Ο γρύπας και ο Bowie

L
Νίκος Δασκαλάκης

Ο γρύπας και ο Bowie

Η Αθήνα είναι μία ευρωπαϊκή πόλη χωρίς μεσαιωνική αρχιτεκτονική ιστορία. Αν εξαιρέσουμε μερικές βυζαντικές εκκλησίες διάσπαρτες στον χαώδη αστικό ιστό, δεν υπάρχει περίπτωση να έρθουμε αντιμέτωποι με τη νυχτερινή μυσταγωγική ατμόσφαιρα που προσφέρουν οι φανοστάτες στα πλακόστρωτα στενάκια γύρω από το κάστρο του Εδιμβούργου ή το βουητό του Μολδάβα κάτω από τη γέφυρα του Καρόλου στην Πράγα.

Υπάρχει όμως μία μικρή εξαίρεση: μία γοτθική σχεδόν πινελιά στο σκηνικό του αθηναϊκού κέντρου, και συγκεκριμένα στην Ακαδημίας, δίπλα σχεδόν από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, στο νούμερο 58α. Μια βαριά σιδερένια πόρτα βρίσκεται εκεί, μαύρη και μανταλωμένη για χρόνια, υπό την εποπτεία ενός επιβλητικού ημικυκλικού φεγγίτη· πάνω από το ανακουφιστικό τόξο της εισόδου, η ματιά του περαστικού πιάνει ένα καστροειδές παράθυρο σαν εκείνο από το οποίο έριχνε τις πλεξίδες της η Ραπουνζέλ.

Λένε ότι, κάποτε, τις επάλξεις του παραθύρου αυτού κοσμούσε η κεφαλή ενός γρύπα, η όψη του οποίου ολοκλήρωνε τη μυστηριακή φαντασίωση περί τεκτονικών στοών και υπόγειων τελετών πίσω από τη μυστηριώδη πόρτα αυτής της μεσαιωνικής γωνιάς της πόλης.

Μολαταύτα, δεν υπάρχουν πλέον μυστήρια και αστικοί θρύλοι στην εποχή του Διαδικτύου, μέσω του οποίου αποκαλύπτεται ότι η μυστηριώδης πύλη στην οδό Ακαδημίας 58α δεν ήταν παρά η πίσω πόρτα του σπιτιού του Γερμανού αρχιτέκτονα Ernst Moritz Theodor Ziller, του δικού μας δηλαδή Ερνέστου Τσίλερ, του ανθρώπου που μεταμόρφωσε την Αθήνα από βαλκανική πολίχνη σε πραγματική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα του 19ου αιώνα. Η κεντρική είσοδος του σπιτιού του Τσίλερ βρίσκεται επί της οδού Μαυρομιχάλη 8, αλλά ,χάρη σε ένα μακρόστενο διάδρομο, επικοινωνεί με την Ακαδημίας και συνεχίζει να συντηρεί τον μύθο αυτού του κρυφού τοπόσημου.

Όσον αφορά τη δική μου υποκειμενική οπτική, η πόρτα αυτή με οδηγεί στον κινηματογραφικό και μελωδικό κόσμο του Ντέιβιντ Μπόουι και συγκεκριμένα στη σκηνή τού «Absolute Beginners», στους «Απόλυτους Πρωτάρηδες» δηλαδή, που αποτέλεσαν τόσο τον τίτλο του βιβλίου του Colin MacInnes και της μετέπειτα ταινίας του Julien Temple, όσο και του συγκλονιστικού τραγουδιού του Μπόουι που γράφτηκε για τις ανάγκες της ταινίας το 1986.

Στο βίντεο-κλιπ, που θυμίζει γοτθικό παραμύθι εξελισσόμενο στο νυχτερινό Λονδίνο των ύστερων ’50s, ο Μπόουι, ένας μοναχικός περιπατητής, βγαίνει έξω για τσιγάρα και κατά τύχη συναντά τα «ξωτικά» της μεταμεσονύκτιας μητρόπολης που τον προσκαλούν στον δικό τους κρυφό κόσμο, σε ένα πλήρως απελευθερωμένο από νόρμες σύμπαν, πίσω από σκοτεινές πόρτες —ίσως με την κεφαλή ενός γρύπα από πάνω τους— και σε υπόγειους διαδρόμους, όπου εκείνος λέει:

Δεν έχω τίποτα να προσφέρω,

τίποτα να πάρω,

είμαι ένας απόλυτος πρωτάρης.

Αντίο λοιπόν, καλέ μου φίλε.