Ο χορός των προσκυνητών
Η συνήθεια του προσκυνηματικού ταξιδιού είναι αρχαία. Οι άνθρωποι δεν δίσταζαν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις για να φτάσουν σε ιερούς τόπους, σε μια εποχή κατά την οποία τα ταξίδια ήταν κοπιαστικά, χρονοβόρα και επικίνδυνα, προκειμένου να ζητήσουν κάποιον χρησμό, να παρακαλέσουν για την (με μεταφυσικό τρόπο) ίαση ενός αγαπημένου προσώπου, ή να ευχαριστήσουν τους θεούς για την επιτυχή έκβαση κάποιου προσωπικού θέματος. Το μαντείο των Δελφών ήταν γεμάτο αναθήματα που τεκμηριώνουν αυτή τη συνήθεια, η οποία βέβαια δεν περιοριζόταν στον ελλαδικό χώρο αλλά ήταν παγκόσμια και υπάρχει σε όλες τις θρησκείες από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Σε ό,τι αφορά τον χριστιανισμό, το προσκύνημα φαίνεται πως ήδη υπήρχε ως συνήθεια στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες, αλλά άρχισε να γίνεται ευρύτατα διαδεδομένος θεσμός μετά το προσκυνηματικό ταξίδι που πραγματοποίησε η Φλαβία Ιουλία Ελένη Αυγούστα (γνωστή και ως Αγία Ελένη), μητέρα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Φλαβίου Βαλερίου Αυρηλίου Κωνσταντίνου (γνωστού και ως Μεγάλου Κωνσταντίνου) στους Αγίους Τόπους το σωτήριον έτος 326 με σκοπό να φέρει στο φως τα διάφορα μέρη όπου έζησε και δίδαξε ο Χριστός, αλλά και για να ζητήσει συγχώρεση από τον Θεό για τις βάρβαρες πράξεις του γιου της, ο οποίος φαίνεται πως είχε δολοφονήσει την τότε σύζυγό του και τον πρωτότοκο γιο του. Η Ελένη έκανε μεγάλες ανασκαφές, στις οποίες υποτίθεται ότι ανακάλυψε τους τόπους της γέννησης, της σταύρωσης και της ανάστασης του Ιησού, καθώς και τον Τίμιο Σταυρό — αν και οι πηγές είναι αντιφατικές ως προς αυτό το σημείο.
Αυτό το ταξίδι, λοιπόν, έγινε πρότυπο για εκατομμύρια προσκυνητές σε πολλές χώρες τους επόμενους αιώνες, και κάποιοι τόποι, συνήθως μοναστήρια, έγιναν ιδιαίτερα αγαπημένοι προορισμοί. Ένας τέτοιος τόπος ήταν το μοναστήρι της Παναγίας του Μονσεράτ, στην Καταλονία. Μονσεράτ σημαίνει «οδοντωτό βουνό», γιατί πρόκειται για μία οροσειρά με πολλές κορυφές, και βέβαια το μοναστήρι χτίστηκε εκεί γιατί σε εκείνο τον τόπο, σύμφωνα με τον θρύλο, βρέθηκε το έτος 880 ένα άγαλμα της Παναγίας. Αμέσως έγινε ερημητήριο, και η μονή χτίστηκε το 1025. (Αργότερα κάηκε και λεηλατήθηκε δύο φορές από τον στρατό του Ναπολέοντα, το 1811 και το 1812, και αναστηλώθηκε το 1844 — αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία).
Οι άνθρωποι που επισκέπτονταν το μοναστήρι ήθελαν, βέβαια, να προσευχηθούν, να δώσουν τάματα και να κάνουν αγρυπνίες, αλλά κατά τα άλλα ήταν κανονικοί άνθρωποι που ήθελαν να φάνε, να πιουν, να τραγουδήσουν και να χορέψουν. Και, επειδή ακόμα και το προαύλιο της μονής ήταν ιερός τόπος, έπρεπε να τραγουδήσουν και να χορέψουν τραγούδια με πνευματικό περιεχόμενο. Έτσι, στα τέλη του Μεσαίωνα προέκυψε μια συλλογή ύμνων και τραγουδιών αφιερωμένων στην Παναγία του Μονσεράτ. (Το όνομα «Κόκκινο βιβλίο του Μονσεράτ» δόθηκε πολύ αργότερα, και αιτία ήταν το κόκκινο στάχωμα όπου μπήκαν τα φύλλα της συλλογής τον 19ο αιώνα). Για τον σκοπό και την προτεινόμενη χρήση αυτών των τραγουδιών δεν χρειάζεται να κάνουμε εικασίες, γιατί περιγράφεται ξεκάθαρα από τον ίδιο τον (άγνωστο) άνθρωπο που έφτιαξε τη συλλογή το μακρινό 1399:
Επειδή οι προσκυνητές θέλουν να τραγουδούν και να χορεύουν κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας τους στον ναό της Παναγίας του Μονσεράτ, καθώς και κατά τη διάρκεια της ημέρας, και επειδή μέσα στην εκκλησία δεν πρέπει να τραγουδιούνται τραγούδια παρά μόνο αν είναι ενάρετα και ευλαβικά, γι’ αυτόν τον λόγο έχουν γραφτεί αυτά εδώ τα τραγούδια. Και πρέπει να χρησιμοποιούνται με μέτρο, και να υπάρχει φροντίδα ώστε να μην ενοχλούνται όσοι αγρυπνούν προσευχόμενοι ή βυθισμένοι σε σκέψεις.
Η συλλογή ξεκινά με έναν ύμνο στη λατινική γλώσσα (O Virgo splendens — Λαμπρή Παρθένε) γραμμένο σε γρηγοριανό ύφος, ο οποίος εκτελείται και σε κανόνα, που σημαίνει ότι ίσως να γράφτηκε με αυτόν τον σκοπό. Ακολουθεί ένα στροφικό και ιδιαίτερα μελωδικό τραγούδι (Stella splendens in monte), επίσης στα λατινικά, με μία επωδό που λέει, «Λαμπρό άστρο στο οδοντωτό βουνό, το γεμάτο θαύματα που λάμπουν σαν ηλιαχτίδα, άκουσε τον λαό». Η χρήση επωδού (ρεφρέν, που λέμε σήμερα), σύνηθες στοιχείο στα λαϊκά τραγούδια του ύστερου Μεσαίωνα, αποτελεί μία ακόμη ένδειξη ότι τα τραγούδια αυτά ήταν φτιαγμένα για ομαδική χρήση: ένας έλεγε τον στίχο ή τη στροφή, και όλοι μαζί το ρεφρέν. Ακολουθεί ένας ακόμη (διπλός) ύμνος (Laudemus Virginem – Splendens ceptigera, δηλαδή «Aς υμνήσουμε την Παναγία» και «Λαμπρή βασίλισσα») που η μελωδία του θυμίζει μεσαιωνικά κάλαντα, και που επίσης εκτελείται σε μορφή κανόνα, πράγμα που επιβεβαιώνει ότι σκοπός ήταν να συμμετέχουν όσο το δυνατόν περισσότεροι προσκυνητές. Μετά υπάρχει άλλο ένα στροφικό τραγούδι (Los set goytx recomptarem), μπαλάτα, στα καταλάνικα με επιρροές από τη διάλεκτο της Ακουιτανίας και σε ζωηρό ρυθμό που σε προκαλεί να σηκωθείς από το κάθισμά σου και να χορέψεις, με επωδό που λέει «Χαίρε, Μαρία κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου, γαλήνια Παρθένε». Μετά είναι μια ακόμη γρήγορη ρυθμική μπαλάτα (Cuncti simus concanentes) με επωδό που λέει, «Ας τραγουδήσουμε όλοι μαζί: Χαίρε, Μαρία». Το επόμενο τραγούδι (Polorum regina) είναι σε πιο αργό ρυθμό που σε υπνωτίζει με την επαναλαμβανόμενη μελωδία του, με επωδό που λέει, «Βασίλισσά μας, εσύ που χώρεσες όλο τον ουρανό στην αγκαλιά σου, άστρο της αυγής, πάρε τις αμαρτίες μας». Ακολουθεί ένα ακόμη χορευτικό τραγούδι (Mariam Matrem Virginem) γραμμένο ξεκάθαρα στο ύφος του 14ου αιώνα, όπως φαίνεται από τις συγκοπές της μελωδίας, με επωδό που λέει, «Μεγαλύνετε τη Μαρία την Παρθενομήτορα, και υμνήστε τον Ιησού Χριστό όπως του πρέπει».
Το επόμενο κομμάτι (Imperayritz de la ciutat joyosa — Αυτοκράτειρα της ευφρόσυνης πόλης [του Παραδείσου]) είναι ίσως η βασική αιτία που συμπεριέλαβα αυτή τη συλλογή στα 20 αγαπημένα μου έργα. Και τα άλλα τραγούδια είναι μελωδικά και πανέμορφα, σε βάζουν σε μιαν άλλη κατάσταση, σε κάνουν να θέλεις να χορέψεις τραγουδώντας δυνατά το ρεφρέν, ή να κουνάς απαλά το κεφάλι με τα μάτια κλειστά, αλλά αυτό που μου συνέβη ότι το πρωτάκουσα δεν μπορώ να το περιγράψω. Και ευτυχώς είχα την τύχη και να το τραγουδήσω, μαζί με έναν πολύ καλό φίλο, τον βαρύτονο Βαγγέλη Μανιάτη, και το μεσαιωνικό σύνολο Lyrae Cantus στο πάλαι ποτέ «Μπαράκι του Βασίλη». Ήταν μάλλον μια από τις καλύτερες συναυλίες που έχω κάνει ποτέ, και οι δύο φωνές μας ταίριαξαν απόλυτα — πράγμα απαραίτητο, μια που το συγκεκριμένο κομμάτι είναι δίφωνο a cappella, δηλαδή χωρίς συνοδεία οργάνων. Είναι γραμμένο κι αυτό στο τυπικό ύφος του 13ου-14ου αιώνα, στην καταλανική-ακουιτανική διάλεκτο· αλλά, εκτός τού ότι είναι δίφωνο, έχει και μια ακόμα ιδιομορφία, σε σχέση με τα υπόλοιπα της συλλογής: κάθε φωνή τραγουδά το δικό της κείμενο, και επομένως τα δύο κείμενα ακούγονται ταυτόχρονα· η ψηλότερη φωνή είναι περισσότερο υμνητική, ενώ η χαμηλή περισσότερο παρακλητική. Σε κάποιες εκτελέσεις οι δύο φωνές τραγουδούν το ίδιο κείμενο, πράγμα που νομίζω πως αφαιρεί ένα (μικρό) μέρος της γοητείας του κομματιού.
Ακολουθεί ένα ακόμη ζωηρό χορευτικό κομμάτι (Ad mortem festinamus) με επωδό που λέει «Τρέχουμε προς τον θάνατο, ας αποφύγουμε την αμαρτία», και η συλλογή κλείνει με ένα ποίημα που άλλοτε τραγουδιέται και άλλοτε όχι, και που εντός του κειμένου της συλλογής, κάτω από τον τίτλο «Θάνατε, πόσο πικρή είναι η μνήμη σου» στολίζεται από την εικόνα ενός πτώματος στον τάφο του:
Θα γίνεις ένα τιποτένιο πτώμα: γιατί να μην αποφύγεις την αμαρτία;
...γιατί να αναζητείς την οργή;
...γιατί να αναζητείς το χρήμα;
...γιατί να φοράς επιδεικτικά ρούχα;
...γιατί να επιζητείς τη δόξα;
...γιατί να εξομολογείσαι χωρίς να μετανοείς;
...μη χαίρεσαι με τη δυστυχία του πλησίον σου.
Ολόκληρο το Κόκκινο βιβλίο του Μονσεράτ μπορείτε να το ακούσετε σε διάφορες εκτελέσεις. Προτείνω είτε την κλασική ηχογράφηση του Jordi Savall με εμβόλιμους αυτοσχεδιασμούς μεσαιωνικού ύφους, είτε την (αγαπημένη μου) ηχογράφηση του συνόλου Alla Francesca, που περιέχει και άλλα πανέμορφα μεσαιωνικά κομμάτια στην αρχή. Και, βέβαια, μπορείτε να ακούσετε στο Mixcloud το αφιέρωμα της εκπομπής Vox Antiqua (από το διαδικτυακό ραδιόφωνο του Amagi) στο Llibre Vermell.