Ο λούμπεν παρίας
Η μεταπολεμική Ελλάδα, μια χώρα που βγήκε σχεδόν κατεστραμμένη ολοκληρωτικά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διχασμένη, αιματοκυλισμένη, στάθηκε σιγά-σιγά στα πόδια της μέσα από ένα ιδιαίτερο αλλά αποτελεσματικό μείγμα κρατικού παρεμβατισμού και ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας και οφείλει πολλά στα οικονομικά θεμέλια που έθεσε ο Μαρκεζίνης. Μεταξύ 1953 και 1973 έγινε ένα θαύμα στην Ελλάδα: πρώτη φορά αποκτούσε αξιόλογο βιομηχανικό τομέα, ο τουρισμός έγινε αιχμή του δόρατος των υπηρεσιών και σε γενικές γραμμές ακολουθήθηκαν συνετές πολιτικές. Η κρατική κατανάλωση πρόεκυπτε από τους φόρους και ο δανεισμός πήγαινε σε έργα υποδομής. Η χώρα έτρεχε με 7% ανάπτυξη τον χρόνο.
Τη δεκαετία του ’50 η μαύρη αγορά εργασίας και ο αυστηρός δημοσιονομικός έλεγχος, τη δεκαετία του ’60 και του ’70 η κοινωνική κινητικότητα μέσα από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, τα μεγάλα έργα, η επανεμφάνιση μιας κάποιας βιομηχανίας, και η αισιοδοξία μετά από την ένταξη στην ΕΟΚ, έδωσαν ώθηση στην οικονομική αλλά και κοινωνική ανάπτυξη. Τη δεκαετία του ’80 και του ’90 η δημοσιοϋπαλληλία αλλά και ο κατασκευαστικός κλάδος θα είναι οι κινητήριοι μοχλοί της οικονομίας, ενώ το 2000 θα κάνει την εμφάνισή του το εύκολο «τραπεζικό» χρήμα, για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία της ελληνικής οικονομικής ιστορίας, αλλά και το χρηματιστήριο. Τα αποτελέσματα γνωστά. Σε όλη αυτή την πορεία της οικονομικής ιστορίας υπήρξαν και κάποιες σταθερές: η ναυτιλία, ο τουρισμός, μέσα από διάφορες φάσεις, τα μεταναστευτικά εμβάσματα.
Τι γίνεται όμως σήμερα; Θα μπορούσε κάποιος να δει ένα φως στο τούνελ; Η ναυτιλία και ο τουρισμός φαίνεται να αποτελούν και σήμερα δύο σταθερές. Η πρώτη χωρίς να αποδίδει ίσως τις αναμενόμενες θέσεις εργασίας, ενώ η τουριστική βιομηχανία με το να προσαρμόζεται σε χαμηλότερα και όχι σε ποιοτικότερα στάνταρ — κάτι βέβαια στο οποίο συντείνει και η έλλειψη ουσιαστικών τουριστικών υποδομών όπως μαρίνες, λιμάνια κλπ.
Η αγροτική παραγωγή μετά από το πάρτι των επιδοτήσεων περνάει αργά και βασανιστικά στη φάση της τυποποίησης, του «μπουτίκ» προϊόντος, αλλά η πιο επώδυνη ακόμα φάση θα είναι εκείνη των συνεργειών στον αγροτικό τομέα. Οι υπηρεσίες θα αποδίδουν αλλά μόνο για ιδιαίτερα εξειδικευμένες παροχές, ενώ ένας υποτιμημένος κλάδος που θα διατηρήσει μερίδιο της οικονομικής του δύναμης θα είναι οι χειρωνακτικές εργασίες: τα συνεργεία, οι τεχνικοί θα έχουν ένα σημαντικό μερίδιο στην επισκευή και στη συντήρηση της τεχνολογικής προόδου της καθημερινότητας. Μεγάλοι χαμένοι σίγουρα θα είναι οι περιζήτητες παλιά θέσεις γραφείου, η υπαλληλία κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, και γενικά η παροχή χαμηλού επιπέδου υπηρεσιών.
Θα υπάρξει και, αν υπάρξει, θα ολοκληρωθεί αυτή η μετάβαση; Προφανώς όλοι συμφωνούν ότι στη σημερινή φάση αποσύνθεσης και τέλματος που βιώνουμε, αλλά και πρωτοφανούς πολιτικής αβουλίας παραγωγικής ανασυγκρότησης, η Ελλάδα δεν μπορεί να την πραγματοποιήσει. Έτσι κι αλλιώς, όλες αυτές οι μεταβάσεις στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα επώδυνες και άφηναν ολόκληρες γενιές πίσω. Επιπλέον, οι χρηματοπιστωτικές δεσμεύσεις, η υψηλή φορολογία και οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις καθιστούν το πλαίσιο πιο ασφυκτικό. Σε αυτό το πλαίσιο έρχονται να προστεθούν —με τον πάντα ιδιότυπο ελληνικό τρόπο— και τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, όπως το δημογραφικό, η μετανάστευση, η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, οι νέες μορφές ενέργειας, το περιβάλλον και οι φυσικοί πόροι. Θέματα που μια χώρα εχθρική ακόμη και στις ανεμογεννήτριες φαίνεται απλώς να παρατηρεί με το κιάλι.
Το ερώτημα παραμένει τελικά ένα: υπάρχουν οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις να σπρώξουν τη χώρα στην επόμενη φάση ή θα συνεχίζεται η εσωτερική αποσύνθεση μετατρέποντάς τη σε έναν λούμπεν παρία της ευρωπαϊκής περιφέρειας;