Ο φοβερός ηρωισμός
Με το έργο της Σβετλάνας Αλεξίεβιτς συναντήθηκα το 2002. Δεύτερος – η σύστασή της στο ελληνικό κοινό έγινε με το βιβλίο Τσέρνομπιλ, ένα χρονικό του μέλλοντος (εκδόσεις «Περίπλους», 2001), χάρη στον συγγραφέα Θανάση Τριαρίδη, που προκάλεσε τη μετάφραση του βιβλίου. Ο Ορέστης Γεωργιάδης την έκανε, βασισμένος στην αγγλική και τη γαλλική έκδοση.
Το 2002 εκδόθηκε το βιβλίο της Οι μολυβένιοι στρατιώτες, σε μετάφραση δική μου, από την αγγλική και τη γερμανική έκδοση («Σύγχρονοι Ορίζοντες»). Την εκδοτική ιστορία την περιγράφει με ακρίβεια ο Θανάσης Τριαρίδης.
Την ίδια χρονιά συναντήθηκα με τη συγγραφέα, προσκεκλημένη του Έλληνα εκδότη της στην Αθήνα, για να παρουσιάσει το βιβλίο της, που μετέφρασα. Από την υποδοχή στο αεροδρόμιο ως τις συναντήσεις με δημοσιογράφους και τα βράδια που στρέφαμε το κινητό τηλέφωνο προς την ορχήστρα για να ακούσει φίλη της στο Μινσκ πώς διασκεδάζουν οι Έλληνες, διαχειρίστηκα με εμμονική αυστηρότητα ο ίδιος το πρόγραμμα, όπως διαχειρίζεσαι ένα πολύτιμο δώρο που σου εμπιστεύτηκαν ώσπου να φτάσει στον προορισμό του. Τρεις μέρες στην Αθήνα με την Αλεξίεβιτς, η συγγραφέας μίλησε με δεκάδες ανθρώπους, συνάντησε άλλους τόσους, μα αν προσπαθήσω να ανακαλέσω στιγμές που συζητήσαμε οι δυο μας για το βιβλίο, για τη μετάφραση, δεν θα αθροίζονται σε πάνω από δέκα λεπτά. Είχα περάσει τέσσερις μήνες ανηλεούς δουλειάς πάνω από το κείμενο, και όμως – λάθος: και ακριβώς γι' αυτό, με κυρίευε δισταγμός να συζητήσω οτιδήποτε προσέγγιζε την ουσία του απίστευτου εγχειρήματός της (το οποίο αισθανόμουν ότι πρόδιδα με την έμμεση μετάφρασή μου...).
Τρεις μέρες στην Αθήνα, με κατέτρεχε διαρκώς η βασανιστική ιδέα ότι ο άνθρωπος πλάι στον οποίο βαδίζω υπερβαίνει όση πίστη έχω στη γραφή, στη λογοτεχνία, στην ανθρώπινη ανάγκη, την κάνει να φαίνεται μικρή – και η εποχή, τότε, και η ηλικία μου, σήκωναν τεράστια φορτία τέτοιας πίστης.
Η Αλεξίεβιτς έφυγε αφήνοντας πίσω της κάθε νήμα εξοικείωσης που η ίδια θα ήθελε να διατηρήσει, εγώ όμως ήμουν ανίκανος να διαχειριστώ. Αναδρομικά, μου είναι πια σαφές ότι η μετάφραση με είχε συντρίψει, καθιστώντας το πρόσωπο της Αλεξίεβιτς στοιχείο προσωπικής μυθολογίας, το οποίο αυτομάτως τοποθετείται στη σφαίρα του απρόσιτου -- δικαίως, για τουλάχιστον τρεις λόγους:
1. Η Αλεξίεβιτς σχημάτισε το είδος της μαρτυρίας που εκκινεί από ιστορική ανησυχία, διατηρεί δημοσιογραφικές προδιαγραφές έρευνας και διατυπώνεται με αφανή εργαλεία λογοτεχνικών καταβολών, τείνει διαρκώς σε όλα τα παραπάνω είδη και την τελευταία στιγμή απομακρύνεται, κι αυτές οι ελλειπτικές τροχιές συγκροτούν μια προστατευτική σφαίρα που υποδέχεται τη συλλογική αφήγηση χωρίς να θολώνει ούτε μια ψηφίδα από τις προσωπικές αφηγήσεις που τη συνθέτουν.
2. Ο νηφάλιος ηρωισμός που διατρέχει τη διαρκή έμπρακτη αντίστασή της στον ολοκληρωτισμό είναι μυθιστορηματικών διαστάσεων. Η ίδια, η φυσική παρουσία της, δεν μαρτυρεί το παραμικρό από αυτόν τον ηρωισμό και τις φοβερές συνέπειες που αυτός είχε, έχει, στη ζωή της.
3. Μεγαλύτερη, τρυφερότητα, ρεαλιστικότερη ανάδειξη της γυναικείας υπόστασης δύσκολα θα ανιχνεύσει κανείς, σε τέτοια έκταση, σε ποιητικά, περιγραφικά, ερευνητικά έργα... Σχηματικά, η προσέγγιση της Αλεξίεβιτς θα μπορούσε να είναι το εργαλείο που θα λύτρωνε τα ευρωπαϊκά όργανα από την αμηχανία της συζήτησης για ποσοστώσεις.
Το 2002 είναι πολύ μακρινό. Σε προσωπικό επίπεδο έπαψα να παρακολουθώ τη διαδρομή της Αλεξίεβιτς λίγα χρόνια αργότερα. Εκείνη η μετάφραση ήταν πια ένα σχήμα αναμνήσεων από μια σχεδόν διαφορετική ζωή, και εντός του ενέδρευε πάντα η αμφιβολία που γεννά ο χρόνος για κάθε παράτολμο εγχείρημα που κάποτε δοκιμάσαμε. Χτες, η είδηση για τη βράβευσή της με βρήκε στις Βρυξέλλες, μια παιγνιώδης εισβολή εκείνου του παρελθόντος σε όρους της ζωής που εν μέρει με οδήγησαν μακριά του. Στο απειροελάχιστο πεδίο που η βράβευση αυτή τέμνεται ως γεγονός με κάτι που υπήρξε μέρος της ζωής μου, είναι ένα τεκμήριο ότι συχνά αγνοούμε το μέγεθος των εγχειρημάτων μας, κι αυτή η άγνοια μερικές φορές όχι απλώς συγχωρείται, αλλά ανταμείβεται.