Ο φτωχός, ο πλούσιος και ο άσχημος

P
Νίκος Ψαρρός

Ο φτωχός, ο πλούσιος και ο άσχημος

Ο φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) είναι από μακροοικονομική άποψη ένας απαραίτητος και δίκαιος φόρος, γιατί καθιστά διαφανή τον κύκλο εργασιών μιας επιχείρησης υπό όρους ελεύθερης αγοράς. Όμως, ως σταθερός έμμεσος φόρος, επιβαρύνει αναλογικά περισσότερο τους φτωχότερους διότι δεσμεύει ένα μεγαλύτερο μέρος από το διαθέσιμο εισόδημά τους, το οποίο δεν μπορούν να ξοδέψουν για να καλύψουν τις ανάγκες τους και να εκπληρώσουν τις επιθυμίες τους. Το αίτημα λοιπόν για τον περιορισμό ή και την κατάργηση του ΦΠΑ (και όλων των άλλων έμμεσων φόρων) φαίνεται εκ πρώτης όψεως ορθό και δίκαιο, διότι δίνει τη δυνατότητα στον φτωχότερο να εκμεταλλευτεί ένα μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματός του —ή και ολόκληρο— για την ικανοποίηση των αναγκών και των επιθυμιών του.

Το επιχείρημα όμως αυτό δεν ευσταθεί για δύο λόγους:

Πρώτον, ακόμα και με μηδενικό έμμεσο φόρο επί των αγαθών και των υπηρεσιών, παραμένει το γεγονός ότι τα αγαθά και οι υπηρεσίες έχουν σταθερές τιμές που επιβαρύνουν πάλι δυσανάλογα τον φτωχότερο. Οπότε με την εξάλειψη των έμμεσων φόρων δεν δημιουργούνται συνθήκες ισότιμης πρόσβασης σε αγαθά και υπηρεσίες ανεξάρτητα από το εισόδημα, απλώς διευρύνεται λίγο ο κύκλος των προσβάσιμων αγαθών και υπηρεσιών για του φτωχότερους.

Δεύτερον, η μείωση των τιμών ευνοεί δυσανάλογα τους πλουσιότερους διότι τους δίνει τη δυνατότητα να διευρύνουν τον κύκλο των προσβάσιμων σε αυτούς αγαθών και υπηρεσιών. Για να χρησιμοποιήσουμε την ολίγον τι απλοϊκή επιχειρηματολογία γνωστού υπουργού της παρούσης κυβέρνησης, πράγματι εάν κάποιος μπορεί να πληρώσει 10.000 ευρώ για ένα αγαθό ή μια υπηρεσία χωρίς να υποστεί αισθητές στερήσεις στη δυνατότητα πρόσβασής του σε άλλα αγαθά και υπηρεσίες, μπορεί κάλλιστα να πληρώσει και τα 2.300 ευρώ του αναλογούντος εμμέσου φόρου προστιθεμένης αξίας χωρίς να υποστεί καμιά ιδιαίτερη περαιτέρω στέρηση, ενώ από την άλλη μεριά η κατάργηση του φόρου θα του δώσει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τα 2.300 ευρώ είτε για επιπλέον πλουτισμό, είτε για επιπλέον αγορά αγαθών και υπηρεσιών — πράγματα στα οποία ο φτωχότερος δεν έχει ούτως ή άλλως πρόσβαση.

Σε αυτό τον δεύτερο λόγο βασίζεται η πρόθεση της κυβέρνησης να επιβάλει ΦΠΑ στη λεγόμενη «ιδιωτική» παιδεία όλων των βαθμίδων και όλων των ειδών — και αυτό ανεξάρτητα από όλους τους άλλους οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες που την αναγκάζουν να ξύνει μανιωδώς τον περιβόητο πάτο του βαρελιού για να συγκεντρώσει τα χρήματα που χρειάζεται για να ικανοποιήσει τους βραχυπρόθεσμους σκοπούς της. Όμως το επιχείρημα που επικαλείται η κυβέρνηση διά στόματος του υπουργού της είναι όχι μόνον σαθρό αλλά και ανήθικο, διότι (όχι μόνο παραβλέπει αλλά) αποσιωπά μία βασική πτυχή της ζωής σε μιαν ελεύθερη, ευνομούμενη και δημοκρατική κοινωνία: την ελευθερία της επιλογής του τρόπου ζωής, που συμπεριλαμβάνει και την ελευθερία επιλογής του τρόπου και του είδους της παιδείας που θέλει κάποιος για τα παιδιά του.

Το επιχείρημα της κυβέρνησης και η επίκληση του δεύτερου λόγου για τη δικαιολόγηση και τη νομιμοποίηση της επιβολής του ΦΠΑ στην ιδιωτική παιδεία βασίζεται στην αποκλειστικά (και με τη στενή έννοια) μακροοικονομική θεώρηση όλων των προσφερόμενων αγαθών και υπηρεσιών. Όμως ναι μεν έχουν όλα τα αγαθά και υπηρεσίες μια μακροοικονομική πτυχή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν και άλλες πτυχές οι οποίες χαρακτηρίζουν τη φύση τους και επιτρέπουν έτσι ακόμα και την οικονομική τους διάκριση.

Τι μπορεί να σημαίνει αυτό στην περίπτωση της παιδείας; Μεταξύ άλλων και αυτό: σε μία ελεύθερη, ευνομούμενη και δημοκρατική κοινωνία, ισχύει η αρχή ότι οι άνθρωποι μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα ανάμεσα σε θεμιτούς εναλλακτικούς τρόπους παιδείας τόσο των ανηλίκων, όσο και των ενηλίκων, και να οργανώσουν ελεύθερα τη θεσμική μορφή αυτών των τρόπων, ιδρύοντας π.χ. αυτόνομα σχολεία, τεχνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, ωδεία, σχολές χορού, ακόμα και πανεπιστήμια (που καταχρηστικά ονομάζουμε «ιδιωτικά»). Το σύστημα της θεσμικά αυτόνομης παιδείας λειτουργεί παράλληλα, συμπληρωματικά, συνεργατικά και διευρυντικά σε σχέση με το σύστημα της παιδείας που θεσμικά υπάγεται στον άμεσο έλεγχο της πολιτείας (δηλαδή τη «δημόσια» παιδεία) και όχι σε αντίθεση και αντιπαράθεση με αυτό. Θεωρώντας όμως η κυβέρνηση τις υπηρεσίες που προσφέρονται στον χώρο τής θεσμικά αυτόνομης παιδείας ως απλές ιδιωτικές υπηρεσίες ελεύθερης αγοράς με τη στενή μακροοικονομική έννοια και θέτοντάς τες στο πλαίσιο της φορολόγησης του κύκλου εργασιών, όπως κάθε άλλη συναλλαγή στην ελεύθερη αγορά, εγείρει ένα ανυπέρβλητο τείχος ανάμεσα στην «ιδιωτική» και τη «δημόσια» παιδεία, στερώντας από τους πολίτες τη δυνατότητα της άσκησης του ανθρώπινου δικαιώματός τους της ελεύθερης επιλογής του τρόπου μόρφωσής τους. Οι πολίτες διαχωρίζονται πραγματικά σε «φύσει» οικονομικά προνομιούχους και μη προνομιούχους. Αντί λοιπόν να εξαλειφθούν οι τυχαίες οικονομικές διακρίσεις στο δικαίωμα της ελεύθερης διάπλασης του χαρακτήρα και της πρόσβασης στη γνώση και στην εξέλιξη των δυνατοτήτων του κάθε ανθρώπου που ζει στην ελληνική επικράτεια, αυτές παγιώνονται και διαιωνίζονται. Αντί να εξαλειφθούν οι «ταξικές» διαφορές και ο «ταξικός» ανταγωνισμός, ενισχύονται και γίνονται πιο βίαιοι.

Όμως, όπως είδαμε πριν, η κατάργηση της έμμεσης φορολογικής επιβάρυνσης αμβλύνει μεν το πρόβλημα, αλλά δεν το εξαλείφει. Διότι παραμένει το γεγονός ότι οι προσφερόμενες υπηρεσίες στον τομέα τής θεσμικά αυτόνομης παιδείας έχουν ένα κόστος που επιβάλλει την πληρωμή ενός αρκετά υψηλού αντίτιμου, κάτι που —όπως επίσης είδαμε— ευνοεί τους πλουσιότερους, και μάλιστα δυσανάλογα σε σχέση με τους φτωχότερους. Οπότε η φορολόγηση των υπηρεσιών αυτών δεν βοηθά μεν άμεσα τους φτωχότερους, αλλά τουλάχιστον επιβαρύνει τους πλουσιότερους και παρέχει στο κράτος επιπλέον πόρους για τη στήριξη της «δημόσιας» παιδείας, η οποία με τη σειρά της όμως διευρύνει το «ταξικό» χάσμα στην κοινωνία.

Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα άλυτο δίλημμα;

Ξέρω πως για μερικούς η λύση βρίσκεται στην ολοκληρωτική κατάλυση της θεσμικά αυτόνομης παιδείας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το δικαίωμα στην ελεύθερη διάπλαση του ανθρώπου. Όμως αυτός ο δρόμος είναι καταστροφικός, διότι όχι μόνο δεν βοηθά στην υπέρβαση του «ταξικού» χάσματος αλλά του προσδίδει και μίαν επιπλέον εμφυλιοπολεμική υφή — τα αποτελέσματα αυτού του είδους των πολιτικών είναι αρκούντως γνωστά…

Η πραγματική λύση βρίσκεται στην οικονομική ενίσχυση εκείνων που επιλέγουν τη θεσμικά αυτόνομη παιδεία, αλλά δεν είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν στα οικονομικά της βάρη. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με την προσωπική ενίσχυση των αδυνάτων με βάση εισοδηματικά και άλλα ευρύτερα κοινωνικά κριτήρια, είτε με την επιδότηση των αυτόνομων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων υπό τον όρο να ελαφρύνουν μερικά ή ολικά την οικονομική επιβάρυνση των αδυνάτων, πάλι βέβαια με βάση εισοδηματικά και ευρύτερα κοινωνικά κριτήρια.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η φορολόγηση του κύκλου εργασιών στον χώρο της θεσμικά αυτόνομης παιδείας, δηλαδή ο ΦΠΑ στην «ιδιωτική» εκπαίδευση, αποκτά και οικονομικό και κοινωνικό νόημα.