Ο άνθρωπος που πούλησε τον θάνατό του
Είναι αλήθεια: πέθανε «εν ειρήνη» ο άνθρωπος με τα χίλια πρόσωπα. Ο καλλιτέχνης των αμέτρητων αλλαγών. Το πρόσωπο για το οποίο μάθαμε τόσο πολλά αλλά που το γνωρίσαμε ελάχιστα. Ο David Bowie.
Από τον εξωγήινο αμφισεξουαλικό της διπλανής πόρτας ώς τον ώριμο δανδή των κοσμικών σελίδων, η καριέρα και η ζωή του David Bowie ήταν μια ασταμάτητη διαδοχή μεταμορφώσεων και εκπλήξεων. Ήταν ο καλλιτέχνης που έκανε τέχνη την αποξένωσή του και το συλλογικό αίσθημα της αλλοτρίωσης που κυριαρχούσε στις μεγαλουπόλεις της Δύσης τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Ο άνθρωπος που στο τέλος πούλησε και τον εαυτό του χωρίς να χάσει την ψυχή του είναι ο ίδιος άνθρωπος που δίδαξε το ροκ υπερθέαμα, τη ροκ επιχείρηση αλλά και μερικά από τα πιο διαχρονικά ροκ τραγούδια. Και, εάν το ροκ μπορεί ακόμη να υπερηφανεύεται (και) για μοντερνισμό, το οφείλει σίγουρα στον David Bowie.
Η ιστορία του έχει κάτι από την τρέλα, ή μάλλον τη νευρωτική πλευρά του ροκ. Του ροκ που ψάχνει τη δόση του.
Η διαφορά είναι ότι o Bowie αποδείχτηκε τελικά πιο ώριμος. Τι σημαίνει ώριμος; Σημαίνει ότι είχε την υπομονή να καταλάβει ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσε να αρχίσει από το μηδέν. Στη δική του περίπτωση: να κάνει θέαμα την επανεφεύρεση του εαυτού του. Ακόμη και τον θάνατό του. Με το κύκνειο έργο του, το «Blackastar», που κυκλοφόρησε την ημέρα των 69ων γενεθλίων του, των τελευταίων του στον πλανήτη, γιόρτασε πανηγυρικά τη γήινη εξαΰλωσή του. Με το ανατριχιαστικά προφητικό βίντεο του «Lazarus», ένα αυτοσαρκαστικό ρέκβιεμ μοιάζει να έκλεισε τις εκκρεμότητές του με τη ζωή — έχοντας συμφιλιωθεί (άραγε όντως;…) με τον καρκίνο με τον οποίο συζούσε τους τελευταίους 18 μήνες της ζωής του:
Look up here, I’m in heaven
I’ve got scars that can’t be seen
I’ve got drama, can’t be stolen
Everybody knows me now
Look up here, man, I’m in danger
I’ve got nothing left to lose
I’m so high it makes my brain whirl
Dropped my cell phone down below
Ain’t that just like me?