Ο κίνδυνος στα τείχη

C
Άντζη Κουνάδη

Ο κίνδυνος στα τείχη

Την Έλενα Χουσνή την γνώρισα μέσα από τα εξαιρετικά αστυνομικά βιβλία της (το «Παιδί με τη Ριγέ Μπλούζα» είναι ένα αριστούργημα που καταπιάνεται με ένα θέμα ταμπού, την παιδική κακοποίηση), οπότε όταν άκουσα ότι σκόπευε να εκδώσει ένα βιβλίο σχετικά με το λεπροκομείο της Σάμου, που δεν έχει καμιά σχέση με φόνους και εγκλήματα, κάπως με ξένισε. Ίσως γι’ αυτό και να άργησα να το διαβάσω.

Έμειναν λοιπόν οι «Καταραμένες Πολιτείες» στο ράφι μαζί με τα υπόλοιπα αδιάβαστα (τι κακό κι αυτό, δεν τελειώνουν ποτέ…) να με κοιτούν. Μεσολάβησε το καλοκαίρι, έγινε και η υπέροχη παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα όπου και παρευρέθηκα με μεγάλη χαρά, άκουσα τα διθυραμβικά σχόλια, διάβασα τις κριτικές και όμως, εγώ εκεί, να αρνούμαι πεισματικά να ανοίξω αυτό το βιβλίο. Όχι γιατί δεν εμπιστευόμουν το γράψιμο της Έλενας –η οποία είναι ένας γλυκύτατος, χαμογελαστός άνθρωπος–, αλλά γιατί ήταν το θέμα που με «απωθούσε»· δεν είναι εύκολο να διαβάζεις για ανθρώπους στις πιο δύσκολες στιγμές τους, για την σκληρή αντιμετώπιση που ξέρεις ότι βίωσαν. Δεν χρειάζεται να δεις κάτι γραμμένο, ξέρεις από πριν, γιατί ζεις σε μία κοινωνία που μόνο αγγελικά πλασμένη δεν είναι. Και, έχοντας μεγαλώσει με μία μητέρα με σκλήρυνση κατά πλάκας, γνωρίζω πώς είναι να ζεις με την όποια αναπηρία στην Ελλάδα, τα βλέμματα οίκτου, την αντιμετώπιση σαν πολίτη δευτέρας κατηγορίας.

Τελικά, ίσως επειδή αυτό ήταν το σωστό εντέλει –γιατί όποιος διαβάζει αυτό το βιβλίο γίνεται καλύτερος άνθρωπος όσο μελό και κλισέ μπορεί να ακούγεται αυτό–, το διάβασα. Το διάβασα γιατί μέσα από την φωνή της Έλενας Χουσνή απέκτησαν φωνή εκατοντάδες συνάνθρωποί μας, χανσενικοί και όχι μόνο. Και είχα δίκιο εξαρχής, γιατί πέρασε μπροστά από τα μάτια μου μία ιστορική πραγματικότητα για το πώς εμείς οι «αρτιμελείς», «όμορφοι», «αμόλυντοι», «δίκαιοι» πετάξαμε σαν σκουπίδια, σαν ένα κομμάτι κρέας, κάποιους που δεν ήταν σαν εμάς, που δεν είχαν τη δική μας «αγνή ομορφιά», που είχαν την ατυχία να νοσήσουν. Που δεν εγκλημάτησαν, αλλά αρρώστησαν.

Οι πιο αξιόπιστοι καθρέφτες είναι τα χαμηλωμένα πρόσωπα των παιδιών που ξεφορτώνουν τα τρόφιμα, οι λέξεις που φτύνουν οι μοδίστρες, οι πλύστρες και οι κουρείς που έρχονται κάθε τόσο. Κουβαλούν την ψευδαίσθηση της κανονικότητας μαζί τους, για να τη διαλύσουν ευθύς αμέσως με τα βλέμματα που αποστρέφονται από τα πρόσωπα, που αποφεύγουν να κοιτούν, παρά μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο. Πότε δηλαδή; Όταν ακουμπούν τα σώματά τους, τα χαρακωμένα από την αρρώστια, για να τους πάρουν τα μέτρα. Παραδόξως, τα χιλιομπαλωμένα σώματα θα ντυθούν με τα πιο φίνα μετάξια, τα πιο ωραία υφάσματα, τα πιο λαχταριστά κασμίρια. Πάνω στην παραμόρφωση των άκρων τους, θα περάσουν μανίκια πλουμιστά, παντελόνια που θα ζήλευαν πολλοί και παπούτσια που οι απέξω μόνο ονειρεύονται. Η αντίφαση τους θρέφει μ’ έναν κακιωμένο αντιπερισπασμό ζωής. Όσο το δέρμα ανοίγει, ρυπαίνει, ξερνά βλέννες και αίματα, τόσο γίνεται ακριβοθώρητο για τα ρούχα που το ντύνουν, κι ας ξέρουν ότι στα ίδια μιαρά υγρά θα ποτιστούν. Αυτό είναι εξάλλου. Μιάσματα. Κρυμμένα καλά στους τέσσερις τοίχους των δωματίων τους, για να μην κάνουν τους άλλους ν’ αγανακτούν. Να μη χαλούν τα μάτια τους με τόση ασχήμια.

Και αν το παραπάνω απόσπασμα φαίνεται σκληρό, υπάρχουν άλλα απείρως σκληρότερα. Γιατί η Έλενα Χουσνή δεν μασάει τα λόγια της, δεν ωραιοποιεί καταστάσεις. Μας πετάει στα μούτρα την αλήθεια για το απύθμενο μίσος του ανθρώπου για το διαφορετικό, για όσα δεν καταλαβαίνει. Για οικογένειες που ξέγραψαν συζύγους, παιδιά, γονείς. Για φίλους που γύρισαν την πλάτη σε εκείνους που θεωρούσαν αδέλφια τους. Για την προκατάληψη και τις δεισιδαιμονίες. Για την έκσταση που πηγάζει από την εξουσία πάνω σε αδύναμα πλάσματα. Και, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, σε τι διέφεραν εκείνοι που πήραν την απόφαση να καταδικάσουν συνανθρώπους μας σε εγκλεισμό επειδή νόσησαν, από τον Χίτλερ για παράδειγμα; Γιατί, κακά τα ψέματα, είτε μας αρέσει είτε όχι, η διαφορετικότητα ήταν, είναι και θα είναι πάντα μίασμα. Οι εποχές άλλαξαν, όχι οι άνθρωποι. Ρωτήστε έναν γκέι ή έναν μετανάστη.

Ο θάνατος. Μόνο αυτός έχει σημασία εδώ μέσα. Μόνον αυτόν περιμένουμε, γι’ αυτόν ετοιμαζόμαστε. Αυτόν λαχταράμε να δούμε, καμιά φορά πιότερο και από τη γυναίκα που αγαπάμε. Δεν είναι αστείο, γιατρέ; Μέσα στα τείχη που φτιάχνουν οι άνθρωποι για μας, δεν κινδυνεύουν οι μέσα αλλά οι έξω. Καμιά άλλη πολιτεία δεν κλείνει τον κίνδυνο μέσα στα τείχη της. Όλες φτιάχνουν οχυρώσεις για να κρατήσουν το κακό απέξω. Αλλά εμείς, το κακό, είμαστε κλεισμένοι μέσα. Αυλακώνουμε τα σύνορα με την ασχήμια μας. Αυτό είναι το τείχος μας. Ούτε όπλα, ούτε μάχες, ούτε πόλεμος. Όπλο είναι το σώμα μας. Ξερνάει αίμα πάνω μας, μα πιότερο χαρακώνει την ψυχή.

Η Έλενα Χουσνή, κάτοικος πλέον Σάμου, με την ιδιότητά της ως δημοσιογράφος έψαξε, ρώτησε και κατέγραψε μία σελίδα ελληνικής ιστορίας που κάποιοι θέλουν να ξεχάσουν, να θάψουν, γιατί πολύ απλά δεν αρέσει, δεν είναι politically correct. Το αποτέλεσμα τη δικαιώνει με το παραπάνω. Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι μεστοί, είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, πονάς μαζί τους, αγαπάς μαζί τους, μισείς μαζί τους. Για εμένα προσωπικά ίσως το καλύτερο σημείο του βιβλίου είναι οι τελευταίες σελίδες, όπου καταγράφονται οι μαρτυρίες από ανθρώπους που έζησαν το λεπροκομείο της Σάμου και όχι μόνο.

Διαβάστε το, μόνο αυτό μπορώ να σας πω. Διαβάστε το….

ΥΓ. Έλενα, συγγνώμη που δεν το τόλμησα νωρίτερα.