Ο λουστράκος και η χαμένη βούρτσα
Κάθε πόλη έχει την ανθρωπογεωγραφία της. Αυτό σημαίνει ότι εσύ πρέπει να προσαρμοστείς στην πόλη και όχι η πόλη σε σένα. Η Πόλη τώρα, με το πι κεφαλαίο, έχει μία πολυδαίδαλη ανθρωπογεωγραφία που δεν περιορίζεται σε έναν ή δύο ανθρωπότυπους. Κάποιοι ζουν ακόμη στο 1930, νομίζοντας ότι η Κωνσταντινούπολη έχει ακόμη εκείνο το κοσμοπολίτικο παλιό της άρωμα, ενώ κάποιοι άλλοι, που έχουν έρθει από τα βάθη της Ανατολίας για να βρουν δουλειά, μεταφέρουν τα ήθη και τα έθιμα του χωριού τους σε περιβάλλον πόλης, κάτι που πολλές φορές είναι ανυπόφορο για τους υπόλοιπους. Κοντολογίς, υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί εδώ πέρα.
Πρόσφατα είχα μία κουβέντα με έναν «Ιστανμπούλ Εφέντη», γόνο οικογένειας που ζει στην Πόλη πάνω από εκατό χρόνια. Αστός με όλη τη σημασία της λέξεως, τέτοιους που σπάνια βλέπεις στην Ελλάδα, μιας και την αστική τάξη εμείς είτε την καταπνίγαμε όποτε πήγαινε να σηκώσει κεφάλι είτε αποδίδαμε χαρακτηριστικά αστισμού σε ανθρώπους που δεν είχαν καμία σχέση με αυτόν — με αποτέλεσμα και αυτή η αστική ταυτότητα να δαιμονοποιηθεί. Μου έλεγε λοιπόν ο Τζεμ για τους διάφορους ανθρωπότυπους της Πόλης και σταθήκαμε ιδιαίτερα στους λουστραδόρους που στέκονται στις γωνίες με τα κασελάκια τους. Μου είπε ότι υπάρχουν πολλοί τύποι, νεαροί, ουσιαστικά παιδιά, που έρχονται από την Ανατολία, οι γονείς τους τους δίνουν ένα κασελάκι και τους βγάζουν στον δρόμο για να φέρουν το μεροκάματο στο σπίτι. Παιδιά που δυστυχώς μένουν αναλφάβητα και βγαίνουν στη βιοπάλη από νωρίς. Και υπάρχουν και οι άλλοι, μεγάλοι σε ηλικία, που κάνουν αυτή τη δουλειά όλη τους τη ζωή, σχεδόν από επιλογή πλέον. Αυτοί έχουν σταθερά στέκια, τους ξέρεις και σε ξέρουν, είναι αυτοί που θα χαιρετήσεις στον δρόμο σου για τη δουλειά ή για το σπίτι και όταν θα πας να σου γυαλίσουν τα παπούτσια θα σε ρωτήσουν για την οικογένειά σου και εσύ θα ρωτήσεις για τη δική τους. Κάνουν τη δουλειά τους με μεράκι, με προσοχή και επιμέλεια. Ο τσαγάς της γειτονιάς θα τους φέρει το πρωινό τους ρόφημα σε «τζάμι», δηλαδή στο μικρό ποτηράκι που πίνουν το τσάι, δίχως να φοβάται ότι θα το χάσει. Εκεί θα είναι κι αύριο ο μάστορας.
Μετά τη συζήτηση για τους ανθρωπότυπους της Πόλης, ξεκινήσαμε να λέμε για τα χαρακτηριστικά του «Ιστανμπουλού», του ντόπιου δηλαδή. Εκεί, η κουβέντα πάλι γύρισε στους λουστραδόρους. Ο ντόπιος λοιπόν ποτέ δεν θα την πατήσει με το κόλπο της βούρτσας που κάνουν κυρίως οι φτωχοδιάβολοι λουστράκοι. Μόλις σε δουν, σε κόβουν αμέσως αν είσαι από δω ή όχι. Ειδικά αν μιλάς καμιά ξένη γλώσσα, είσαι το ιδανικότερο θύμα. Όπως πας να περάσεις από μπροστά τους, έχουν ήδη μαζέψει το κασελάκι τους και περπατάνε τρία βήματα μπροστά από σένα. Με έναν περίτεχνο τρόπο τούς πέφτει δήθεν η βούρτσα από το κασελάκι, εσύ τους φωνάζεις για να τους το πεις κι αυτός σε αρχίζει στις ευχαριστίες και σου λέει, «Θα σου γυαλίσω τα παπούτσια για να σε ευχαριστήσω που δεν έχασα τη βούρτσα μου». Κι από εκεί αρχίζει η κλάψα. Η οικογένειά μου πεινάει, ήρθαμε από το Ντιγιάρμπακιρ και πώς να τα βγάλουμε πέρα, προσπαθούμε και δουλεύουμε όλοι αλλά τι τα θες, ινσαλάχ και τα λοιπά. Στο τέλος, με την κλάψα καταφέρνει να σου πάρει κι ένα εικοσάλιρο για τα παπούτσια, γιατί «κρίμα τον καημένο που πεινάει».
Ο Τζεμ το περιέγραφε τόσο γλαφυρά, που η ομήγυρη που αποτελούνταν από φίλους από τη Γερμανία και τη Γαλλία είχε γουρλώσει τα μάτια. Προφανώς σε κάποιους είχε ήδη συμβεί! Κατέληξε λέγοντας ότι ο γνήσιος Ιστανμπουλού απλώς θα προσπεράσει τη βούρτσα γιατί ξέρει. Όταν τελείωσε την αφήγηση, γύρισε και με κοίταξε προς επίρρωση των όσων έλεγε και εγώ κούνησα το κεφάλι με χαμόγελο, καθώς είχα μόλις θυμηθεί τον φτωχοδιάβολο που έριξε τη βούρτσα μπροστά στα πόδια μου πριν πέντε μέρες στο Εμίνονου. Ακόμη εκεί θα ήταν η βούρτσα αν δεν γύρναγε να την πάρει ο ίδιος, γιατί εγώ δεν…