. Προσέγγισε τον Μανουέλ όχι για να αποκτήσει συνένοχο στο έγκλημα αλλά για να υπάρχει κάποιος να την υπερασπίζεται, να νοιάζεται για εκείνη και τα παιδιά της, για να μην είναι μόνη.

Όμως, η συγγραφέας δεν έχει παίξει το τελευταίο της χαρτί. Μέχρι την τελευταία φράση του βιβλίου εκμεταλλεύεται τον ανθρώπινο παράγοντα μέχρι το μεδούλι του, γιατί η ζωή, ορισμένες φορές, δεν είναι άσπρο/μαύρο.

Όπως μάς προειδοποίησε, άλλωστε, αυτή είναι μια μαύρη ιστορία.