Ο δεκάρικος της ανοησίας
Πριν από λίγα χρόνια, παρακολουθούσα καθημερινά ενημερωτικές τηλεοπτικές εκπομπές. Πίστευα ότι ήταν απαραίτητο να γνωρίζω τα επιχειρήματα που επιστρατεύονται από κάθε πλευρά για να μπορώ να διαμορφώσω πολιτική άποψη. Σταδιακά, σταμάτησα να παρακολουθώ οτιδήποτε — η τηλεόραση μένει σταθερά κλειστή, ανοίγει μόνο για ταινίες. Τον τελευταίο καιρό, διαπιστώνω μια παρόμοια κατάσταση και στα social media. Η κενολογία της κυβέρνησης αναπαράγεται με ταχύτατο ρυθμό και, σαν να μην έφτανε αυτό, η λεγόμενη «ελίτ» του Διαδικτύου την αντιμετωπίζει με σοβαρότητα, προσφέροντας εμβριθείς αναλύσεις για την εκάστοτε ανοησία. Παρόλο που τα social media είναι ένα σπουδαίο μέσο αιχμής για τον δημόσιο διάλογο, τελευταία αισθάνομαι πάλι την ίδια κόπωση με εκείνη που με είχε καταλάβει πριν από λίγα χρόνια με την τηλεόραση. Είναι εξαιρετικά απογοητευτικό να διαβάζεις κείμενα και αναρτήσεις σοβαρών ανθρώπων που απλώς καθρεφτίζουν τον κάλπικο λόγο και τη φτήνια των λέξεων της κυβερνώσας Αριστεροακροδεξιάς. Τι μας έχει συμβεί;
Η υποχώρηση του Λόγου και η παράλληλη επικράτηση του λαϊκισμού έχουν πολλαπλές συνέπειες. Θα πρέπει μάλιστα να διαχωρίσουμε την ανεπάρκεια των κυβερνητικών στελεχών, στο πεδίο του «κυβερνάν», από την επιλογή τους να χρησιμοποιήσουν τον εθνικολαϊκισμό ως κυρίαρχη ρητορική και «πολιτική» στάση. Δεν είναι μόνο η διάλυση του κράτους, δεν είναι απλώς η οικονομική κατάρρευση — η κυβέρνηση διατυπώνει την κυρίαρχη ηθική. Ο λαϊκισμός έχει διαχυθεί και στο τελευταίο κοινωνικό κύτταρο, συμπαρασύροντας στον εξισωτισμό προς τα κάτω το «έξυπνο» και το «ανόητο», το «σωστό» και το «λάθος», το «νόμιμο» και το «παράνομο».
Ο λαϊκισμός βέβαια δεν εμφανίστηκε τον Ιανουάριο του 2015. Πάντα υπήρχε ως κυρίαρχη τάση. Μόνο που οι προηγούμενες κυβερνήσεις περίπου έλεγαν, «Ξέρουμε ποιο είναι το σωστό, αλλά δεν το εφαρμόζουμε». Η παρούσα κυβέρνηση λέει, «Σωστό είναι ό,τι με συμφέρει». Δεν πρόκειται δηλαδή για μερική στρέβλωση, αλλά για την απώλεια του νοήματος και της πολιτικής, καθώς το «πολιτικό» ταυτίζεται με το «ορθολογικό». Αν οι λέξεις δεν έχουν πια νόημα, τίποτε δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το επαίσχυντο, το γελοίο, το ανήθικο, το παράνομο, το διαβρωτικό.
Η καθημερινότητα προσφέρει άφθονα παραδείγματα. Οι ειδήσεις από την Ειδομένη για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων, την εκμετάλλευση που υφίστανται, την παντελή απουσία του κράτους, καταναλώθηκαν μαζί με τις ανοησίες του υφυπουργού Εξωτερικών. Όταν η ανοησία καταλαμβάνει αντίστοιχο χώρο στη σκέψη και τον δημόσιο λόγο με το σοβαρό, όταν εξισώνονται το σοβαρό με το γελοίο, οι διαχωριστικές γραμμές οι διαχωριστικές γραμμές χάνονται. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, θεωρήσαμε ασυνείδητα τις δύο ειδήσεις εφάμιλλου κύρους και σοβαρότητας.
Έτσι, σταδιακά οδηγούμαστε στη νόθευση ή και στην απώλεια της λεγόμενης «κριτικής σκέψης». Οι λέξεις είναι φορείς του πολιτισμού: νοηματοδοτούν τον κόσμο μέσα και γύρω μας. Αναπαριστούν εσωτερικευμένες έννοιες και νοήματα που έχουμε κατακτήσει με κόπο και κόστος. Καθώς το φαινόμενο του λαϊκισμού εξελίσσεται, παρατηρούμε ότι καθολικές έννοιες διαστρεβλώνονται σε βαθμό που οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να συμφωνήσουν σε έναν κοινό ορισμό για να κάνουν μία συζήτηση. Το πρωταρχικό, κοινά αποδεκτό νόημα, όπως συμβολοποιείται από το άτομο και διαμεσολαβείται από τους θεσμούς, έχει χαθεί. Αν πάρουμε για παράδειγμα, τη λέξη «Δικαιοσύνη», θα διαπιστώσουμε ότι αποκτά ολοένα και περισσότερο ασταθές νόημα: δεν αλλάζει απλώς ο ορισμός της έννοιας, αλλά και το συναισθηματικό φορτίο που προκαλεί. Αν η λέξη «Δικαιοσύνη» έχει επενδυθεί με εμπιστοσύνη, στο άκουσμά της θα αισθανθούμε ανακούφιση, ηρεμία, σιγουριά. Αν όμως η συναισθηματική της επένδυση έχει τρωθεί, νιώθουμε δυσφορία, οργή ή και θλίψη.
Ο έμμεσος τρόπος στρέβλωσης των λέξεων επιτυγχάνεται με βάση τη συμπεριφορά των εκάστοτε «αρχόντων» — αυτοί αποτελούν το role-model. Ο άμεσος, μέσω της διάβρωσης των θεσμών. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό για την κυβέρνηση να αλώσει τους τελευταίους, ώστε να μπορεί να ονοματίζει το «άσπρο», «μαύρο», χωρίς καμιά πρόδηλη αντίσταση. Κάποιες φορές μάλιστα σε βαθμό που μοιάζει σαν να μη μιλάμε πια κοινή γλώσσα, αλλά ο καθένας τη δική του. Με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση επιτυγχάνει τόσο τον κοινωνικό κατακερματισμό, όσο και μια βαθιά πολιτισμική οπισθοδρόμηση, ευθέως ανάλογη της παραμονής της στην εξουσία.
[ Εικονογράφηση: Derrick Hickman ].