Ο Λόρενς του Αμβούργου

C
Σαπφώ Καρδιακού

Ο Λόρενς του Αμβούργου

«You can listen to a nice, young, affable German fellow and he’ll be saying things like “Vell, ja, dis is a critical time for Germany now, economically we are good, but ve have been better. Ve are investing a lot in ze arts and emerging globally” and you’ll be there listening, thinking “Mmm, yeah, mmm… Hitler…  mm, yeah, Hitler, Hitler, Hitler”». — Dylan Moran, “Like, Totally” (2006).

Αμβούργο, Σεπτέμβριος 1946. Η Stunde Null, η Ώρα Μηδέν, έχει σημάνει για τη Γερμανία. Οι Σύμμαχοι έχουν νικήσει στον πόλεμο, έχουν εισβάλει στη χώρα και τη μοιράζονται για να την ανοικοδομήσουν μόλις ισοπεδώσουν ό,τι σώθηκε από τους βομβαρδισμούς . Στον τομέα των Άγγλων, ο Συνταγματάρχης Λιούις Μόργκαν συμμετέχει σε αυτή την «ανοικοδόμηση». Το αρχοντικό του Χερ Λούμπερτ, επιτυχημένου αρχιτέκτονα πριν τον πόλεμο αλλά εργάτη εργοστασίου προς το παρόν, επιτάσσεται ανάμεσα στα άλλα σπίτια που έμειναν όρθια στα περίχωρα των μεγάλων πόλεων, ώστε να ζήσει η οικογένεια Μόργκαν έως ότου ολοκληρωθεί το έργο των Συμμάχων. Η σύζυγος του Λιούις, Ρέιτσελ, και ο εντεκάχρονος γιος τους Έντμουντ ταξιδεύουν στη Γερμανία με το πλοίο και το νοικοκυριό που τους παραχωρήθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση, οικοσκευή αντάξια του βαθμού του συζύγου. Ο μεγαλύτερος γιος σκοτώθηκε στα δεκατέσσερά του από «αδέσποτη» βόμβα που ξεφορτώθηκε γερμανικό μαχητικό αεροσκάφος καθώς επέστρεφε στη βάση.

Οι σύζυγοι των αξιωματούχων εγκαθίστανται στο ξένο κράτος σαν το κομμάτι που έλειπε για την αποκατάσταση της τάξης· ο σκοπός τους είναι η αναπλήρωση του χαμένου χρόνου, η αναπτέρωση του ηθικού των συζύγων τους, η παρουσία της οικοδέσποινας στα μεγαλοπρεπή σπίτια. Κάποιες μπαίνουν εύκολα σε αυτά τα κουτάκια: ψώνια, κουτσομπολιό, επισκέψεις και δείπνα — η Ρέιτσελ δεν τα καταφέρνει γιατί αιωρείται συναισθηματικά ανάμεσα στην προσπάθεια εξοικείωσης και στις ανάγκες της, στον ρόλο της συζύγου, της «λειψής» μητέρας και της γυναίκας. Ούτε οι αξιωματικοί, όμως, μοιάζουν εξοικειωμένοι με τη συμβίωση. Ο χρόνος μακριά από την πατρίδα και η τριβή με τη νοοτροπία του πολέμου προκάλεσαν απρόβλεπτα επακόλουθα· άλλοι απατούν τις συζύγους τους με τις γραμματείς και τις διερμηνείς των υπηρεσιών, άλλοι καταφεύγουν στο αλκοόλ ντροπιάζοντας οικογένεια και περίγυρο. Ο κλήρος πέφτει στις γυναίκες, αυτονόητα, να υπομείνουν, να καλύψουν, να δικαιολογήσουν.

Ο Λιούις, εντυπωσιασμένος από την κουλτούρα των Γερμανών, δεν έχει επηρεαστεί από την προπαγάνδα κατά του λαού. Οι μπροσούρες και τα εγχειρίδια που διανέμονται στις οικογένειες των Βρετανών αξιωματικών που θα μετοικήσουν στη Γερμανία, ως προετοιμασία για τη νέα τους «χώρα», δανείζονται τη ρητορική του φανατισμού και των φολκλόρ θρύλων — δεν πρέπει να κοιτάς τους Γερμανούς, δεν πρέπει να περπατάς μαζί τους, να κάνεις χειραψία ή να βρίσκεσαι στις ίδιες κοινωνικές εκδηλώσεις. Οι Γερμανοί είναι ο διάβολος. Καλός Γερμανός είναι ο νεκρός Γερμανός.

Μετά τη λήξη του πολέμου και την παράδοση των ναζιστικών στρατευμάτων, spirits were high, όπως λένε οι Άγγλοι. Έχοντας νικήσει τον «Ούννο», με μεγάλες απώλειες φυσικά, δύο φορές στους δύο μεγάλους πολέμους του αιώνα, ο συγγραφέας δείχνει άλλους Βρετανούς από εκείνους που εκπροσωπούνται συχνά στη λογοτεχνία ή τον κινηματογράφο αυτής της περιόδου. Ο Μπρουκ γράφει για μια άτυπη και αβάσιμη αναβίωση της νοοτροπίας Rule Britannia, για τη σαθρή και ατεκμηρίωτη πεποίθηση που διατηρούσε ο λαός της παθούσας Αγγλίας, η οποία υπαινισσόταν πως οι Γερμανοί θα υποτάσσονταν στο Kingdom· όχι οι Ναζί, οι Γερμανοί. Η βρετανική κυβέρνηση θεωρεί τη Γερμανία μια ακόμα αποικία — έχει «υποχρέωση» να «εκπολιτίσει» το «βάρβαρο» έθνος, να επαναφέρει τη δημοκρατία και να αποχωρήσει. Προγράμματα σαν το Die Brücke (η Γέφυρα) «κατασκευάστηκ[αν] για να επιμορφώς[ουν] τους Γερμανούς [… ] σχετικά με τους κύριους θεσμούς και τα επιτεύγματα της Βρετανίας».

Οι Αμερικανοί και οι Ρώσοι έχουν αποικίσει τα «φιλέτα» της χώρας, οι Γάλλοι σφυρίζουν μελωδικά εξ αποστάσεως και οι Άγγλοι φορτώθηκαν την αγγαρεία. Χαλάσματα, πτώματα να σαπίζουν, φθίνουσες προμήθειες για τους Γερμανούς και τους ίδιους, αγανακτισμένοι πολίτες, πιέσεις της βρετανικής κυβέρνησης για πρόοδο και εξελίξεις, υπόγειοι αναβρασμοί από οργανωμένους και μη νοσταλγούς του Γ΄ Ράιχ. Γιατί, υπάρχουν και αυτοί: οι Λυκάνθρωποι δεν χάνουν ευκαιρία να οργανώνουν εξεγέρσεις και αναταραχές ώστε να πλήξουν την κυριαρχία των Άγγλων. Οι Σύμμαχοι, για αυτούς, είναι ο κατακτητής που πρέπει να ανατραπεί ώστε να επανέλθει η τάξη στο γερμανικό κράτος.

Το βιβλίο ξεκινά με μια παρέα Trummerkinder, παιδιών των χαλασμάτων, να περιφέρεται στο ισοπεδωμένο από τις βόμβες των Συμμάχων Αμβούργο φορώντας παράταιρα ρούχα, λεία πλιάτσικων. Αναζητούν οποιοδήποτε τιμαλφές ή άλλο πολύτιμο είδος που θα τους εξασφαλίσει τροφή σε κάποια ανταλλαγή. Τα «αδέσποτα παιδιά» βίωσαν μέγιστες απώλειες· της οικογένειας, της αθωότητας, της λογικής. Ήδη βεβαρημένα ψυχολογικά από το καθεστώς της Γερμανίας εν καιρώ Φύρερ, όπου έγιναν μάρτυρες της φίμωσης της ελεύθερης γνώμης, της ασυδοσίας των δωσίλογων, της υποταγής στις διαταγές του παράφρονα δικτάτορα, στοιχειώνουν τα ερείπια του Αμβούργου σε «αγέλες»:

Ο Όζι έμεινε άναυδος. Εκεί, στη μέση της αγγλικής εφημερίδας, ήταν η ισοπεδωμένη περιοχή του Χάμερμπρουκ, όπου ζούσε κάποτε. Εδώ είχε δει παράθυρα να λιώνουν και δρόμους να κοχλάζουν, και έναν αόρατο θερμικό άνεμο να αρπάζει τα ρούχα από το σώμα μιας γυναίκας. Άκουσε πάλι τον ήχο εκείνου του ανέμου — λες και κάποιος έπαιζε όλες τις νότες ενός εκκλησιαστικού οργάνου μαζί. Είδε τις κόκκινες νιφάδες της στάχτης να πέφτουν, τις πόρτες να φλέγονται σαν τα στεφάνια μέσα στα οποία πηδούσαν τα λιοντάρια στο τσίρκο. Ζόρμπενστρασε. Μίτελκαναλ. Άνθρωποι κολλημένοι στη λιωμένη άσφαλτο. Τα μαλλιά της μαμάς του να καίγονται! Μυαλά να κυλούν από μύτες και από σκισμένα κρανία. Σώματα σαν κούκλες ράφτη να έχουν συρρικνωθεί στο μισό τους μέγεθος. Τα έλεγαν “Bombenbrandschrumpffleisch”. «Σώματα συρρικνωμένα από φωτιά».

Η Γερμανία που περιγράφεται στο βιβλίο είναι χώρα σακατεμένη από τον πόλεμο, όχι η ναζιστική κυψέλη από όπου απελευθερώθηκε το μισητό σμήνος. Οι πολίτες που έμειναν ζωντανοί πασχίζουν να επιβιώσουν στα γκρέμια των σπιτιών τους, μαζεύουν τα υπόλοιπα του νοικοκυριού τους και φεύγουν στην επαρχία για μια νέα αρχή ή διασχίζουν τα βομβαρδισμένα οικοδομικά τετράγωνα με χαμένα λογικά αναζητώντας το σπίτι που κατέρρευσε, την οικογένεια που καταπλακώθηκε. Οι όροι αντιστρέφονται: τώρα οι Γερμανοί ψάχνουν φαγητό στα σκουπίδια, ζητιανεύουν τσιγάρα και σοκολάτες από τους στρατιώτες, παρακαλούν για μια θέση εργασίας στη νέα διοίκηση της χώρας με την ελπίδα να εξασφαλίσουν την εξαίρεσή τους από τα αβέβαια επακόλουθα. Το “Fragebogen”, το ερωτηματολόγιο «καθαρότητας», θα καθορίσει το μέλλον κάθε Γερμανού πολίτη, ανάλογα με τον βαθμό συνεργασίας του με το προηγούμενο καθεστώς.

Οι Γερμανοί γίνονται Καθαριστές Χαλασμάτων για τα προς το ζην μέχρι να τους απονεμηθεί το πολυπόθητο πιστοποιητικό καθαρότητας. Δεν δικαιούνται να εξασκήσουν το επάγγελμά τους, να ξαναχτίσουν τις κατεστραμμένες κατοικίες τους. Ζουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, τρέφονται στα συσσίτια, είναι πρόσφυγες στη γειτονιά τους, στην πατρίδα τους. Οι Ρώσοι και οι Αμερικανοί ζητούν το, κατ’ αντιστοιχία, pound of flesh της Γερμανίας — η ανατίναξη ναυπηγείων και εργοστασίων είναι επιτακτική για την επίτευξη της «αποναζιστικοποίησης» και ένα παιχνίδι μεταξύ των Συμμάχων με εκβιαστικούς όρους, η χαριστική βολή που θα γονατίσει την υποτυπώδη οικονομία της χώρας.

Ενώ όσοι Γερμανοί ζουν ακόμα στα σπίτια τους τα βλέπουν να επιτάσσονται από τους αξιωματικούς και αναγκάζονται να μετακομίσουν, ο Συνταγματάρχης προτείνει τη συμβίωση. Ο Χερ Λούμπερτ με τη δεκαπεντάχρονη κόρη του Φρίντα θα ζήσουν στον επάνω όροφο της έπαυλης και η οικογένεια Μόργκαν στα μεγάλα δωμάτια του σπιτιού. Δεν είναι μόνο σε αυτό το θέμα ανορθόδοξος ο Συνταγματάρχης Μόργκαν. Το δέος που αισθάνθηκε μπροστά στο αξιοπρεπές και πολιτισμένο περιβάλλον στο οποίο τον ξενάγησε ο Λούμπερτ, οι απώλειες και η ταπείνωση του γερμανικού λαού, οι νεκροί κάτω από τα συντρίμμια, η πείνα, ο εξευτελισμός της αξιοπρέπειας και του αυτοσεβασμού όσων έμειναν ζωντανοί, ωθούν τον Λιούις να εξασκήσει τα καθήκοντά του με ανθρωπιστικό γνώμονα. Το παρατσούκλι του στο Αρχηγείο είναι «Ο Λόρενς του Αμβούργου». Η αφορμή είναι το βιβλίο του Τ. Ε. Λόρενς «Οι Επτά Στύλοι της Σοφίας» που τον συντροφεύει σε κάθε μετάθεση, και ο Λιούις δεν δείχνει να διαφέρει ιδεολογικά από το πρότυπό του. Προχωρά σε ριζοσπαστική μέριμνα για το μέλλον των Γερμανών, δημιουργεί αρχεία αγνοούμενων και διασωθέντων, ερευνά τους συμπατριώτες του που λεηλατούν τις επιταγμένες επαύλεις στέλνοντας πολύτιμα αντικείμενα στην Αγγλία.

Στο μεγάλο σπίτι κοντά στις όχθες του Έλβα οι δύο πολιτισμοί στριμώχνονται. Η Ρέιτσελ, μεσοαστή Ουαλή μεγαλωμένη στη συντηρητική Βρετανία, αισθάνεται τον μοντερνισμό της επίπλωσης και της διακόσμησης του αρχοντικού να ειρωνεύονται τη δική της έλλειψη γνώσεων επάνω στα σύγχρονα ρεύματα της αρχιτεκτονικής, της ζωγραφικής κ.ο.κ. Τις πρώτες εβδομάδες την κυριεύει η εντύπωση πως το προσωπικό της έπαυλης την κρίνει και τη συγκρίνει με την κυρία του σπιτιού, η οποία χάθηκε στη μεγάλη πυρκαγιά του ’43. Η σχέση της με τον Λιούις έχει αλλάξει όχι αποκλειστικά εξαιτίας της απόστασης που τους χώρισε κατά τον πόλεμο αλλά, κυρίως, λόγω της αντίδρασης στον θάνατο του Μάικλ. Η μητέρα κλαίει κρυφά, προσπάθησε αλλά δεν βρήκε γαλήνη στην επαγγελματική ψυχολογική στήριξη, εγκατέλειψε και απαρνήθηκε το θέλημα του Θεού μένοντας με το μίσος. Ο πατέρας δεν επέτρεψε στον εαυτό του να κλάψει και αφήνει το τραύμα να αιμορραγήσει σταγόνα-σταγόνα όποτε κοιτάζει τη φωτογραφία του παιδιού, που κρύβει στην ταμπακέρα του. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η Ρέιτσελ είναι η συγκατοίκηση με τον «εχθρό» και οι προτροπές του Λιούις για φιλικές σχέσεις με τους ιδιοκτήτες.

Ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου είναι «The aftermath», «Τα επακόλουθα». Δεν πρόκειται μόνο για τα οικονομικά-πολιτικά επακόλουθα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μα εννοεί την κοινή ζωή των δύο οικογενειών στο αρχοντικό σπίτι κοντά στον Έλβα, την εύστοχη προσαρμογή του τίτλου σε «Συμβίωση». Μια συμβίωση-επακόλουθο που φέρει κοινωνική διάσταση: όπως οι σχέσεις των «συγκατοίκων» ξεφεύγουν από τα διακριτά και, φαινομενικά, αγεφύρωτα όρια, είναι προδιαγεγραμμένο πως η απομονωμένη Γερμανία θα βρει πράξει το ίδιο με την προκατειλημμένη Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο.