Ο λαβύρινθος μέσα μας
Πρωτάκουσα για τον Γρηγόρη Αζαριάδη πριν ένα χρόνο περίπου, για έναν μετρ του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος που αγαπούσε τον Μανσέτ και το κλασικό νουάρ. Ε, για να λένε ότι είναι καλός, κάτι ξέρουν, σκέφτηκα, γι’ αυτό και αναζήτησα τα βιβλία του. Με παραξένεψε το γεγονός ότι δεν ήταν πολλά. Περίμενε κανείς, διαβάζοντας τόσο καλές κριτικές, ότι θα ήταν πολυγραφότατος. Είχε γράψει μόνο τρία βιβλία, τα οποία προμηθεύτηκα με συνοπτικότατες διαδικασίες και διάβασα επίσης άμεσα.
Είναι πραγματικά μαγικό να βλέπεις την εξέλιξη ενός συγγραφέα βιβλίο το βιβλίο. Από το σχετικά καλό (κάποιοι το χαρακτηρίζουν μέτριο – θα παραδεχτώ ότι είχε κάποιες ελλείψεις) «Παλιοί Λογαριασμοί» του 2012 μέχρι το πολύ καλό «Μοτίβο του Δολοφόνου» του 2015, ο Γρηγόρης Αζαριάδης μέστωσε τους ήρωές του, τις υποθέσεις του και την ίδια τη γραφή του εντέλει.
Και φτάνουμε στα τέλη του 2017: ο Αζαριάδης βρίσκει νέα στέγη στις Εκδόσεις Μεταίχμιο (πράττοντας πολύ καλά κατά τη γνώμη μου) και στο νέο του βιβλίο, τον «Σκοτεινό Λαβύρινθο», οι ήρωες που αγαπήσαμε επιστρέφουν για άλλη μία φορά, πιο ώριμοι από ποτέ.
Παραδόξως, δεν θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στην πλοκή του βιβλίου: μία συνηθισμένη, υπεράνω υποψίας, οικογένεια δολοφονείται άγρια, η μόνη επιζήσασα συγγενής αποφασίζει να πάρει εκδίκηση και ένας πληρωμένος δολοφόνος προσπαθεί να βρει τις ισορροπίες του, ενώ η αστυνόμος Τρύπη και η ομάδα της ξεκινούν έναν αγώνα δρόμο για να επιλύσουν αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα. Για πρώτη φορά ο συγγραφέας δεν στέκεται τόσο στη ζωή και την ψυχοσύνθεση της Τρύπη και των συνεργατών της αλλά στον ψυχισμό της Σοφίας Μαυρονικόλα και του εκτελεστή, που αμφότεροι κρύβουν σκελετούς στην ντουλάπα τους. Σαν αρχαίο δράμα, η ιστορία κορυφώνεται σταδιακά μέχρι το τέλος, που ίσως μεν θεωρηθεί αναμενόμενο, αλλά που δεν μπορούσε να είναι διαφορετικό.
Αυτό που με εξίταρε αυτή τη φορά ήταν η άρτια δομημένη ιστορία γύρω από την πλοκή. Ο «Σκοτεινός Λαβύρινθος» είναι ένα εξαιρετικό δείγμα police procedural: φαίνεται ξεκάθαρα πόση έρευνα έκανε ο Αζαριάδης. Τα πάντα αναλύονται μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια — από την έκθεση της ιατροδικαστού μέχρι τις τεχνικές παρακολούθησης, ακόμα και τους δρόμους που ακολουθούν στην καθημερινότητά τους οι πρωταγωνιστές. Ίσως κάποιοι το βρουν κουραστικό όλο αυτό, αλλά όχι: προσθέτει στην όλη αφήγηση, όπως προσθέτει –άλλη μία πρωτιά για τον Αζαριάδη– και ο ενεστώτας. Κάντε το εξής πείραμα: διαβάστε δυο-τρεις παραγράφους του βιβλίου και μετά δοκιμάστε να διαβάσετε τις ίδιες παραγράφους αλλάζοντας τον χρόνο σε παρατατικό/αόριστο… άλλο βιβλίο, πιστέψτε με.
Όμως το μεγάλο ατού είναι η καταπληκτική σκιαγράφηση του ελληνικού υποκόσμου, μία κατάβαση στον κόσμο των μπράβων και των δήθεν νόμιμων επιχειρηματιών, στα κυκλώματα εμπορίας ναρκωτικών, μία ανάλυση της νύχτας και του ψυχρού επαγγελματισμού μίας κάστας ανθρώπων που ζουν ανάμεσά μας μα που δεν τους αναγνωρίζουμε ποτέ.
Πέντε λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, δύο άντρες πλησιάζουν στον καναπέ. Ο ένας είναι ένας καλοδιατηρημένος, ψηλός εξηντάρης με κάμποσα παραπανίσια κιλά γύρω από τη μέση, περιποιημένα γκρίζα μαλλιά και σπινθηροβόλο βλέμμα, Πάντσο. Φορά σκούρο μπλε κουστούμι και λευκό πουκάμισο. Ο άλλος είναι ακόμα πιο ψηλός, πλουσιότερος καμμιά εικοσαριά κιλά και καμιά τριανταριά χιλιάδες τρίχες φτωχότερος. Το φίνο γαλάζιο πουκάμισο Όξφορντ, κάτω από το πανάκριβο καφέ δερμάτινο μπουφάν, φέρει κεντημένα τα αρχικά του στο ύψος της καρδιάς. Πρέπει να είναι η φωνή του μεγάλου, σκέφτεται ο ψηλός. […] Ο ευτραφής μεσήλικας απέναντί του απολαμβάνει το δεύτερο μπέρμπον, καπνίζοντας το Cohiba. Παρακολουθεί σιωπηλός. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι αναθέτει τη διαχείριση της συζήτησης στον Πάντσο. Εκείνος παρίσταται ως εκπρόσωπος του αφεντικού. Όσο όμως κι αν δείχνει απολύτως ανέκφραστος, ο ψηλός μυρίζει τον φόβο κάτω από την επιφάνεια του κίβδηλου χαμόγελου που έχει βεβιασμένα κολλήσει στα χείλη του.
Και κάτι τελευταίο: ζούμε σ’ έναν κόσμο που το να είσαι politically correct, όπως λένε, είναι πλέον μονόδρομος. Γι’ αυτό είμαι σίγουρη ότι πολλοί θα στραβομουτσουνιάσουν τόσο με τη γλώσσα, όσο και με τη στερεοτυπική –σύμφωνα με τη γνώμη τους– περιγραφή των γυναικών π.χ.:
Η κοκκινομάλλα με τη χλωμή, σχεδόν διάφανη επιδερμίδα και τα σκουροκάστανα μάτια φορά τζιν και φαρδιά κίτρινη μπλούζα. Σηκώνει το ποτήρι, του χαμογελάει. Την κοιτάζει ανέκφραστος, δεν κάνει την παραμικρή κίνηση. Η κυρία αξιολογεί τη στάση του μάλλον ως ενθαρρυντική, γι’ αυτό και κουβαλάει το ποτό της, λικνιζόμενη αισθησιακά, κατά την πρόθεσή της τουλάχιστον, και σκαρφαλώνει στο διπλανό σκαμπό. Κολλάει δίπλα του. Εκείνος αισθάνεται το γόνατό της να τρίβεται στο δικό του και τραβιέται αυθόρμητα λίγα εκατοστά πιο μακριά. Εκείνη απτόητη παρκάρει διακριτικά το δεξί χέρι στον μηρό του…
Εδώ όμως είναι η μαγεία του βιβλίου: Ο Γρηγόρης Αζαριάδης μάς χάρισε ένα ανάγνωσμα με τέτοια γλώσσα, που μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί νουάρ. Εκείνα τα παλιά νουάρ με τις μοιραίες γυναίκες, τους βασανισμένους ντετέκτιβ, τις σκληρές πόλεις. Εκείνα τα παλιά νουάρ που έχουν μία γεύση από λαμπερό Χόλιγουντ, κρυφά σκάνδαλα και ταινιάρες όπως η Gilda και η Casablanca…
[ Φωτ.: Γιάννης Ρουμπάκης ]