Ο εφτάψυχος γλάρος
Ήρθα στον κόσμο το 1938, στο γενοβέζικο ναυπηγείο Ανσάλντο. Από τις ίδιες εγκαταστάσεις βγήκε μετά τον πόλεμο το Αντρέα Ντόρια, ένα υπερωκεάνειο που βυθίστηκε λίγο αργότερα στον Ατλαντικό μετά από μοιραία σύγκρουση με άλλο πλοίο.
Είχα κι εγώ το ναυάγιό μου, αλλά επέζησα. Για την ακρίβεια, είμαι εφτάψυχος. Στην αρχή προοριζόμουν για να μεταφέρω μπανάνες στην Ιταλία από τις αφρικάνικες κτήσεις της, τη Σομαλία και την Ερυθραία. Τα αρχικά της ιδιοκτήτριας εταιρείας μου —Βασιλική Επιχείρηση Μονοπωλίου Μπανάνας— μου έδωσαν το πρώτο μου όνομα, Ramb III.
Πριν καν χρησιμοποιηθώ όμως για εμπορικούς σκοπούς, μπήκε η χώρα μου στον πόλεμο και με μετέτρεψε σε πολεμικό. Με το ίδιο όνομα συνόδεψα ιταλικές νηοπομπές, μέχρι που αποσύρθηκα,λαβωμένος από βρετανική τορπίλη, στην Τεργέστη. Εκεί με βρήκε η συνθηκολόγηση των Ιταλών, μετά από την οποία άλλαξα χέρια και όνομα. Ως Κίμπιτς εναπέθετα νάρκες για λογαριασμό των Γερμανών στην Αδριατική, ώσπου έπεσα κι εγώ πάνω σε μία από δαύτες. Συμβαίνουν αυτά.
Η ζημιά με ανάγκασε να αποσυρθώ στο Φιούμε. Στην επίθεση των συμμάχων ήμουν ένας ακόμη στόχος των αεροπλάνων τους. Με βύθισαν — κι όταν ξαναβγήκα στην επιφάνεια, η πόλη είχε αλλάξει ονομασία και χώρα. Ήταν η Ριέκα της Γιουγκοσλαβίας. Το σκαρί μου ήταν, όπως φαίνεται, γερό. Το Ναυτικό της καινούργιας μου πατρίδας με πήγε στην πόλη με το ρωμαϊκό αμφιθέατρο και με μετέτρεψε σε εκπαιδευτικό του σκάφος. Έμοιαζε τιμητική αυτή η απόσυρση από την πρώτη γραμμή, αν και λίγο πρόωρη: ούτε δεκαπέντε χρόνια ζωής δεν είχα συμπληρώσει.
Εκεί, στην Πούλα της Ιστρίας, έχοντας το όνομα Γκάλεμπ (Γλάρος), τράβηξα την προσοχή του Στρατάρχη Τίτο. Ο Πρόεδρος με χρησιμοποίησε ως προσωπική του θαλαμηγό μέχρι το τέλος της ζωής του. Τον ταξίδεψα μέχρι το Γκρίνουιτς σε επίσημη επίσκεψη στο Λονδίνο — και φιλοξένησα σημαντικούς του καλεσμένους: πολιτικούς ηγέτες όπως ο Νεχρού κι ο Χρουστσόφ και σταρ όπως ο Κερκ Ντάγκλας και η Σοφία Λόρεν.
Ως Γλάρο με ξέρουν και σήμερα, παρόλο που άλλαξα χώρες και ιδιοκτήτες μετά τη διάλυση της χώρας μου. Το γιουγκοσλάβικο Ναυτικό με μετέφερε στο Μαυροβούνιο μετά την απόσχιση της Κροατίας το 1991. Από εκεί με αγόρασε, το 2000, ένας Έλληνας εφοπλιστής: ο Ιωάννης-Παύλος Παπανικολάου, φίλος του Ωνάση και κάτοχος μεταξύ άλλων της θαλαμηγού με το ονομα της κόρης του, Χριστίνας.
Είχε μεγάλα σχέδια ο μεγιστάνας για μένα: θα με μετέτρεπε σε σκάφος πολυτελείας και θα με νοίκιαζε έναντι αδράς αμοιβής. Με πήγε στο κορυφαίο ναυπηγείο της Ριέκας — αλλά δεν με ξαναπήρε πίσω. Μια οικονομική εκκρεμότητα —λέγεται πως επρόκειτο για εξαψήφιο ποσό σε λίρες Αγγλίας, αλλά δεν παίρνω όρκο (γλάρος είμαι, πού να ξέρω εγώ από αυτά;)— έδωσε την αφορμή στις κροατικές Αρχές να με κατάσχουν. Η τελική απόδοσή μου στον Δήμο της Ριέκας, το 2009, χαροποίησε πολύ κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του αριστερού δημάρχου Βόικο Όμπερσνελ καθώς και της τοπικής αντιφασιστικής οργάνωσης.
Δεν έλειψαν οι φθορές στο σώμα μου τον καιρό της ειρήνης. Κινδύνεψα να βυθιστώ τουλάχιστον μία φορά στη διάρκεια της ακινησίας μου· και σήμερα στέκομαι σκουριασμένος σε μιαν άκρη του κεντρικού λιμανιού. Αισιοδοξώ όμως και πάλι, εδώ και λίγες ημέρες. Αφορμή, τα 69 εκατομμύρια κούνες —σχεδόν δέκα εκατομμύρια ευρώ— που εγκρίθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ενίσχυση της Ριέκας στο πλαίσιο του προγράμματος πολιτιστικής πρωτεύουσας για το έτος 2020. Σημαντικό μέρος αυτού του ποσού θα διατεθεί για την επισκευή και ανάδειξή μου (το υπόλοιπο θα διατεθεί για το εμβληματικό πάλαι ποτέ εργοστάσιο ζάχαρης, που χρονολογείται από τον 18ο αιώνα).
Μπορεί να μην αντέχουν τα φτερά μου να με ταξιδέψουν στη δύσκολη Αδριατική, ειδικά όταν φυσά ο βόρειος Μπούρα ή ο νότιος Γιούγκο. Και τι μ’ αυτό; Εφτά ζωές έχω ζήσει, σε ειρήνη και πολέμους. Μου αρκεί που κάποιος θα με περιποιηθεί και θα με σουλουπώσει, εμένα τον γερο-γλάρο. Και, ποιος ξέρει, μέσα από το δικό μου λίφτινγκ μπορεί να πάρει τα πάνω της η πόλη του ιταλότροπου καρναβαλιού — έναν ακριβώς αιώνα μετά τη συνθήκη του Ραπάλο, που της έδωσε μια βραχύβια ανεξαρτησία, λίγο πριν γίνει ιταλικό έδαφος και πεδίο δοκιμής του φασισμού. Δεν ήρθαν μόνο καλά πράγματα από τους ισχυρούς εκ δυσμών γείτονες.
Αυτό, μέχρι και οι γλάροι το ξέρουν.