Ο μοναδικός και η ιδιοκτησία του

P
Θανάσης Πολλάτος

Ο μοναδικός και η ιδιοκτησία του

Συμμορφούμενη στον κανόνα ότι οι κρίσεις περισσότερο επικυρώνουν προϋπάρχουσες τάσεις παρά κάνουν καινούργιες να αναδυθούν, η κοροναϊκή κρίση επιβεβαίωσε τον θεμελιωτικό ρόλο του προσωποποιητικού ατομικισμού, όπως θα τον ονόμαζε ο Ζιλ Λιποβετσκί, στην κατασκευή της υπερμοντέρνας κοινωνικής συνθήκης. Στο πλαίσιο της συνθήκης αυτής, το άτομο αποτελεί τον κεντρικό πυλώνα της κοινωνικής θέσμισης και γύρω του αναπτύσσονται μία σειρά από επικουρικές λειτουργίες και σημασίες (προσωποποίηση, κατανάλωση, ηδονισμός, ναρκισσισμός κ.ά.) που υπηρετούν τις λειτουργικές ανάγκες της κεντρικής σημασίας. Η κατανάλωση ως γενική νόρμα της σχέσης του ατόμου με τον κόσμο —και όχι ως κάποιου τύπου επιβολή του καπιταλιστικού συστήματος— χορηγεί στο άτομο τα απαιτούμενα στοιχεία για την κατασκευή μιας αυτοεικόνας που ανταποκρίνεται στις επιθυμίες του, ενώ ο χώρος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης διανοίγει τον φυσικό χώρο και χρόνο προς μια νέα διάσταση όπου οι δεσμεύσεις και οι περιορισμοί αυτής τής εκ του μηδενός κατασκευής του εαυτού είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Καθώς οι κοινωνικά επιβαλλόμενοι περιορισμοί εκλείπουν —οι δυτικές κοινωνίες δεν υπαγορεύουν πια στα μέλη τους πώς να ζουν— και η ατομικότητα αναπτύσσεται υπερτροφικά οδηγούμενη σε ναρκισσιστικές ατραπούς, το πεδίο των ατομικών επιλογών (ταυτοτικών, υπαρξιακών, σεξουαλικών, προσωπικών, στυλιστικών, εκφραστικών, τρόπου ζωής) ανοίγει διάπλατα: γίνε αυτό που θέλεις. Φιλελεύθερος, τραμπικός, εναλλακτικός, αναρχικός, νεοναζί, οικολόγος, χριστιανός, μουσουλμάνος, άθεος, σκέιτερ, ράπερ, σκυλάς, μεταλάς, γκραφιτάς, γκέι, στρέιτ, μπάι, νιούτραλ, τζόγκερ, γιόγκι, βίγκαν, μπλόγκερ, φέισμπουκ περσόνα, τρολ, συγγραφέας, σκηνοθέτης, ηθοποιός, φωτογράφος, ινφλουένσερ, γιουτιούμπερ — anything goes.

Μια γενικευμένη, λοιπόν, απειλή του έσχατου πυρήνα του ατομικιστικού σχήματος, της ίδιας της ζωής, είναι αναμενόμενο να επιστρατεύσει μεγάλη μάζα αυτοσυντηρητικών δυνάμεων, αφού η ζωή είναι η απόλυτη προϋπόθεση της ύπαρξης του ατόμου. Η κατάσταση γίνεται ακόμα ευκολότερη αν αναλογιστεί κανείς ότι αυτή η έκτακτη και αγωνιώδης μέριμνα για τη ζωή που απειλείται αναπτύσσεται πολύ συχνά πάνω σε ένα προϋπάρχον ενδιαφέρον για την υγιεινή ζωή που εκδηλώνεται σαν μία σειρά επιλογών στη διατροφή, στα χόμπι και στην άθληση, στη μετακίνηση, στον τρόπο ζωής. Αυτός ο υγιεινισμός —αρθρωνόμενος διαμέσου διάφορων κομφόρ σύμφωνα με την καταναλωτική νόρμα— υπήρξε κατά μία έννοια προπομπός της τοποθέτησης του ενδιαφέροντος για τη γυμνή ζωή στο επίκεντρο, υπενθυμίζοντας ήδη από τους ανέμελους καιρούς της προκοροναϊκής ειρήνης ότι η έγνοια για τη διατήρηση της ζωής, η φροντίδα για την υγεία και η ευζωία αποτελούν στοιχεία του πυρήνα του ίδιου τού υπερμοντέρνου ατομικισμού.

Οι πρώτες εβδομάδες της πανδημίας ήταν αποκαλυπτικές, όσο αποκαλυπτικό θα ήταν και ένα απεικονιστικό πείραμα μεγάλης κλίμακας στις κοινωνικές επιστήμες. Καθώς ο έσχατος πυρήνας της ύπαρξης και μαζί με αυτόν αυτονόητα και ολόκληρο το πάτσγουρκ της περσόνας του ατόμου απειλούνταν, η συστράτευση στην προσπάθεια της διαφύλαξης της ζωής ήταν εντυπωσιακή σε έκταση και ένταση. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την περίοδο αυτή ανεστάλησαν οι προσωποποιητικές εκδηλώσεις που αναπτύσσονται συνήθως γύρω από τον πυρήνα της ατομικότητας. Ριζοσπαστικές αντιπολιτεύσεις συναίνεσαν, ενώ και η πληθώρα των απόψεων στα κοινωνικά δίκτυα απορροφήθηκε από τον κεντρικό στόχο της διατήρησης της ζωής. Οι ηρωικές αφηγήσεις που θα θυσίαζαν το άτομο για χάρη της Μεγάλης Ιδέας αρκέστηκαν σε περιθωριακές εκδηλώσεις υποστηρικτών θεωριών συνωμοσίας (που πρέπει και αυτές να ερμηνευθούν ως αντανακλαστικές στην παραλυτική επίδραση του φόβου). Η ηγεσία του ΚΚΕ, σε αντίθεση όμως με την ηγεσία της Εκκλησίας, φοβούμενη τη χλεύη της κοινής γνώμης, την ελλιπή συμμόρφωση ή και τα δύο, έδειξε παραδειγματική προσαρμοστικότητα: δεν διέταξε τους οπαδούς της να διαδηλώσουν με τον κλασικό τρόπο, με τη λογική πως η Μεγάλη Ιδέα είναι πάντα σημαντικότερη από τις αναλώσιμες ατομικές υπάρξεις των οπαδών, αλλά σκηνοθέτησε το πρωτοφανές θέαμα πρόσμιξης της διαδήλωσης με το επιβεβλημένο social distancing, υποτασσόμενη εν αγνοία της σε μια νέου τύπου συστημικότητα.

Το ενδιαφέρον λοιπόν για τη διαφύλαξη της ζωής, της απόλυτης προϋπόθεσης της ύπαρξης του ατόμου, απογύμνωσε την ύπαρξη από τις ταυτοτικές της προσθήκες αποκαλύπτοντας μια ανθρωπινότητα μέσα από την τρωτότητά της, την οποία συνήθως συναντάμε —ή ξαναθυμόμαστε— σε οριακές συνθήκες, ενώ, μακριά από αυτές, τη θωρακίζουμε με πρόσθετα εξωτερικά περιβλήματα, τις ταυτότητές μας (εθνικές, θρησκευτικές, πολιτικές κ.ά.), που στο εξής θα μας αποκρύπτουν την κοινή μας καταγωγή παρέχοντάς μας της παρηγορητική αίσθηση της μοναδικότητας. Όταν όμως ο φόβος για την απώλεια της ζωής φάνηκε να απομακρύνεται, οι προσωποποιητικές εκδηλώσεις, η έκφραση της μοναδικότητας του καθενός, τα προσωπικά γούστα που προσφέρουν ταυτότητα στο άτομο έκαναν ξανά την εμφάνισή τους αποκαλυπτόμενα μάλιστα επιδεικτικά στον δημόσιο χώρο, πότε μέσω του εναλλακτικού λάιφ στάιλ των υπαίθριων πάρτι στις πλατείες και πότε μέσω του mainstream αντιστοίχου τους, στα μπιτς μπαρ της Μυκόνου.

Το ενδιαφέρον για τη διατήρηση της ζωής που μονοπώλησε το ενδιαφέρον τις πρώτες εβδομάδες εκτυλίχθηκε μέσα σε ένα σκηνικό γνώριμο και οικείο στο άτομο, κατά μία έννοια στην προέκταση του εαυτού του: στο σπίτι του. Το σπίτι, ένα από τα κυρίαρχα πεδία όπου εκδηλώνεται το προσωπικό γούστο και οικοδομείται η ατομικότητα, θωρακισμένο διά της καταναλωτικής οδού με αντικείμενα και συσκευές, αποτελεί ταυτόχρονα προέκταση του εαυτού προς τον κόσμο και θωράκιση του εαυτού απέναντι σ’ αυτόν. Είναι ο ασφαλής χώρος που στο εξής θα παίζει κυρίαρχο ρόλο στη διαλεκτική τού μέσα και του έξω, όχι μόνο επειδή προσαρμόζεται διαρκώς στις σύγχρονες απαιτήσεις μέσω της προσωποποιημένης αρχιτεκτονικής και της ενσωματωνόμενης τεχνολογίας, αλλά και επειδή το βίωμα του εκούσιου εγκλεισμού δημιουργεί αμφίθυμα, πλην ετεροβαρή, συναισθήματα: από τη μία η βραχύβια, διογκούμενη επιθυμία για το έξω —περίπου έμφυτη σε νότιους λαούς— και από την άλλη η αυξανόμενη οικειότητα και η επιζητούμενη ασφάλεια του μέσα, το οποίο όμως διευρύνεται πολύπλευρα μέσω των νέων τεχνολογικών μέσων μετατρεπόμενο επίσης σε χώρο εργασίας, μάθησης, διασκέδασης και κοινωνικής συναναστροφής. Το νέο πολυλειτουργικό και ασφαλές μέσα είναι βέβαια δύσκολο να μετατραπεί σε χώρο ανάπτυξης της —επιζητούμενης ειδικά στην ελληνική περίπτωση— αυτοστοχαστικότητας του υποκειμένου, παρότι οι προϋποθέσεις μοιάζουν ευνοϊκότερες· οι τεχνολογικές περισπάσεις συμβάλλουν προς τη διαιώνιση λειτουργιών ελαφρότερων και ρηχότερων, περισσότερο συμβατών δηλαδή με το τρέχον ανθρωπολογικό μοντέλο.

Ενώ ο ρόλος του φόβου στην εκδίπλωση της νέας ανθρωπολογικής συνθήκης υπήρξε αναμφισβήτητα κεντρικός, τα διάφορα ιστορικοπολιτισμικά περιβάλλοντα συνέβαλαν στην πρόσμιξή του με περισσότερο ορθό λόγο (ίσως στην περίπτωση της Γερμανίας), με υπάρχοντα συμπλέγματα και ψευδαισθήσεις μεγαλείου ή μοναδικότητας (ίσως στις περιπτώσεις της Αγγλίας και της Σουηδίας), με θολές υπερπολιτικοποιημένες αναπαραστάσεις των γεγονότων (ίσως στην περίπτωση των ΗΠΑ) ή ακόμα με αυτοσυντηρητικές τάσεις εκπηγάζουσες από πρόσφατα βιώματα ή από τη χρόνια αίσθηση δυσπιστίας που αποπνέουν οι θεσμοί, όπως στην ελληνική περίπτωση. Το δίπολο συναίσθημα φόβος/λογική ήταν όμως πάντοτε σε πρώτο πλάνο, αφήνοντας να αναδυθούν τάσεις, παραδοχές και ένστικτα εξελικτικά πρότερα, αλλά εν προκειμένω σωτήρια. Η επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης για εικονοποίηση και προσωποποίηση της καθημερινής ενημέρωσης για την εξέλιξη της πανδημίας έναντι μιας γραπτής ανακοίνωσης κατά το παράδειγμα άλλων χωρών υπήρξε καταλυτική, αφού ευθυγραμμίστηκε με διανοητικά και ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά της νεοελληνικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας ελλιπούς ανάπτυξης της ατομικότητας και ευρείας επιβίωσης προσωποπαγών μοντέλων με προνεωτερική κοινοτιστική καταγωγή όπου οι αφηρημένες ιδέες και η βασισμένη σε αυτές λειτουργία των απρόσωπων θεσμών δεν γίνεται κατανοητή. Η ταύτιση με φιγούρες που αποπνέουν καταλλαγή από τη μία και πυγμή από την άλλη αποτελεί άλλωστε συμβολική αναφορά σε πατερναλιστικά, υπερεγωικά πρότυπα τα οποία, ενώ έως τώρα θεωρούσαμε λησμονημένα στο υπερμοντέρνο πλαίσιο, φαίνεται να επιβιώνουν ειδικά σε πολιτισμικά περιβάλλοντα με καθηλώσεις και υστερήσεις στην πρόσληψη των μεγάλων ανθρωπολογικών και πολιτισμικών αλλαγών των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Τέλος, η επιτυχία του στιλ της αυστηρής νουθεσίας και η άρθρωση του αιτήματος για μεγαλύτερη πειθάρχηση και για την πάταξη των παραβατών ιδιαιτέρως από το ακροατήριο της γενιάς των μπούμερ, αλλά όχι μόνο,[1] δεν αποτελεί αποκλειστική απόρροια του φόβου, αλλά επιπλέον την έκφραση μιας γενικής δυσαρέσκειας για τον χαοτικό χαρακτήρα του υπερμοντέρνου πλαισίου (αποσάθρωση των ταυτοτήτων φύλου, αναθεώρηση των ρόλων στο εσωτερικό της οικογένειας, αμφισβήτηση της πατρικής αυθεντίας και της αυθεντίας των γηραιοτέρων εν γένει, υπονόμευση του ιεραρχικού σχήματος σε όλα τα επίπεδα, άρση του πειθαρχικού χαρακτήρα του εκκοινωνισμού και διάχυση της επιτρεπτικότητας).

 

[1] Η αναφορά στη γενιά των μπούμερ (γεννημένοι μεταξύ 1946 και 1964) δεν γίνεται για να κατασκευαστεί ή να αναπαραχθεί κάποιο στερεότυπο, αλλά για να αποτυπώσει ό,τι εμφανίζεται ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο που εκφράζει μια σαφή τάση — σε δυναμικό μάλιστα ανταγωνισμό με άλλες τάσεις, όπως περιέγραφα αλλού (Θανάσης Πολλάτος, Σύγκρουση και παλινόρθωση, 08.11.2019). Η έκφραση της τάσης αυτής δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της γενιάς αυτής, αλλά εκφράζεται πλειοψηφικά σε αυτήν.

[ Εικ. ]