«Ο Μουγκός Ουζμπέκος», του Λ. Σεπούλδεβα

C
Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης

«Ο Μουγκός Ουζμπέκος», του Λ. Σεπούλδεβα

Ο Λουίς Σεπούλδεβα είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό. «Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης», «Patagonia express», «Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει», «Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου Killer»: έργα που αγαπήθηκαν πλατιά. Αυτό είναι το δέκατο ένατο βιβλίο του που μεταφράζεται — όλα τους κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Όπερα.

Ο ίδιος ο συγγραφέας έχει ζήσει μια ζωή τόσο μυθιστορηματικά περιπετειώδη, που θα μπορούσε να ήταν ήρωας βιβλίου. Σίγουρα, αν υπάρχει κάπου κρυμμένος ένας σύγχρονος Δουμάς πατήρ, θα τον χρησιμοποιήσει κάποια στιγμή. Γεννήθηκε στη Χιλή, στο Οβάγιε της επαρχίας Λιμαρί, και έγινε από τα 15 του μέλος της κομουνιστικής νεολαίας της Χιλής. Ακολουθεί θεατρικές σπουδές στο Εθνικό Πανεπιστήμιο και παίρνει μια υποτροφία για Πανεπιστήμιο της Μόσχας, όπου όμως διαγράφεται γιατί συγχρωτιζόταν με διάφορους «αντιφρονούντες». Επιστροφή στην πατρίδα και συμμετοχή στην Unidad Popular, στην προσωπική φρουρά του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Γίνεται μάρτυρας του εφιάλτη του πραξικοπήματος και της δολοφονίας του Χιλιανού προέδρου. Μετά από αυτό, συλλαμβάνεται — και ακολουθούν φυλακίσεις, βασανιστήρια, κατ’ οίκον περιορισμός, εξορία, δραπετεύσεις, κρυφτούλι με τις Αρχές, ζωή με τους Ινδιάνους Σουάρ στον Αμαζόνιο… Έζησε κυνηγημένος στο Περού, στο Εκουαδόρ και στην Κολομβία, και πήρε μέρος στον αγώνα των Σαντινίστας της Νικαράγουας. Παράλληλα, όπου πήγαινε έβρισκε τον καιρό να γράφει διηγήματα, θεατρικά έργα και ποιήματα, αλλά και να στήνει θιάσους. Το 1980 πήγε στο Αμβούργο της Γερμανίας (έμαθε τη γλώσσα στη φυλακή) λόγω του θαυμασμού του για τη γερμανική λογοτεχνία, ιδιαίτερα για τους ρομαντικούς Novalis και Friedrich Hölderlin, ενώ εργάστηκε ως δημοσιογράφος ταξιδεύοντας πολύ στη Λατινική Αμερική και την Αφρική. Το 1982 ήρθε σε επαφή με την Greenpeace και εργάστηκε μέχρι το 1987 ως μέλος πληρώματος σε ένα από τα πλοία τους. Δουλεύει ακόμα ως συντονιστής μεταξύ των διαφόρων κλάδων της οργάνωσης.

Τα εννέα διηγήματα του βιβλίου είναι ένας αποχαιρετισμός στα όνειρα της νιότης: της δεκαετίας του ’60 για τον συγγραφέα. (Αν και η νιότη είναι ίδια σε όλες τις δεκαετίες, τότε που όλοι είμαστε απόλυτοι, που όλα είναι άσπρο μαύρο, που θα αλλάξουμε τα πάντα, που η αδικία του κόσμου είναι προσωπικό μας άχθος). Δεν είναι γραμμένα με νοσταλγία, αυτή μόλις που αχνοφαίνεται μέσα από τις αράδες, είναι γραμμένα με ένα χιούμορ που φτάνει στα όρια της φάρσας. Κι όλα αυτά απλωμένα στο φρικτό σεντόνι μιας δικτατορίας.

 Η αφέλεια των επαναστατημένων νέων, ο τρόπος που μιλάνε και οι αστείοι τρόποι που βρίσκουν να εκφράσουν την αντίθεσή τους στον πόλεμο του Βιετνάμ, αλλά παράλληλα και οι δυσκολίες του ραντεβού με την ωραία Χενοβέβα στο «Ο στρατιώτης Τσαπάγιεφ στο Σαντιάγο της Χιλής». Η καντάδα προς τους πελάτες της τράπεζας που ληστεύουν για να χρηματοδοτήσουν έναν καταυλισμό αστέγων οι νεαροί στο «Blue Velvet». Ένα καλοστημένο χτύπημα εναντίον του συστήματος, για να βρεθεί γάλα σκόνη και δύο πιπίλες για ένα μωρό στη «Θαυμαστή επιχείρηση». Η ιλαρή λύση αλά Ιντιάνα Τζόουνς στη μονομαχία ενός Βορειοκορεάτη και ενός Χιλιανού, σε μια μονομαχία τάε κβον ντο στο «Έτος 59 Τζούτσε». Και προπάντων οι περιπέτειες ενός Λατινοαμερικάνου φοιτητή στη Μόσχα, ίσως και ελαφρώς αυτοβιογραφικό, στον «Μουγκό Ουζμπέκο». Όλα τους είναι γραμμένα με τη σοβαρότητα και την ηρεμία μιας καλά ενορχηστρωμένης αργής ρούμπας, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα να παρατάς το βιβλίο και να γελάς τρανταχτά.

Όμως ο Σεπούλδεβα δεν είναι τυχαίος συγγραφέας . Ξέρει το μέτρο και ξέρει καλά πού να σταματήσει αυτήν τη ρούμπα, βγάζοντας όλη την ευαισθησία του και ίσως ένα κρυφό δάκρυ για τα πράγματα που χάθηκαν, βάζοντας ένα νοσταλγικό μάμπο ανάμεσα στον κυκεώνα του λατινοαμερικάνικου μπουλβάρ που μας παρουσιάζει. Το «Ζουζουνάκι» είναι μαχαιριά στην καρδιά, όπως και η «Τελευταία μάχη του Πέπε Σοντερτέλγιε», ένα διήγημα που δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο κάποιον που έχει υπάρξει πατέρας ή γιος.

Από μια τέτοια συλλογή, αφιερωμένη ουσιαστικά στις χαμένες επαναστάσεις και τα όνειρα του ’60, δεν θα μπορούσε να λείπει η πλέον εμβληματική μορφή εκείνων των χρόνων. Η λιτότητα του ελεγειακού «Λιποτάκτη», όπου βάζει έναν κυβερνητικό στρατιώτη, γιο ανθρακωρύχων, να διηγηθεί την σύλληψη και την εκτέλεση του Τσε, και η τελευταία παράγραφος στο ιλαροτραγικό «Ο άλλος θάνατος του Τσε», δείχνουν τι εκφράζει ο Γκεβάρα —ακόμα— στη Λατινική Αμερική.

Αυτό το βιβλίο είναι ένα ταξίδι πίσω στον εαυτό μας όπως ήταν. Θα μας κάνει να γελάσουμε, να κλάψουμε, να ντραπούμε για αυτά που χάθηκαν και να υπερηφανευτούμε για αυτά που καταφέραμε να διατηρήσουμε. Και, στο τέλος, θα μας σκεπάσει τρυφερά για καληνύχτα με την ευχή για όνειρα γλυκά.

Και μόνο το να σχολιάσω την εξαίσια μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη θα ήταν ύβρις.