Ο λυγμός της εξορίας
Είναι μόλις πρώτες μέρες του καινούργιου χρόνου, αλλά τολμώ να πω πως έχω ήδη διαβάσει το συγκλονιστικότερο βιβλίο της χρονιάς. Νόμιζα πως μετά τον Σελίν, τον Έριχ Μαρία Ρεμάρκ και τον Τόμας Μαν, τη Ζέγκερς και τον Ζέμπαλντ, τον Πρίμο Λέβι, δύσκολα θα βρισκόταν βιβλίο που αναφέρεται στην ντροπή του ανθρώπου να με αναστατώσει τόσο πολύ. Το καταφέρνει όμως η νουβέλα «Ήταν το Χιρμπέτ Χιζε», όπου ο συγγραφέας αφηγείται μια στιγμή μόνο του πρώτου αραβοϊσραηλινού πολέμου, και, μόλο που δεν μεταφέρει σκληρές εικόνες μιας αιματηρής μάχης, αποδίδει με εκπληκτικό τρόπο τη φρίκη της ανθρώπινης πράξης αλλά και τις όποιες ενοχές μπορεί να τη συνοδεύουν, μ’ ένα λυγμό.
Στο βιβλίο του, ο Ισραηλινός συγγραφέας S. Yizhar (ψευδώνυμο του Yizhar Smilansky), όντας στρατιώτης ο ίδιος, αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο μια επιχείρηση εκκένωσης και κατάληψης ενός παλαιστινιακού χωριού. Παρότι γραμμένο στα 1949, στην Ελλάδα γνωρίζουμε το σημαντικό αυτό έργο μόλις τώρα, σε μετάφρασή του Ίωνα Βασιλειάδη για τις Εκδόσεις Μελάνι. Μια εξαιρετική μετάφραση που καταφέρνει να αποδώσει φράση τη φράση στη δική μας γλώσσα ένα διαμάντι της παγκόσμιας λογοτεχνίας πάνω σε ένα από τα πιο δύσκολα θέματα που μας έχουν απασχολήσει. Νουβέλα, γιατί σ’ αυτή την αφήγηση δε χωρά ούτε μια λέξη παραπάνω. Γιατί οι 103 σελίδες της είναι αρκετές να σε συγκλονίσουν και να σε εξουθενώσουν — μα είναι αδύνατον να το αφήσεις από τα χέρια σου. Διαβάζοντάς τη, γέμιζα την κάθε σελίδα με σημειώσεις, και μόλις έφτανα στην τελευταία αράδα γύρναγα πάλι στην αρχή γιατί ένιωθα πως δεν την εισέπνευσα όπως της έπρεπε. Έδωσα όλες μου τις αισθήσεις σ’ αυτό το βιβλίο, κι αν είχα επιλογή, θα προτιμούσα να σας μαζέψω όλους γύρω μου και να σας διάβαζα το βιβλίο αργά, ξανά και ξανά, παρά να έγραφα αυτά τα λίγα σχόλια που ακολουθούν.
Δεν ξέρω ποιο μέρος του βιβλίου με πόνεσε περισσότερο. Το πρώτο, όπου περιγράφεται η «ανελέητη μακρά αναμονή» πριν το σύνθημα για επίθεση; Η «πληκτική αναμονή που κατατρώει και καίει τα πάντα χωρίς φωτιά ούτε καπνό, ούτε σκοπό ούτε τίποτα»; Εκνευριστική αναμονή για τους στρατιώτες, που περιμένοντας «θα έριχναν δεκάδες σφαίρες σε ένα τρομοκρατημένο σκυλί ώσπου να πέσει και θα έστηναν αιματηρό καβγά με κάποιον, μετά θα ξαναγύριζαν στη βαρεμάρα και στην απραξία και στα αηδιαστικά μονότονα γεύματα, δαγκώνοντας, μασώντας πετώντας τα κονσερβοκούτια, κλοτσώντας τα με λύσσα, κάνοντας και άλλα αίσχη και περιμένοντας να συμβεί αυτό που ήταν να γίνει — να συμβεί αμέσως, να γίνει κάτι τέλος πάντων, που να πάρει!» Αναμονή και για μας, που αντιλαμβανόμαστε πως κάτι απάνθρωπο θ’ ακολουθήσει, μα που δεν ξέρουμε ούτε τι είναι, ούτε με πόση σφοδρότητα θα μας χτυπήσει. Αυτό άραγε πονάει περισσότερο ή η αφήγηση λίγο πιο κάτω, όταν οι στρατιώτες διακρίνουν πια από κοντά το έρημο φαινομενικά χωριό, που τους ξυπνάει συνειρμικά μνήμες από προηγούμενες επιθέσεις σε άλλα μέρη, ένα ένοχο déjà vu;
Σε αυτό το σπίτι, το άσπρο και γαλάζιο σοβατισμένο σπίτι με τα πράσινα παντζούρια, κάποιος σηκώθηκε έντρομος διακόπτοντας αυτό που έκανε, πως στο λασπόσπιτο κάποιος σταμάτησε να τρώει, πως κάποιος στη συστάδα των σπιτιών δεξιά έκανε να σωπάσει όποιον μιλούσε εκείνη τη στιγμή, πυροβολισμοί, ρίγη, σφίξιμο στο στομάχι, μια μητέρα τρομαγμένη μέχρι θανάτου να βγαίνει έξω να μαζέψει τα παιδιά της, πανικόβλητη σαν να πάει να σπάσει η καρδιά της.
Ή μήπως όταν οι στρατιώτες σηκώνουν τα όπλα και χτυπούν τους κατοίκους που προσπαθούσαν να αποδράσουν, λες και παρακολουθούμε κυνήγι ελαφιού στα βρετανικά δάση; Όταν «η έξαψη άρχισε να φουντώνει. Η έξαψη του κυνηγιού που παραμονεύει στον καθένα από εμάς»; Ο αφηγητής ζει ένα ανείπωτο δράμα, κι εμείς, οι αναγνώστες, συμπάσχουμε μαζί του. Την ίδια στιγμή που υποδεικνύει στον πυροβολητή τα επόμενα θύματα, εύχεται μέσα του ν’ αστοχήσει. Κι εκεί που παρακολουθούμε την εξέλιξη της επιχείρησης με κομμένη την ανάσα, ο συγγραφέας μάς ξαφνιάζει και μας τρελαίνει με τις πρωτότυπες αναφορές και περιγραφές του:
Περπατούσαμε αργά πάνω στα λασπωμένα χνάρια του τζιπ, τα οποία αποκάλυπταν τις ακροβατικές του ικανότητες πάνω στις αλετριές και τον βούρκο που ύστερα από τόσες γενιές γαλήνης ξυπόλυτων ποδιών και γαϊδουρίσιων οπλών εξαναγκάζονταν να δεχτούν σιωπηλά δυο ουλές σε όλο το μήκος τους, αιμορραγώντας λάσπη και σιωπή.
Οι στρατιώτες φτάνουν στα σπίτια, κι αντικρίζουν τους κατοίκους του χωριού που έμειναν πίσω, γέρους και γυναίκες με μικρά παιδιά, σακάτηδες και τυφλούς. Παρά τις σκηνές απίστευτου πόνου που ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μας, είναι αδύνατον να προσπεράσεις χωρίς να θαυμάσεις τον εξαιρετικό λόγο του συγγραφέα:
Ο γέρος ήταν σχεδόν βουρκωμένος, έβαλε το χέρι στην καρδιά. Αλλάχ πήγε να πει, μπιχιάτ Αλλάχ, μά τη ζωή του Θεού, ορκίστηκε ξαφνικά χτυπώντας το γκριζόχρωμο τριχωτό στήθος του· ήταν προφανές ότι του έλειπε η μόνη, ακαταμάχητη, λέξη που θα μπορούσε να εξηγήσει τα πάντα.
Και κάπου αλλού:
Ίμσι-πήγαινε, γάβγισε ο Μόισε με μια φωνή που δεν ήταν δική του.
Όμως, οι περιγραφικές λεπτομέρειες κάποιες στιγμές σε θυμώνουν. Γιατί τότε αντιλαμβάνεσαι πως τα μάτια των στρατιωτών, οι αισθήσεις τους, λειτουργούσαν στην εντέλεια. Έπιαναν και την τελευταία λεπτομέρεια. Είδαν, μύρισαν, ακούμπησαν, άκουσαν τον ίδιο τον ανθρώπινο πόνο πριν λοιδορήσουν, πριν μαγαρίσουν, πριν εγκαταλείψουν, πριν εκδιώξουν. Δεν είχαν μπροστά τους μια αγέλη. Το πλήθος δεν είναι ανώνυμο. Είχαν μεμονωμένες οντότητες. Παρακολουθούσαν ξεδιάντροπα τον άνθρωπο στον μεγαλύτερο βαθμό της απόγνωσής του:
[Ο άντρας] έβαλε τα χέρια στο στέρνο και κάνοντας μικρούς κύκλους προσπαθούσε να εκφράσει την αμηχανία του, να δώσει εξηγήσεις, χωρίς η ψυχή του να μπορεί να ισορροπήσει μεταξύ αυτού που ακριβώς-πριν-από-αυτή-τη-στιγμή ήταν και αυτού που ακριβώς -αυτή-τη-στιγμή συνέβαινε, κι έτσι στεκόταν μπροστά μας με το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια του, καθώς γύριζε η γη.
Τα συναισθήματα, θα πει ο αφηγητής, βογκούσαν μέσα του παραπονεμένα όσο προχωρούσαν στην επιχείρηση:
Προσπαθούσαμε να διατηρήσουμε την αδιαφορία μας και να βγάλουμε από πάνω μας όλα όσα συνέβαιναν εκεί κάτω, όπως η χήνα τινάζεται όταν βγαίνει από το νερό.
Σε μια διφορούμενη σκηνή, όπου οι στρατιώτες διακόπτουν την επιχείρηση προκειμένου να πάρουν το μεσημεριανό τους, γινόμαστε μάρτυρες μιας συζήτησης, όπου ο αφηγητής προσπαθεί να εξηγήσει στους ανωτέρους του πως αυτό που γινόταν δεν ήταν σωστό, κι εκείνοι τον αποπαίρνουν. Το σωστό. Ποιο ήταν το σωστό; Ούτε ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος. Η μοναδική βεβαιότητα, θα μας πει, ήταν πως βρίσκονταν σε πόλεμο και πως στον πόλεμο όλα επιτρέπονται. Κι όμως, ένιωθε άρρωστος, ένιωθε να κατηγορείται για κάποιο έγκλημα. Τον πίεζε η ανάγκη ν’ αρχίσει να ψάχνει για δικαιολογίες. Δικαιολογίες που είναι αδύνατον να βρεις. Κι έτσι, ίσως, καταλήγεις να γράφεις αυτό το βιβλίο.
Όλα, στην ιστορία, εξελίσσονται όπως οργανώθηκαν. Κάποια σημεία μπορεί να παραμένουν κενά για τον αναγνώστη. Πράγματα που δεν θα περιγραφούν πλήρως, μα που, υπονοούμενα και μόνον, αποτυπώνονται ακόμα πιο απογυμνωμένα.
Κι όλο αυτό το τοπίο να μας κοιτά με ύφος επιτιμητικό, αυτό το σιωπηλό κατηγορητικό ύφος, σαν ζώο που σε καρφώνει με τα μάτια και σε κυνηγά, ώσπου δεν βρίσκεις πουθενά να κρυφτείς.
Η ντροπή που νιώθει ο αφηγητής εισρέει μέσα από τους πόρους του δικού μας κορμιού αφήνοντας μας γυμνούς απέναντι στον Θεό μας.
Αν και η αφήγηση βρίσκεται χρονικά ιδιαίτερα κοντά στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα, ο συγγραφέας δεν θα παραβάλει τους δυο πολέμους. Η ανθρώπινη πομπή έτσι όπως εκδιώχνονταν από τα σπίτια τους στο Χιρμπέτ Χιζέ, θα ξυπνήσει στον αφηγητή μια άλλη, αρχέγονη εβραϊκή εικόνα. Θα δει τους Παλαιστίνιους να ανεβαίνουν στα φορτηγά στον δρόμο για τη δική τους εξορία.
Φτάνει, άραγε, ποτέ στ’ αυτιά του Θεού ο λυγμός της κάθε εξορίας;
[ Πηγή φωτογραφίας ]