«Ο αστράγαλος», της Αλμπερτίν Σαρραζέν

C
Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης

«Ο αστράγαλος», της Αλμπερτίν Σαρραζέν

1965. Ο πόλεμος της Αλγερίας έχει τελειώσει και η Γαλλία γλείφει τις πληγές της. Οι φοιτητές συζητούν στα αμφιθέατρα, ο Σαρτρ γράφει, η nouvelle vague και η ροκ μουσική μεταδίδονται σαν ιός ανάμεσα στους νέους, τα συνδικάτα στα εργοστάσια είναι δυσαρεστημένα. Ο Ντε Γκωλ, έχοντας περάσει σε μια πιο σκληροπυρηνική θέση, ετοιμάζει την καταστολή τους χρησιμοποιώντας ακόμα και παρακρατικές οργανώσεις όπως τη CDR και τη SAC. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Ζαν-Ζακ Πωβέρ εκδίδει ένα μικρό ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, το «L’Astragale» («Ο αστράγαλος»), έργο μιας νέας κοπέλας με παρουσιαστικό ξωτικού που έμελλε να ταράξει τα νερά και να γίνει ένα από τα ευαγγέλια της νεολαίας. Η Αλμπερτίν Σαρραζέν, με ζωή που της έδειξε από νωρίς το σκληρό της πρόσωπο: εγκατάλειψη στη γέννησή της από τους γονείς της, κακοποίηση στα δέκα της χρόνια από έναν θείο της, αναμορφωτήριο, πορνεία, φυλακή. Εκεί έγραψε τα δύο από τα τρία σύντομα μυθιστορήματα που πρόλαβε να τελειώσει στην ακόμα πιο σύντομη ζωή της. Μαζί με τα ποιήματα και τις επιστολές της, αποτελούν ένα έργο ζωής, μικρό σε ποσότητα αλλά αρκετό για να τη βάλουν στο πάνθεον των όμορφων και καταραμένων. Θηλυκό Ζενέ τη χαρακτήρισαν.

Η Ανν είναι δεκαοχτώ χρόνων. Είχε συλληφθεί για ένοπλη ληστεία μαζί με τη Ρολάντ, τη φιλενάδα της, και καταδικάστηκε σε επτά χρόνια φυλάκιση. Στα δύο χρόνια εγκλεισμού, αυτοτραυματίστηκε για να μπει στο αναρρωτήριο και από εκεί το έσκασε πηδώντας από τον ψηλό τοίχο της φυλακής. Προσγειώθηκε συνθλίβοντας τον αστράγαλό της και σύρθηκε ώς τον ασφαλτόδρομο. Εκεί, τη βρίσκει ο Ζυλιέν, ένας φυγάς μικροκακοποιός, που θα την πάρει μαζί του προσφέροντάς της ασφάλεια και κρυψώνα: θα τη μεταφέρει σαν δέμα από σπίτι σε σπίτι «συναδέλφων».

Όλο το βιβλίο είναι σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Με λόγο κοφτό, γρήγορο, γεμάτο δύναμη, χρησιμοποιώντας από αργκό μέχρι λόγιες εκφράσεις, η Ανν διεκδικεί το δικαίωμα στη ζωή, την αυτοδιάθεση, την ελευθερία. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα σκληρά ποιητική, η ηρωίδα κινείται, δρα και αντιδρά. Η οξυδερκής ματιά της καταγράφει τα πάντα, περιμένοντας πότε θα φύγει, να περπατήσει στο Παρίσι να συνεχίσει τη ζωή της από εκεί που κόπηκε πριν τον εγκλεισμό της. Το δικό της Παρίσι δεν είναι το Παρίσι των μεγάλων βουλεβάρτων του βαρόνου Οσμάν με τις υπέροχες καστανιές και τα λαμπρά μέγαρα, δεν είναι το Παρίσι του Καρτιέ Λατέν, γεμάτο καφέ των διανοουμένων και των φοιτητών με τις ατέρμονες πολιτικές συζητήσεις, ούτε η Μονμάρτη των μπαρ και των καλλιτεχνών. Το δικό της Παρίσι είναι το Παρίσι των λαϊκών συνοικιών, των μικροκακοποιών, του υποκόσμου, των πορνών που συχνάζουν σε βρόμικα μπαρ και σε ξενοδοχεία που κάνουν τα στραβά μάτια, των εργατών που θέλουν να ξεδώσουν πριν γυρίσουν στις πνιγηρές ζωές τους, των μικρών κακοεπιπλωμένων διαμερισμάτων στις εργατικές πολυκατοικίες με τις εσωτερικές αυλές και τα κοινόχρηστα μπάνια. Η ζωή με το άγχος της τσιμπίδας του νόμου.

Τα πάντα λειτουργούν σαν σύμβολα για να τονίσουν αυτή τη δίψα για ελευθερία: ο τοίχος της φυλακής, ο σπασμένος αστράγαλος, το τσιγάρο που θα καπνίσεις ή δεν θα καπνίσεις, το ποτό, το φαγητό, η βόλτα, ο έρωτας, ο χρόνος. Όμως το μεγαλύτερο σύμβολο είναι η ίδια — και παραμένει και σήμερα, πενήντα χρόνια μετά: μισοπληγωμένη, θα φύγει και, μόνο όταν νιώσει πραγματικά δύναμη και ελευθερία, θα παραιτηθεί από την κατάκτησή της, προσφέροντάς την ως δώρο στον εραστή της.

Η ελληνική έκδοση (Εκδόσεις Πατάκη) περιλαμβάνει έναν καταπληκτικό πρόλογο της Patti Smith, που μιλά για το πώς την ενέπνευσε η Αλμπερτίν Σαρραζέν και το έργο της, καθώς και ένα έξοχο κείμενο του εκδότη της συγγραφέως Ζαν-Ζακ Πωβέρ. Πολύ καλή η μετάφραση της Σώτης Τριανταφύλλου, και ένα από τα καλύτερα εξώφυλλα που είδα φέτος.

ΥΓ. Θα ήθελα να είχα διαβάσει αυτό το βιβλίο πριν τριάντα χρόνια, τότε που είχα φάει λιγότερα στραπάτσα και δεν ήμουν τόσο κυνικός. Τότε πιστεύω θα είχα μπει καλύτερα στο πετσί του, στο μελάνι του.