Ο εαυτός του στον καθρέφτη
Κάθε παρουσία του Χούλιο Κορτάσαρ στα ελληνικά βιβλιοπωλεία είναι ευπρόσδεκτη, κι ας μην είναι τα πάντα το «Κουτσό» ή το «Βιβλίο του Μανουέλ»: αυτά άλλωστε δεν είναι απλά βιβλία μα οδηγίες χρήσεως για τη ζωή.
Το Κάποιος Λούκας είναι μια από τις ύστερες συλλογές γραφών του Κορτάσαρ, άνισες και ποικίλου ύφους καταγραφές ημερών, εφιαλτών, αναμνήσεων, παραμυθιών, γλωσσικών ασκήσεων. Από τις 150 σελίδες του, πολλές δεν ανήκουν στις κορυφαίες ώρες του Αργεντίνου, όσο πιστός οπαδός της πένας του κι αν είναι κάποιος (και ο γράφων είναι απόλυτα πιστός). Από τις 47 μικρές του ιστορίες, άνευ ροής ή συνοχής τοποθετημένες, άνευ συσσωρευτικής πλάσης του χαρακτήρα αυτού του Λούκας, κάποιες μοιάζουν με τραβηγμένα ανέκδοτα, ή με ναρκισσιστικά ευφυολογήματα, ή απλά με σκόρπιες jazz αναφορές (όπως θα περίμενε κανείς από τον συγγραφέα του «Κυνηγού» για τον Charlie Parker).
Είναι όμως και οι άλλες οι στιγμές του βιβλίου, όπου ο πνευματώδης, ο ευφυής Κορτάσαρ, είναι παρών όλο φωτιά, όλο φλόγα, κι αυτές οι στιγμές πολλαπλασιάζονται όταν περιδιαβαίνει κάποιος ξανά το βιβλίο: όπως για παράδειγμα στις φορές που τα ευφυολογήματά του αναπτύσσουν μεγαλόπρεπες σουρεαλιστικές εικόνες, σαν (in a Swiftian mood κατά Κορτάσαρ) το μυστικό εστιατόριο που λειτουργεί στο μετρό του Παρισιού, σε άλλο βαγόνι και άλλη διαδρομή και άλλο ωράριο κάθε φορά, ένα εστιατόριο που γρήγορα θα γίνει κοινωνιολογικό παράδοξο. Κάποιες άλλες φορές, πάλι, το μαύρο του χιούμορ αναπτύσσεται σαν σε μια καταπληκτική ταινία μικρού μήκους, όπως όταν ο Λούκας με περισσή φροντίδα ετοιμάζει την τούρτα της Γκλάδις, με απρόβλεπτη εξέλιξη, ή όταν ο νοσηλευόμενος Λούκας ζητά ευγενικά από τις νοσοκόμες ένα βάζο για τη μαργαρίτα που έφερε στον θάλαμό του… μα αυτό είναι μόνο η αρχή. Ή όταν εξαπολύει έναν σαρκαστικό φιλιππικό εναντίον της «ξεσαλωμένης και τουριστικής επιστροφής στη Φύση», την «Εξοχή, το μέρος όπου οι κότες περιφέρονται ωμές».
Ή είναι οι φορές που παιχνιδίζει με τον μαγικό ρεαλισμό, όπως στην ιστορία για τον λαό που έγινε ευτυχισμένος όταν ανακάλυψε πως το αίμα του είναι γεμάτο χρυσά ψαράκια, και «τι σημασία έχει η φτώχεια, στο κάτω-κάτω, όταν ξέρεις πως καθένας έχει τα χρυσά ψαράκια του και πως δε θ’ αργήσει η μέρα που μια νέα γενιά θα τα δεχτεί με τη σειρά της και θα ’χουμε γιορτές… και τραγούδια και χορούς;»
Και κάποιες ακόμη φορές, έστω και σε 9-10 σελίδες μόνο, αστράφτει ο Μέγας Κορτάσαρ, και παραδίδει ιστορίες αντάξιες της «Rayuela» του: όταν θυμάται μια δραματική περιπλάνηση σε μια καυτή από τον ήλιο, ξένη για τον ίδιο, Μασσαλία, με μια αγαπημένη να τον προσμένει σε κρεβάτι νοσοκομείου (από τις πλέον αντονιονικές στιγμές του, αυτού που ενέπνευσε το «Blow Up» του Αντονιόνι). Ή όταν περιγράφει τους παλαβούς φίλους του, τους αδερφούς Σεβρόν και τις φαμίλιες τους, αυτούς τους «ακαταμάχητους μα...ες» που του ζεσταίνουν την καρδιά. Αλλά κυρίως όταν κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη και ανακαλύπτει πως γερνά: ο Κορτάσαρ τότε, σε μια μαγική σελίδα, ανακαλύπτει «πως πεθαίνουμε λίγο-λίγο, μέσα σε άλλους θανάτους». Πως, όταν «οι σπουδαίοι μάγοι, οι σαμάνοι της νιότης μας, φεύγουν ένας-ένας», φεύγει μαζί κι ένα κομμάτι του νου μας, της καταγραφείσας μνήμης μας, της ψυχής μας.
Είναι αυτή η σελίδα, αυτή η στιγμή που σε αναστατώνει. Είναι στιγμή ανάγνωσης που θα θυμάσαι για πάντα. Όπως θυμάμαι για πάντα πού ήμουν και τι ήμουν όταν πρωτοδιάβασα το «Κουτσό», όπως θυμάμαι για πάντα τη στιγμή που πρωταντίκρισα (και διάβασα και) την αγγλική του έκδοση κάποτε στο εξωτερικό, όπως θυμάμαι σχεδόν κάθε στιγμή που κατέφυγα πάλι και πάλι στη σοφία του «Βιβλίου του Μανουέλ».
Κι ένα γκρινιάρικο υστερόγραφο: όταν η παρούσα έκδοση αναφέρει την εργογραφία του Κορτάσαρ, οφείλει να ΜΗΝ ξεχνά πως το Κουτσό στην Ελλάδα πρωτοεκδόθηκε από τις Εκδόσεις Εξάντας στη σειρά της Σύγχρονης Κλασικής Βιβλιοθήκης, σε μετάφραση Κώστα Κουντούρη. Επειδή πολλοί γνώρισαν τον Κορτάσαρ τότε, παλιά, κι επειδή πολλοί ακόμη θεωρούμε πως η τότε μετάφραση είναι ανώτερη της πρόσφατα κυκλοφορούσας, από τις ίδιες εκδόσεις και τον ίδιο μεταφραστή με τον «Κάποιο Λούκας», η παράλειψη της αναφοράς της παλαιότερης έκδοσης μοιάζει μάλλον με μικροπρέπεια, και εν μέρει περιορίζει το βάθος των ευχαριστιών για ετούτη τη νέα προσθήκη του λόγου του Κορτάσαρ.
[ Εικονογράφηση: Federico Milano (2012) ].