Ο δρόμος προς τη δουλεία
Τι δε βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε εν τω σω οφθαλμώ δοκόν ου κατανοείς; — Λουκάς, ΣΤ41-42.
Βασικό επιχείρημα για τη συμμετοχή της Ελλάδας στην (τότε) Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ήταν ότι με αυτήν θα διασφαλιζόταν η Δημοκρατία στη χώρα μας. Ήμασταν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970, η πτώση της δικτατορίας ήταν πρόσφατη και η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία σε βρεφικό στάδιο, εύθραυστη. Η διασφάλισή της ήταν μεγάλο ζητούμενο εκείνη την εποχή και επικυρώθηκε μόλις στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1981 και την πρώτη δημοκρατική εναλλαγή κυβέρνησης μετά από 18-19 χρόνια. Η στενή οικονομική σύνδεση (που ήδη προοιώνιζε και την πολιτική σύνδεση) με κράτη που είχαν μακρόχρονη παράδοση δημοκρατίας ή, τουλάχιστον, στέρεους δημοκρατικούς θεσμούς μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και είχαν αναπτύξει μηχανισμούς προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και της αρχής της πλειοψηφίας θα σταθεροποιούσε και τη δημοκρατία σε μία χώρα που μόνο στα πρώτα τρία τέταρτα του 20ού αιώνα είχε γνωρίσει τρεις δικτατορίες (Πάγκαλος, Μεταξάς, Παπαδόπουλος) και πάρα πολλά κινήματα ή απόπειρες κινημάτων (1909, 1916, 1922, 1933, 1935, 1951, πέρα από αυτά που οδήγησαν στις παραπάνω δικτατορίες).
Την ίδια ελπίδα είχαν και τα κράτη που επί πολλές δεκαετίες στέναζαν υπό τον κομουνιστικό ζυγό και απελευθερώθηκαν το υπέροχο έτος 1989. Έσπευδαν να ζητούν τη σύνδεσή τους με την ΕΟΚ (που πολύ σύντομα, το 1992, θα μετατρεπόταν σε Ευρωπαϊκή Ένωση) και να υιοθετούν το λεγόμενο κοινοτικό κεκτημένο. Το κοινοτικό κεκτημένο δεν περιελάμβανε μόνο οικονομικές μεταρρυθμίσεις, άνοιγμα αγορών, απελευθέρωση επαγγελμάτων και κατάργηση μονοπωλίων, αλλά είχε και σοβαρές πτυχές στον τομέα των ατομικών δικαιωμάτων —ειδικά αφότου συμπεριλήφθηκε σε αυτό και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τις Θεμελιώδεις Ελευθερίες— και της δημοκρατίας, όπως προκύπτει από τα κείμενα των ιδρυτικών συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά και η Τουρκία, η οποία είχε από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ, όταν θέλησε να αποκτήσει το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας έσπευσε, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, να υιοθετήσει μεγάλο μέρος από το κοινοτικό (ήδη ενωσιακό) κεκτημένο (για την ιστορία των σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρώπη έχουμε ήδη ασχοληθεί εδώ).
Έτσι, τα κράτη που είναι σήμερα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή επιθυμούν να ενταχθούν σε αυτήν έχουν δεσμευτεί κατά τρόπο αμετάκλητο υπέρ της δημοκρατίας, και, αντιστοίχως, η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει μηχανισμούς για έλεγχο της τήρησης της δημοκρατικής νομιμότητας. Αλλά η δημοκρατία είναι δύσκολο πολίτευμα. Για να μπορεί να διατηρηθεί προϋποθέτει, όπως είχαμε γράψει παλαιότερα, περιορισμούς στην αρχή της πλειοψηφίας. Παρά ταύτα, ένα λαϊκιστικό ρεύμα σαρώνει όλη την Ευρώπη και οδηγεί, ειδικά σε δημοκρατίες που δεν έχουν προλάβει να αναπτύξουν αντανακλαστικά αυτοπροστασίας, σε καταστάσεις αυταρχισμού, κατάργησης της διάκρισης των εξουσιών και περιφρόνησης των ατομικών δικαιωμάτων. Κύρια θύματα του επελαύνοντος αυτού κύματος είναι η δικαστική ανεξαρτησία και η ελευθερία του Τύπου, υπό τις διάφορες ειδικότερες μορφές του.
Ουγγαρία, Πολωνία και Τουρκία έχουν παρουσιάσει ανησυχητικά συμπτώματα ροής προς τον αυταρχισμό.
ΟΥΓΓΑΡΙΑ
Το 2010 εξελέγη στην κυβέρνηση της Ουγγαρίας το εθνικιστικό κόμμα Fidesz με επικεφαλής τον Viktor Orban με τεράστια πλειοψηφία — έχοντας εξασφαλίσει περισσότερα από τα 2/3 των εδρών στο ουγγρικό κοινοβούλιο και με τη δυνατότητα να τροποποιεί το Σύνταγμα. Με μία σειρά από νόμους, προσπάθησε να θίξει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, της κεντρικής τράπεζας και της αρχής προστασίας προσωπικών δεδομένων, μεταξύ άλλων. Χαρακτηριστικό είναι ότι μείωσε την ηλικία συνταξιοδότησης των δικαστών από τα 70 στα 62 έτη, με σκοπό να ξεφορτωθεί ενοχλητικούς έμπειρους δικαστές και εισαγγελείς. Επέτρεψε τη συμμετοχή υπουργών στις συνεδριάσεις του συμβουλίου της κεντρικής τράπεζας, ενώ χορήγησε στην κυβέρνηση το δικαίωμα να αντικαθιστά τον προϊστάμενο της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Ακόμη, η ουγγρική κυβέρνηση στράφηκε κατά των διεθνών μη-κυβερνητικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα, χαρακτηρίζοντάς τες ως οργανώσεις πρακτόρων ξένων δυνάμεων (θυμίζοντας τη σχετική αντιμετώπιση που είχαν οι διεθνείς ΜΚΟ από τη Ρωσία του Βλάντιμιρ Πούτιν). Με άλλες νομοθετικές προβλέψεις, ποινικοποίησε τον λόγο που έχει σκοπό να προσβάλει το ουγγρικό έθνος ή άλλα έθνη, διατάξεις που μπορούν να αξιοποιηθούν και για την καταπίεση αντικυβερνητικού λόγου. Η στάση αυτή της κυβέρνησης Orban επιβραβεύθηκε από το εκλογικό σώμα, το οποίο την επανέφερε με τεράστια πλειοψηφία στην κυβέρνηση και το 2014.
ΠΟΛΩΝΙΑ
Στην Πολωνία η επέμβαση στη δικαιοσύνη ήταν ευθεία: αντί να τοποθετηθούν στο Συνταγματικό Δικαστήριο δικαστές που είχαν αναδειχθεί από το ίδιο το δικαστικό σώμα, η κυβερνητική πλειοψηφία ψήφισε και όρκισε δικαστές της επιλογής της. Εκτός αυτού, κατήργησε τις βασικές αρμοδιότητες που έχει η ανεξάρτητη Αρχή για τα ραδιοτηλεοπτικά σε σχέση με τον διορισμό των διευθυντών των κρατικών μέσων ενημέρωσης. Η επέμβαση στο δικαστικό σώμα θεωρήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως παράβαση της γενικής αρχής της δικαιοκρατίας (rule of law) που διέπει την Ευρωπαϊκή Ένωση και ξεκίνησαν οι σχετικές διαδικασίες που προβλέπονται από τις Συνθήκες.
ΤΟΥΡΚΙΑ
Η Τουρκία είχε γνωρίσει μιας μορφής φιλελευθεροποίηση τα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Erdoğan. Μεγαλύτερη ελευθερία της έκφρασης, δυνατότητα χρήσης της κουρδικής γλώσσας, κατάργηση της θανατικής ποινής — πρόκειται για αλλαγές που είχαν διττό σκοπό: αφενός τη συμμόρφωση με το ενωσιακό κεκτημένο, εν όψει των συνομιλιών για ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά ακόμη περισσότερο, όπως φαίνεται, την απεξάρτηση, αφετέρου, από τμήματα του κράτους, όπως η δικαστική εξουσία, που ακόμη ήλεγχε το προηγούμενο, αυστηρά κεμαλικό καθεστώς. Σιγά-σιγά, όμως, τα πράγματα άλλαξαν, ειδικά μετά τις αναφορές για διαφθορά κυβερνητικών στελεχών και συγγενών τού τότε Πρωθυπουργού Erdoğan. Οι συγκεντρώσεις στο Γκεζί, που ξεκίνησαν από μία διαμαρτυρία για τη μετατροπή ενός πάρκου σε εμπορικό κέντρο, αντιμετωπίστηκαν αυταρχικά, οδηγώντας σε θάνατο διαδηλωτών. Καθηγητές πανεπιστημίου που εξέφεραν αντικυβερνητικό λόγο συνελήφθησαν, αντιφρονούντες δημοσιογράφοι κρατούνται, η αντίθετη γνώμη καταπιέζεται. Όμως η κορύφωση της επέμβασης στην ελευθερία του Τύπου εκ μέρους του τουρκικού κράτους είναι η ανάληψη της διαχείρισης της εφημερίδας Zaman από κυβερνητικό επίτροπο εδώ και δύο ημέρες μετά από δικαστική απόφαση. Οι κυβερνητικοί επίτροποι απέλυσαν τα βασικά στελέχη της εφημερίδας, και η Zaman, ξαφνικά, μετετράπη σε φιλοκυβερνητική.
Κατάλυση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, πόλεμος στους αντιπολιτευόμενους δημοσιογράφους, έλεγχος του Τύπου: διαδικασίες μέσω των οποίων επιβάλλεται σταδιακά ένα αυταρχικό καθεστώς. Η οίηση της πλειοψηφίας και η απουσία κουλτούρας ατομικών δικαιωμάτων επιτρέπουν αυτόν τον σταδιακό εκφυλισμό της δημοκρατίας. Για τους λόγους που αναφέραμε στην αρχή του σημειώματος, κανείς κυβερνήτης δεν πρόκειται να βγει ευθέως και να πει, «Εκάμαμεν επανάστασιν» (όπως στην ταινία «Λούφα και Παραλλαγή»). Η εδραίωση του αυταρχικού καθεστώτος γίνεται σταδιακά, όπως φαίνεται στα τρία παραδείγματα που μνημονεύσαμε. Μάλιστα, η πίεση από τις προσφυγικές ροές —στην αντιμετώπιση των οποίων τόσο η Τουρκία όσο και η Ουγγαρία έχουν κρίσιμο ρόλο— οδηγεί την Ευρωπαϊκή Ένωση να καταπίνει πολλά πράγματα αυτές τις ημέρες. Εμείς, ως εξωτερικοί παρατηρητές, με λύπη βλέπουμε την αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιβάλει ως αυτονόητες τις βασικές δημοκρατικές αρχές που συγκροτούν τον πολιτικό της πολιτισμό.
Εξωτερικοί παρατηρητές; Ναι, σε σχέση με την Ουγγαρία, την Πολωνία και την Τουρκία — χώρες, με τις αντιδημοκρατικές πρακτικές των οποίων αντιδρούμε. Αλλά σε σχέση με τις πρακτικές τις ίδιες; Μήπως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι παρόμοια πράγματα συμβαίνουν ή, τουλάχιστον, καταγγέλλονται και στη χώρα μας; Υπάρχουν αυτά που ξέρουμε, που από μόνα τους θα έπρεπε να μας τρομάζουν, αλλά ακόμη χειρότερα είναι τα όσα καταγγέλλονται. Εάν αληθεύουν, τότε οι θεσμοί που προστατεύουν την ίδια τη δημοκρατία στη χώρα μας ευρίσκονται εν κινδύνω.
ΕΛΛΑΔΑ
Ας ξεκινήσουμε με τα γνωστά, αυτά που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: Η κυβέρνηση, η κυβερνητική πλειοψηφία, αποφάσισε να περιορίσει τον αριθμό των ιδιωτικών τηλεοπτικών καναλιών σε τέσσερα. Επανίδρυσε τα κρατικά τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά κανάλια, τα οποία τα μετέτρεψε σε όργανα αισχρής κυβερνητικής προπαγάνδας. Διόρισε στον Άρειο Πάγο Πρόεδρο την κ. Βασιλική Θάνου, με μοναδικό ουσιαστικό προσόν την υποστήριξη, στο παρελθόν, του αντιμνημονιακού αγώνα, στον οποίο διακρινόταν η κυβέρνηση. Της ανέθεσε, κατά τρόπο συγκεντρωτικό, και την πειθαρχική εξουσία επί των υφισταμένων της δικαστών. Ασκώντας τη δικαιοδοσία της, η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου διενεργεί πειθαρχική έρευνα κατά Εισαγγελέως Εφετών, επειδή, ασκώντας την κρίση της, έθεσε μία ποινική υπόθεση στο αρχείο. Η ίδια Πρόεδρος προχώρησε σε ενέργειες καθαρά πολιτικού χαρακτήρα, για τις οποίες τής ασκήθηκε κριτική, και φρόντισε να καταμηνύσει το πρόσωπο που της άσκησε την κριτική αυτή, αλλά και να χρησιμοποιήσει την εξουσία της και το κύρος του αξιώματός της, όπως και την προηγούμενη συνδικαλιστική της θέση (με αιωρούμενη την υποψία ότι θα αξιοποιήσει και την πειθαρχική της εξουσία!), προκειμένου να καταδικαστεί από ποινικό Δικαστήριο το πρόσωπο αυτό. (Δεν έχει και τόση σημασία να αναφερθεί ότι πρόκειται για τον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου κ. Σταύρο Τσακυράκη, σημαντικό νομικό και εκπληκτικό επιστήμονα). Επίσης, η κυβέρνηση κατέλυσε την ανεξαρτησία των ανεξάρτητων Αρχών, επεμβαίνοντας, είτε αμέσως, είτε εμμέσως, στη διοίκησή τους ή αντικαθιστώντας τα πρόσωπα που τις στελεχώνουν.
Όλα αυτά τα έχουμε δει, δεν είναι ζήτημα εικασιών ή καταγγελιών, και είναι από μόνα τους τουλάχιστον πολύ ανησυχητικά — περαιτέρω, εάν οι καταγγελίες αληθεύουν έστω και κατά ένα μέρος, η κατάλυση των θεσμών είναι πλήρης.
Τι καταγγελίες είναι αυτές; Ας δούμε κάποιες δειγματοληπτικά. Μία καταγγελία είναι ότι έχει κρυφές επαφές με τρομοκράτες και το παρακράτος των Εξαρχείων (που με τη σειρά τους έχουν σχέσεις με εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου) και νομοθετεί κατ’ επιταγήν τους. Μία άλλη είναι ότι, ως αντιπολίτευση, που όμως αναμενόταν να κερδίσει τις προσεχείς εκλογές, ζήτησε ευθέως από εκδότες και ιδιοκτήτες συγκροτημάτων του Τύπου να προωθήσουν συγκεκριμένα πρόσωπα σε διευθυντικές θέσεις εφημερίδων. Η χειρότερη, όμως, και πιο πρόσφατη είναι ότι υπουργός της κυβέρνησης ζήτησε από εισαγγελική λειτουργό να προχωρήσει στην άσκηση ποινικής δίωξης σε μία υπόθεση, την οποία η ίδια θεώρησε ότι έπρεπε να θέσει στο αρχείο. Ναι, είναι η ίδια υπόθεση που αναφέραμε παραπάνω, όπου γνωρίζουμε ότι η εν λόγω εισαγγελική λειτουργός ελέγχεται πειθαρχικά από την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου.
Η κυβέρνηση αυτή έχει ομολογημένη οίηση (από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό από βήματος της Βουλής). Βασικό της επιχείρημα, κάθε φορά που στριμώχνεται, είναι ότι κέρδισε εκλογές δύο φορές το 2015, καθώς και ένα δημοψήφισμα. Ακόμη χειρότερα, οι περισσότεροι απογοητευμένοι από την παρούσα κυβέρνηση είναι αυτοί που της καταλογίζουν ότι δεν προχώρησε αρκετά και δεν περιφρόνησε τους θεσμούς όσο θα έπρεπε, προκειμένου να υλοποιήσει τη λαϊκή βούληση. Η αντίληψη αυτή, κατά την οποία οι φραγμοί στη δύναμη της πλειοψηφίας δεν είναι παρά τυπικότητες και άχρηστες πολυτέλειες, μας οδηγεί κάθε ημέρα σε λιγότερη δημοκρατία. Δυστυχώς πλησιάζουμε όλο και πιο κοντά στο σημείο στο οποίο το πολίτευμα θα χάσει τα βασικά δημοκρατικά του χαρακτηριστικά. Κι εάν ως εξωτερικοί παρατηρητές έχουμε παρόμοιους φόβους για την Ουγγαρία, την Πολωνία ή την Τουρκία, στην ίδια μας τη χώρα το ζήτημα μας επηρεάζει πλέον άμεσα — αλλά είμαστε και αυτοί που μπορούμε να κάνουμε κάτι για να αντιστρέψουμε τον Δρόμο προς τη Δουλεία.
[ Εικονογράφηση: Thomas Dowdeswell, The March on the Innocent, 2013 ].